Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Τα χρόνια εκείνα, που τώρα τα αποκαλούμε «χρόνια της αθωότητος», αν εξαιρέσομε τα κινήματα, τα προνουντσιαμέντα, το μπιστολίδι μέσα στην αίθουσα της Βουλής εν ώρα συνεδριάσεως από διαφωνούντα βουλευτή, τις απεργίες συνοδεία αιματηρών εργατικών εξεγέρσεων, και διάφορα παρεμφερή, η πολιτική ζωή κατά τα άλλα ήταν ειδυλλιακή.

Οι εκλογές διενεργούντο ας πούμε κανονικά και ο καθ’ ημέραν βίος των πολιτών κυλούσε ανθόσπαρτος. Έτσι, ενώ όλα ήσαν ανθηρά -τρα λα λα, τρα λα λα- σύμφωνα με τις θεατρικές επιθεωρήσεις, ήρθε να ταράξει τα νερά ένα επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον νεαρότατο τότε βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Λάμπρο Ευταξία που πιάστηκε όμηρος από κρατούμενο τον οποίον με την καλή του την καρδιά επισκέφθηκε στις φυλακές Συγγρού…

Ο Λάμπρος Ευταξίας, γόνος οικογένειας πολιτικών και διαπρεπών επιστημόνων με τίτλους και περγαμηνές, με σπουδές ο ίδιος στη Λειψία, εκλέχθηκε βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδος σε ηλικία 27 ετών και συνέχισε έκτοτε να εκλέγεται. Σημειωτέον ότι τότε πολλοί νομοί ήσαν ενωμένοι, όπως π.χ. Νομός Αττικοβοιωτίας, Νομός Αργολιδοκορινθίας και άλλοι. Ο νεαρός βουλευτής, συνεπής στις υποχρεώσεις του, ασκούσε τα καθήκοντά του σαν όλους τους συναδέλφους του ευόρκως, ικανοποιώντας τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των εκλογέων του εις, το Πάνθεον των οποίων φιγουράριζε και ο δράστης, για τον οποίον δεν είναι τεκμηριωμένο με τίνος τις φροντίδες διορίστηκε δασικός υπάλληλος. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, παρά το «δόντι» που διέθετε, είχε το κουσούρι να είναι καλός και εργατικός στην υπηρεσία του, πράγμα που οι πάντες αναγνώριζαν εκτός από τον προϊστάμενό του που τον είχε στην… μπούκα του κανονιού και δεν τον άφηνε να κάτσει σε χλωρό κλαδί. Πιθανόν ο κ. προϊστάμενος να ήταν ορκισμένος οπαδός της «αξιοκρατίας» και δεν ανεχότανε τις πελατειακές σχέσεις, ούτε τους διορισμούς με κομματικά κριτήρια, ιδίως εάν προήρχοντο από τους σκύλους της άλλης παράταξης, και του έκανε μαύρη τη ζωή. Έδινε τόπο στην οργή ο νεαρός, σκεπτόμενος ότι ένας ανώτερος δικαιούται στο κάτω κάτω να κυνηγάει τους υφισταμένους του, διότι αλλιώς δεν θα ήταν προϊστάμενος αλλά Λουλούκα. Γι’ αυτό με μεγάλη προθυμία εκτελούσε τις εντολές του και το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του, σε αντίθεση με τον άλλον που ήταν μουρτζούφλης λες και του είχε σκοτώσει τον πατέρα. Φαίνεται ότι ο κατατρεγμός κάποτε έφτασε στο μη περαιτέρω και χρόνια πριν η Μαρίκα Νίνου τραγουδήσει «…Σίγουρα θα πάμε μια και φτάσαμ’ ως εκεί / εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή», το ερμήνευσε ο δασικός υπάλληλος στον προϊστάμενό του τμηματάρχη Α’ του υπουργείου Γεωργίας, σε πρώτη και μοναδική εκτέλεση με σολίστ τον ίδιον. Η υπόλοιπη πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η πράξη χαρακτηρίστηκε από τον εισαγγελέα φόνος εκ προμελέτης, ο θύτης ειδεχθής φονεύς και μπαγλαρώθηκε στις φυλακές Συγγρού, που βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στην Καλλιθέα και το Μοσχάτο, στο ύψος περίπου του Κηφισού. Οι φυλακές αυτές ανατινάχτηκαν από τον ΕΛΑΣ κατά τα Δεκεμβριανά…

Αμέσως μετά τον εγκλεισμό του δραστηριοποιήθηκε η οικογένειά του τον και προσέτρεξε στον Ευταξία, που είχαν τιμήσει δις με την ψήφο τους, ζητώντας το… αυτονόητο: Δηλαδή την αποφυλάκιση του παιδιού. Ο βουλευτής αποκρίθηκε συνιστώντας «υπομονή κι άσε να δούμε». Ο έγκλειστος εν τω μεταξύ, λόγω των υψηλών γνωριμιών που είχε, όπως διέδωσε στους δεσμοφύλακες, ίσως να υπήρξε και κανένας καλός λόγος από το πολιτικό γραφείο, άρχισε να την περνάει κοτσάνι. Ήταν και ολίγον εργασιομανής, βαριόταν το καθισιό, νταλαβέρια με τους… ομολόγους του δεν ήθελε, έτσι άρχισε να προσφέρει υπηρεσίες γραφείου. Με την εργατικότητά του, την καλοσύνη του και την προθυμία του έγινε αξιαγάπητος στο προσωπικό, με συνέπεια να έχει ελευθερία κινήσεων στους χώρους της φυλακής και να μην υπόκειται στους περιορισμούς του ωραρίου. Οι δικοί του είχαν γίνει στενός κορσές στον βουλευτή ζητώντας την άμεση αποφυλάκισή του, κι εκείνος τους καθησύχαζε με το τετριμμένο «υπομονή κι άσε να δούμε…».

