Θα είμαστε άξιοι της τύχης αλλά και του νου μας!

ΟΤΑΝ κάποιοι στην Άγκυρα (όπως ο πολύς κ. Αρίντς) φθάνουν στο σημείο να τονίζουν, με μη επικαλυπτόμενη κακεντρέχεια, ότι «σύντομα οι Έλληνες θα ζητιανεύουν» (sic), η απάντηση της Αθήνας δεν θα πρέπει μεν να είναι η ανάλογη, αλλά επιβάλλεται οπωσδήποτε να εκδηλώνεται ως δυνάμει αποφασιστική ομοβουλία της πολιτικής ηγεσίας για υπέρβαση των καταθλιπτικών αγκυλώσεων που καθηλώνουν τη χώρα, και την οδηγούν, εάν όχι και σε τυπική πτώχευση, τουλάχιστον σε κατάσταση ομηρίας και εν τέλει ευτελιστικής κακομοιριάς. Από την οποία και θα αναπαράγονται άλλα και ομοιότυπα σύνδρομα κακοδαιμονίας που θα συνθλίβουν την εθνική αλκή και θ’ ακυρώνουν κάθε προοπτική.

Δεν πρέπει όμως να μείνουμε σ’ αυτό. Ούτε το θέμα είναι πώς θα απαντηθεί μια τέτοια κακοήθεια. Υπάρχει όμως σοβαρότερο ζήτημα και προκύπτουν ουσιαστικότερες αναγκαιότητες για τον Ελληνισμό, που ανάγονται πέραν της αποσυνθετικής οικονομικής παθογένειας: Αφενός στους προφανείς κινδύνους που ανακύπτουν για τα εθνικά θέματα. Και αφετέρου στους κατά το δυνατόν αποτρεπτικότερους τρόπους αντιμετωπίσεώς των.

Προκειμένου να μη βρεθούμε σε τροχιά είτε απευκταίων γεωπολιτικών ακρωτηριασμών, είτε και απλώς σε κατάσταση αδυναμίας ν’ ανασχέσουμε τετελεσμένα που αφορούν την εθνική κυριαρχία.

Σ’ αυτό ή το άλλο επίπεδο.

Μπορεί να θεωρηθεί απλοϊκό και διαλεκτικώς ίσως αφελές, αλλά εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε –και να υποδείξουμε– ως πρωταρχική αναγκαιότητα είναι βασικά ότι: Υπό το φως αυτών των αυτονόητων και ανεξαρτήτως των διαγκωνισμών που κερματίζουν τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας (δημιουργώντας κατάσταση εμφυλιακών τριβών) οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν τάχιστα να βρουν τρόπους συγκλίσεων σε ό,τι αφορά τα εθνικά ζητήματα. Τα οποία εκτείνονται σε ευρύ φάσμα και σε κάθε περίπτωση απαιτούν αποτελεσματική θωράκιση.

Ειδικά τώρα. Σήμερα. Που οι δυνατότητες της Ελλάδος απελπιστικώς αποδομούνται. Και που οι συνεχώς απονευρούμενες εθνικές αντιστάσεις καθηλώνονται. Τη στιγμή μάλιστα που η όμορη κακοβουλία όχι μόνον δεν υποστέλλεται, αλλ’ αντιθέτως ανατάσσει νέα βουλιμικά σύνδρομα. Όρα Καστελλόριζο.

Κι επί άλλου επιπέδου όρα Θράκη. Αλλά και πέραν αυτών το Κυπριακό. Με τη διαπραγματευτική διαδικασία εκ προθέσεως να οδηγείται ήδη σε βέβαιη τελμάτωση. Οπότε και θα ανακύψουν εκβιαστικά νέες παρεμβάσεις για την αποδοχή άλλων μεθοδεύσεων. Και χρονοδιαγραμμάτων, για την επιβολή ρυθμίσεων «διʼ επιδιαιτησίας»! Με την παρεμβολή «ενδιαφερομένων (εξωκυπριακών) δυνάμεων».

Πρωταρχικά των Άγγλων. Τα γεγονότα ήδη βοούν. Και δακτυλοδείχνουν τα επερχόμενα. Πέραν μάλιστα του επιταχυνόμενου εποικισμού των κατεχομένων, που ανατρέπει άρδην τα πληθυσμιακά δεδομένα και τη δημογραφική ταυτότητα της μεγαλονήσου. Πράγμα που θα οδηγήσει τελικά σε δυνάμει Αλεξανδρεττοποίηση.

Με απορρίζωση του Κυπριακού Ελληνισμού.

Είναι λοιπόν ανάγκη όπως: Οι πολιτικές ηγεσίες, ανεξαρτήτως των διχαστικών των συμπεριφορών όσον αφορά τα υπόλοιπα ζητήματα, συγκαταλήξουν σε μια μίνιμουμ –και κυρίως ουσιαστική– γραμμή εθνικής ενότητος πάνω σ’ αυτά τα μείζονα. Προκειμένου να μη θρηνήσομεν επί ερειπίων. Πάνω δηλαδή σε μη αναστρέψιμους ακρωτηριασμούς. Γιατί στα οικονομικά, ό,τι και να συμβεί, αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν κάποιες διέξοδοι και ανάλογες λύσεις. Αλλά στα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας, εάν και όπου υπάρξουν απώλειες, αυτές δεν θα επανορθώνονται. Θα μας μείνουν.

Και βεβαίως εαυτούς θα πρέπει πρωταρχικά να μεμφόμεθα. Γιατί δεν θα υπάρξουν ελαφρυντικά.

Ούτε και η Ιστορία συγχωρεί ανευθυνότητες, παραλείψεις και ολισθήσεις.


Σχολιάστε εδώ