ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΑΝΕΜΟΥΣ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΑΣ ΣΥΝΕΤΙΣΤΟΥΝ ΠΡΙΝ ΘΕΡΙΣΟΥΝ ΘΥΕΛΛΕΣ

Η προ ημερών δημοσιοποιηθείσα έκθεση του ΔΝΤ για την πρόοδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, η οποία δεν έλαβε καθόλου έκταση στον ελληνικό Τύπο (έντυπο και τηλεοπτικό), περιέχει μια πολύ κρίσιμη παράγραφο, η οποία προδικάζει τη συνέχιση των μέτρων που πρόκειται να μας επιβάλει η «τρόικα». Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο αυτό της έκθεσης του ΔΝΤ επισημαίνονται τρεις κίνδυνοι που απειλούν την ελληνική οικονομία και κατά τη γνώμη μας αποτελούν προλεγόμενα για νέες θυσίες, ακόμα πιο οδυνηρές. Δεν θα περιμένουμε να δούμε τα μέτρα αυτά, θα μας τα προσφέρουν τότε τα ΜΜΕ. Απλώς θέλουμε να ενημερώσουμε τους αγαπητούς αναγνώστες μας ότι δεν υπάρχει ακόμη φως στο τούνελ.

Oι τρεις κίνδυνοι που απειλούν την ελληνική οικονομία, κατά τους συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ, και δρουν αρνητικά στην προσπάθεια όχι μόνο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά και επανόδου της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά είναι οι εξής:

Διαπιστώνεται στην έκθεση ότι υπάρχει καθυστέρηση στην εφαρμογή φορολογικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Είναι γεγονός ότι υπάρχει σημαντική υστέρηση στην απόδοση των φορολογικών εσόδων και κατά την προηγούμενη χρονιά και κατά τη φετινή. Αλλά η υστέρηση αυτή ήταν αναμενόμενη και δεν έπρεπε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της διοίκησης του ΔΝΤ. Το ψαλίδισμα των εισοδημάτων και η ύφεση δεν ήταν ποτέ δυνατόν να μην προκαλέσουν υστέρηση στην απόδοση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Η επισήμανση της έκθεσης για εφαρμογή φορολογικών μεταρρυθμίσεων, εάν αποκρυπτογραφηθεί, σημαίνει ότι και φέτος και τα επόμενα χρόνια θα έχουμε συνεχείς μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος. Με κεντρικό στόχο πάντα την αύξηση των φορολογικών εσόδων, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που θα έχει στην ύφεση.
Ένα ενδεχόμενο που αντιμετωπίζει τώρα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι η καθιέρωση ενός μόνο συντελεστή ΦΠΑ, το ύψος του οποίου θα κυμαίνεται στο 23-25%. Έτσι, όλα τα είδη, ανεξάρτητα αν είναι είδη πολυτελείας ή ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, θα υπαχθούν σ’ αυτόν τον μοναδικό φορολογικό συντελεστή. Στην ουσία αυτό θα σημάνει ότι οι «έχοντες και κατέχοντες» θα ευεργετηθούν και πάλι, καθώς τα είδη πολυτελείας τα οποία καταναλώνουν θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης, ή εν πάση περιπτώσει θα εξισωθούν με τα άλλα είδη και θα πρέπει το υπουργείο Οικονομικών να προβλέψει την αύξηση του φόρου πολυτελείας και την υπαγωγή και άλλων ειδών στον φόρο αυτό.
Καθ’ όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα μας ζητήσει η «τρόικα», βλέπω να ζητάει την κεφαλή της ΔΕΗ, του
ΟΤΕ, του ΟΠΑΠ και όλων των κερδοφόρων επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχει το Δημόσιο, ώστε αυτές να καταστούν ιδιωτικές επιχειρήσεις, με σοβαρή απώλεια των κερδών που αποκομίζει σήμερα το κράτος από τη δραστηριότητά τους. Και φυσικά θα κληθούν και πάλι οι φορολογούμενοι να καλύψουν αυτήν τη ζημιά.
Η «τρόικα» δεν ενδιαφέρεται για διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενισχύσουν την παραγωγική μηχανή της χώρας μας, θα βελτιώσουν το τεχνολογικό της επίπεδο και θα οδηγήσουν στην αύξηση προϊόντων και υπηρεσιών με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, δηλαδή με βελτίωση του κόστους παραγωγής και ποιότητας και με παραγωγή νέων πρωτότυπων προϊόντων. Αυτές οι αδυναμίες, μαζί και με την υστέρηση της ελληνικής οικονομίας στην εξειδίκευσή της σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας που παρουσιάζουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του βαθμού ανταγωνιστικότητάς τους, είναι οι σοβαρότερες ίσως αδυναμίες της οικονομίας μας. Αλλά για τη βελτίωση όλων αυτών δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον η «τρόικα».

