Ο κύριος Μπουλέντ Αρίντς και οι «ζητιάνοι»

Στις αρχές του χρόνου ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης κ. Μπουλέντ Αρίντς επισκέφτηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η επίσκεψη αυτή είχε χαρακτηριστεί υψηλού συμβολισμού, τα δε τουρκικά ΜΜΕ πρόβαλαν δεόντως εκείνη την «ιστορική ημέρα». Ανάλογη επίσκεψη μάλιστα είχε να πραγματοποιηθεί από το 1952, όταν ο τότε πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές επισκέφτηκε το Φανάρι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Πατριαρχείο ο κ. Αρίντς είχε ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Πατριάρχη. Εξέφρασε μάλιστα την επιθυμία της τουρκικής κυβέρνησης για την «ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών». Όλοι επικρότησαν την επίσκεψη αυτή του κ. Αρίντς και πίστευαν ότι επήλθε κάποια αλλαγή στον τρόπο που οι τουρκικές αρχές αντιμετωπίζουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και γενικά τις σχέσεις τους με τη χώρα μας.

Οι πρόσφατες όμως δηλώσεις του κ. Αρίντς ήλθαν να διαψεύσουν τις ελπίδες αυτές. Είπε ο κ. Αρίντς το εξής προκλητικό όσο και προσβλητικό: ότι οι Έλληνες «σε λίγο θα ανοίξουν μαντίλι για να ζητιανεύουν».

Δεν θέλουμε να σχολιάσουμε τις δηλώσεις αυτές, είναι ανάξιες σχολιασμού. Το να κρίνεις την οικονομική κατάσταση μιας χώρας δεν είναι κάτι που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έντονης κριτικής. Ανεξήγητη όμως ειρωνεία και σκωπτική διάθεση είναι ανεπίτρεπτες στις σχέσεις πολιτισμένων κρατών.

Δεν θυμόμαστε ανάλογες δηλώσεις στο παρελθόν και μάλιστα τόσο υψηλόβαθμου έλληνα επισήμου, όταν η Άγκυρα βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Προχώρησε όμως ακόμα περισσότερο ο κ. Αρίντς, λέγοντας ότι «η παραγωγή σε όλα τα ελληνικά εργοστάσια έχει σταματήσει και κανένας δεν ενδιαφέρεται να τα αγοράσει». Εγκωμίασε μάλιστα την οικονομική κατάσταση στη χώρα του, λέγοντας ότι η Τουρκία είναι μια από τις πέντε κορυφαίες χώρες του κόσμου με ρυθμό ανάπτυξης 9%.

Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι τέτοια λόγια μπορεί να ελέχθησαν από έναν από τους υψηλότερους αξιωματούχους της Τουρκίας. Δικαίωμα του να εγκωμιάζει, όπως και όσο θέλει τη χώρα του. Στοιχειώδεις όμως κανόνες πολιτικής συμπεριφοράς και ευπρέπειας απαξιούν τέτοιου είδους δηλώσεις, σε βάρος μιας χώρας, με την οποία, όπως διαδηλώνουν οι γείτονες, διατηρούν φιλικές σχέσεις. Αλλά δυστυχώς, για να μην ξεχνάμε, δεν είναι ο μόνος. Και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νταβούτογλου φέρεται προ καιρού να προέβη σε σχετικές με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δηλώσεις, τον περασμένο Μάιο στην Οξφόρδη, σε πιο χαμηλούς είναι η αλήθεια τόνους, εκφράζοντας την προθυμία τους «να βοηθήσουν αυτήν τη φτωχή χώρα». Αν και κατά τη διάρκεια της ομιλίας αυτής, με θέμα την τουρκική εξωτερική πολιτική, προσπάθησε να διορθώσει τα λεχθέντα, λέγοντας ότι «δεν εννοώ φτωχή χώρα γενικώς, αναφέρομαι στην παρούσα συγκυρία», οι εντυπώσεις παρέμειναν.

Ο έλληνας κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε στις δηλώσεις του κ. Αρίντς εκφράζοντας την εικασία ότι η άποψη του τούρκου αντιπροέδρου δεν αποτελεί θέση της τουρκικής κυβέρνησης, γιατί στερείται αλήθειας και σοβαρότητας.

Αλλά ακόμη κι αν δεν αποτελεί θέση της τουρκικής κυβέρνησης, παύει να έχει τη σημασία της όταν τέτοιου είδους δηλώσεις προέρχονται από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης;

Θα περιμένουμε την απάντηση, αν φυσικά υπάρξει, των τουρκικών αρχών. Διερωτώμεθα όμως γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν ερωτά επισήμως την Τουρκία, αν όντως ελέχθησαν αυτά που αποδίδονται στον κ. Αρίντς;

Ακόμη γιατί δεν ερωτάται αν ο κ. Ερντογάν επικροτεί τις δηλώσεις του αντιπροέδρου του, τη στιγμή που σε κάθε ευκαιρία διατρανώνει τα φιλικά του προς τη χώρα μας αισθήματα.

Έτσι αντιλαμβάνεστε την ελληνοτουρκική φιλία, κύριε Ερντογάν και η κυβέρνησή σας;


Σχολιάστε εδώ