ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Η Ευρώπη βυθίζεται στην οικονομική κρίση μέσω της πολιτικής που πολλά μέλη της επέλεξαν να υιοθετήσουν. Είναι προφανές ότι το μοντέλο ανάπτυξης των αγορών, ενός ασύδοτου στην πραγματικότητα καπιταλισμού δεν προχωρά, ενώ συγχρόνως τείνει να υποκαταστήσει ως εξουσία την ίδια την πολιτική εξουσία. Οι κυβερνήσεις και οι φορείς τους, τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι θεσμοί κινδυνεύουν από την άλογη ανάπτυξη ισχύος των αγορών και την ανάδειξή τους σε ρυθμιστικό παράγοντα των ισορροπιών στις κοινωνίες. Οι κυβερνήσεις πολλών ευρωπαϊκών χωρών, συντηρητικές και προοδευτικές, οδηγήθηκαν στη στήριξη αυτού του προτύπου ανάπτυξης και διακυβέρνησης, θεωρώντας μάλλον ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς ή, αν μπορούν να κάνουν αλλιώς, «θα πέσουν» στη δυσμένεια των ιδιοκτητών και διαχειριστών του παγκόσμιου χρήματος: Από εκεί που το παγκόσμιο χρήμα στήριζε διακριτικά κυβερνήσεις προκειμένου να υπάρχει και να αναπτύσσεται μέσω αυτών, φτάσαμε στο σημείο πλήρους ελέγχου των κυβερνήσεων από το επιχειρηματικό και χρηματιστηριακό κεφάλαιο και χρήμα, με αποτέλεσμα να μεταβληθούν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις σε κατευθείαν όργανα αυτών των κύκλων. Ιδεολογικά, το κλίμα αυτό άρχισε να διαμορφώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Ευρώπη, όταν οι ιδέες της τότε πρωθυπουργού της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ ασκούσαν γοητεία και επιρροή σε πολλούς. Ακόμα και σε πολιτικούς με αντίθετες ιδέες και άλλη καταγωγή. Όμως η λαίδη Θάτσερ ποτέ δεν επέτρεψε τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας από την οικονομική: Δεν έδωσε στο χρήμα τη θέση που ενδεχομένως οι εκπρόσωποί του ήθελαν και κρυφίως διεκδικούσαν, φροντίζοντας να κάνει σαφή και ξεκάθαρο τον ρόλο καθενός στην κοινωνία. Η τάση κυριαρχίας των αγορών μεγάλωσε και βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ90 και μετά, όταν έφυγαν από τη ζωή (ή ζούσαν αλλά απομακρύνθηκαν από την εξουσία) σημαντικοί ηγέτες και αντικαταστάθηκαν από άλλους ήσσονος εμβέλειας και αναλώσιμους. Σημαιοφόρος της πολιτικής των αγορών δεν ήταν ένας δεξιός νεοφιλελεύθερος πολιτικός, αλλά ένας σοσιαλιστής, ο (επίσης) βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ. Πλάι του συντάχθηκαν τα χειρότερα είδη νεοφιλελεύθερων πολιτικών και κερδοσκόπων και, με τη συνεργασία «άχρωμων» χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, επί χρόνια οδήγησαν την ήπειρό μας στα χέρια των αγορών, της ασύδοτης εξάρτησης από ανώνυμο, πολυεθνικό και ύποπτης προέλευσης χρήμα. Σήμερα, οι ηγέτες της Ευρώπης βλέπουν ότι δεν μπορεί να πάει άλλο το πράγμα σε αυτήν την κατεύθυνση. Δεν ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν, ξέρουν όμως ότι η πολιτική που ακολούθησαν διέρρηξε τον ιστό που τους ενώνει με τους πολίτες, με την εκλογική βάση: Δεν κοίταξαν τον άνθρωπο, που έλεγαν οι παλιοί, δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάπτυξη για τον άνθρωπο και κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς ανθρώπους, άρα χωρίς ψηφοφόρους και χωρίς νομιμοποιητική βάση. Αν κάτι επείγει να κάνουν, είναι η επιστροφή της πολιτικής στην κοινωνία και η απομάκρυνσή της από τη λογική των αγορών: Οι αγορές είναι για να στηρίζουν και να υπηρετούν τις κοινωνίες, είναι όργανα ανάπτυξης των κοινωνιών. Όχι να τις διευθύνουν και να τις κατευθύνουν όπου εκείνες νομίζουν. Η λογική του χρήματος και των παιγνίων περιέχει σε σημαντικό βαθμό και την πιθανότητα εξαθλίωσης κοινωνιών και ανθρώπων, κάτι που σήμερα ήδη ζούμε στην Ελλάδα και σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Στόχος «των αγορών» για δικούς τους (πειραματικούς ίσως) λόγους είναι να οδηγήσουν στα όρια της φτώχειας τους ανθρώπους με μειώσεις μισθών, έτσι ώστε όλοι να παίρνουν 1.000 ευρώ τον μήνα π.χ. Μα, θα πει κανείς, θέλουν «οι αγορές» την ύφεση, θέλουν να μην υπάρχει κατανάλωση; Αυτό θα είναι εναντίον τους. Ίσως να θέλουν. Ίσως να μην παίζεται πια εκεί το παιχνίδι κι αυτοί να ήταν οι όροι για το παιχνίδι του παλαιού «υγιούς» καπιταλισμού. Αυτό που γεννήθηκε και εδραιώθηκε τα τελευταία χρόνια δεν μοιάζει με τον καπιταλισμό που ξέραμε. Είναι περισσότερο επικίνδυνο, απάνθρωπο και αδίστακτο. Γιʼ αυτό πρέπει να τελειώνει.


Σχολιάστε εδώ