Και υπομονή μεν έκανε, «φως» όμως δεν έβλεπε «κι ας του ‘δωσαν στις εκλογές τα ωραία τους ψηφουλάκια…», γι’ αυτό έστειλε μήνυμα παρακαλώντας τον «σεβαστό του κύριο Λάμπρο» να τον επισκεφθεί στη φυλακή. Μελέτησε την πρόσκληση από δω, μέτρησε τις ψήφους από κει ο σεβαστός κύριος Λάμπρος, φόρεσε τα σπορ του, όπως αρμόζει στην περίπτωση, διότι ανέκαθεν ήταν ντιστεγκές, και με τη λιμουζίνα του έφτασε στη φυλακή. Του έγιναν οι σχετικές τιμές, τον κέρασαν αναψυκτικό και του έφεραν με δόξα και τιμή τον φυλακισμένο. Με πολύ τακτ, ο διευθυντής, στο γραφείο του οποίου έγινε η συνάντηση, απεχώρησε «για να τα πουν με την ησυχία τους», κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Και ενώ ο βουλευτής ετοιμάστηκε να του προσφέρει τη γνωστή παρηγορία «υπομονή κι άσε να δούμε…», ο καλοσυνάτος κρατούμενος έβγαλε ένα πιστόλι από την τσέπη του σημαδεύοντάς τον και λέγοντας: «Ή θα βγούμε τώρα μαζί από δω ή θα βγεις εσύ πεθαμένος…». Και ενώ, πελιδνός από τον φόβο του, ο Ευταξίας σωριαζόταν στην πολυθρόνα, ο άλλος στοίβαζε πίσω από την πόρτα ό,τι έβρισκε κάνοντας το γραφείο απόρθητο.

Η πληροφορία της ομηρίας προκάλεσε σεισμό. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Για να τον ελευθερώσει ζητούσε να του φέρουν την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με το Διάταγμα αμνηστεύσεώς του. Τίποτα λιγότερο. Του εξήγησαν πως αμνηστία σε ποινικά αδικήματα δεν χορηγείται και πως θα αντιμετωπίσουν ευνοϊκά το αίτημα να του δοθεί χάρις. Ανένδοτος εκείνος. Αμνηστία ή τίποτα, με την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο χέρι για να τον αφήσει ζωντανό. Εισηγήθηκαν στον πρωθυπουργό να τυπώσουν εφημερίδα μαϊμού για να τον ξεγελάσουν, εισήγηση που απέρριψε κατηγορηματικά γιατί θα ξεφτιλιζότανε το κράτος. Οι διαπραγματεύσεις πήγαιναν σε μάκρος χωρίς να βρίσκεται λύσις. Και ήρθε η νύχτα με τα σκοτάδια της. Νύσταξε και έγειρε ο Ευταξίας, αλλά και τον άλλο άρχισε να τον εξασθενεί η κόπωση. Και τότε πλησίασε στο παράθυρο μια ομάδα από άριστους σκοπευτές υπό τον Δενδρινό. Αν και τα τζάμια ήταν γαλακτώδη, σχεδόν αδιαφανή, η σκιά του οπλοφόρου διαγραφότανε καθώς πηγαινοερχότανε στο φωτισμένο γραφείο απειλώντας πως αργούν και πως θα τον καθαρίσει. Και τότε με μια ομοβροντία τον ξάπλωσαν νεκρό. Πέφτοντας πρόφτασε κι αυτός να πυροβολήσει, αλλά αστόχησε. Δεν πίστευε ο όμηρος πως είναι ζωντανός, γιατί είχε να κάνει μ’ ένα αποφασισμένο και αδίστακτο άτομο, και οι φύλακες που προσέτρεξαν από ευγένεια δεν θέλησαν να εξηγήσουν πού οφειλόταν η έντονη δυσοσμία που επικρατούσε στο δωμάτιο…

Ο Λάμπρος Ευταξίας πέθανε πριν από λίγα χρόνια σε βαθύτατο γήρας. Το σπίτι του, το άσπρο παλατάκι της οδού Παπαρρηγοπούλου στην πλατεία Κλαυθμώνος, το δώρισε στο κράτος. Όσο για τον σωτήρα του τον Ανδρέα Δενδρινό, υπήρξε μεταπολεμικά κι αυτός βουλευτής και χρημάτισε κάποτε και υπουργός…


Σχολιάστε εδώ