Ο δεύτερος κίνδυνος που επισημαίνει η έκθεση του ΔΝΤ είναι να μην μπορέσει η Ελλάδα να ξαναμπεί στη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά μέσα στην προσεχή πενταετία. Είναι γεγονός ότι μετά το 2008 που ξέσπασε η τωρινή οικονομική κρίση οι αγορές είναι πιο απαιτητικές όσον αφορά τη δανειοδότηση των χωρών εκείνων που παρουσιάζουν έντονα δημοσιονομικά προβλήματα, ζητώντας περισσότερη εξασφάλιση των δανείων που χορηγούν. Και καθώς η οικονομία της χώρας μας δεν βαδίζει σε αναπτυξιακή τροχιά, για να μπορέσει η Ελλάδα να ξαναμπεί στις αγορές θα πρέπει να παράσχει πρόσθετες εγγυήσεις και να δέχεται τα υψηλά επιτόκια του ρίσκου που αναλαμβάνουν οι αγορές. Την περυσινή χρονιά η κυβέρνηση, διά στόματος του πρωθυπουργού και του υπουργού των Οικονομικών, προσδοκούσε ότι μέσα στο 2011 η Ελλάδα θα επανερχόταν στις αγορές. Τώρα βέβαια η προοπτική αυτή έχει ξεθωριάσει και την πάσα ελπίδα τους την εναποθέτουν για το 2012, με την προσδοκία ότι από τότε θα αρχίσει η Ελλάδα να μπαίνει σε αναπτυξιακή τροχιά και θα παρουσιάζει έστω και σχετικά μικρή αύξηση του ΑΕΠ.
Όμως στο πλαίσιο μιας σοβαρής παγκόσμιας κρίσης με συχνές και σοβαρές αναταράξεις κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τις οικονομικές εξελίξεις. Και από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στην περιοχή μας δεν θα υπάρξουν αναταράξεις που θα προκαλέσουν αρνητικές εξελίξεις όχι μόνο στην οικονομία τη δική μας, αλλά και γενικότερα στις οικονομίες των άλλων κρατών της ΕΕ. Κάτι τέτοια γεγονότα στοιχίζουν ακριβά στις ασθενείς οικονομίες, καθώς οι αγορές αφορμή θέλουν για να αρχίσουν να πυροβολούν τις πιο ευάλωτες, γιατί έτσι μόνο καταφέρνουν να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη τους.
Εάν η ελληνική οικονομία συνεχίσει τη σημερινή της πορεία, με τα άκρως αντιπαραγωγικά μέτρα που δεν συντελούν ποτέ στην ανάπτυξη, η επανάκαμψη της Ελλάδας στις αγορές θα είναι μόνο στις προσδοκίες των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να πείσει τους συνεταίρους μας στην ΕΕ, και ειδικά στην Ευρωζώνη, να λειτουργήσει όσο το δυνατόν συντομότερα το Ταμείο Στήριξης των ασθενών οικονομιών του Νότου, το οποίο ως γνωστό αποκαλείται και «Σύμφωνο Στήριξης του Ευρώ».

Ο τρίτος κίνδυνος που διαβλέπουν οι ιθύνοντες του ΔΝΤ είναι μια υπερβολικά γρήγορη μείωση του υψηλού τραπεζικού χρέους. Παρά το γεγονός ότι σε ορισμένα κράτη της Ευρωζώνης το τραπεζικό χρέος είναι αναλογικά κατά πολύ υψηλότερο από το ελληνικό, το ασφυκτικό κλάδεμα των εισοδημάτων των ελληνικών νοικοκυριών εγκυμονεί τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας στην εξόφληση των δανειακών τους υποχρεώσεων απέναντι στις τράπεζες. Γεγονός που θα επιφέρει και μείωση της ρευστότητας των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων και ενδεχομένως αδυναμία εξόφλησης των υποχρεώσεών τους. Είναι ένας κίνδυνος που τρομάζει και τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Έτσι δημιουργείται το δίλημμα να προβεί το τραπεζικό σύστημα σε μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους του ή να επιδιώξει τη γρήγορη μείωσή του. Αν ακολουθήσει τον δεύτερο δρόμο, θα στερήσει πόρους από την οικονομία μας και θα πέσουμε στον φαύλο κύκλο μιας μακρόχρονης ύφεσης, από την οποία φυσικά πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι και το κράτος απομυζά σημαντικούς χρηματικούς πόρους από την οικονομία μας, μπορούμε να φανταστούμε την αδυναμία αντιμετώπισης της κρίσης που μαστίζει τον δημοσιονομικό τομέα και το τραπεζικό σύστημα.
Αυτή η επισήμανση της έκθεσης του ΔΝΤ, λόγω της σοβαρότητάς της, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ευρύτατης μελέτης του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, αλλά και της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος. Μπροστά σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο, ο οποίος επισημαίνεται και έγκαιρα, δεν θα πρέπει να παρουσιαστεί απροπαράσκευη η όποια ελληνική κυβέρνηση θα βρίσκεται στην εξουσία το 2013.
Όλα αυτά όμως θα πρέπει να συνετίσουν και τους ιθύνοντας της Ευρωζώνης, γιατί αν η Ελλάδα στριμωχτεί ακόμη περισσότερο και ο ελληνικός λαός δεν μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που τρέφουν η κυβέρνηση και η «τρόικα» και οδηγηθεί σε μαρασμό και εξαθλίωση, δεν ξέρουμε αν θα συνεχίσει ο Έλληνας να είναι ο Έλληνας του καναπέ ή θα μεταλλαχθεί σε Έλληνα του οδοφράγματος. Στην πορεία που έχει χαράξει η «τρόικα» όσον αφορά τη συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα, σπέρνει ανέμους. Ας συνετιστεί προτού θερίσει θύελλες. Καμία οικονομία δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά χωρίς ανάπτυξη. Ούτε μπορεί να πετύχει δημοσιονομική εξυγίανση. Αυτό, όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουν οι οικονομικοί εγκέφαλοι της «τρόικας» και της δικής μας κυβέρνησης, τόσο το καλύτερο για την Ελλάδα.


Σχολιάστε εδώ