ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Οι λόγοι είναι προφανείς. Η μείωση του ελλείμματος, που ετέθη ως κύριος ουσιαστικός και συμβολικός στόχος της ακολουθούμενης πολιτικής, παρουσιάζει απρόβλεπτη και δυσανάλογη αντίσταση, αν λάβει κανείς υπʼ όψιν τη σκληρότητα των μέτρων λιτότητας που εφαρμόζονται κατά τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες. Εκτιμάται ότι το ύψος του ελλείμματος είναι σήμερα 10,2%. Εάν προσθέσει κανείς σʼ αυτό και τις εκκρεμείς οφειλές του Δημοσίου, τότε ανέρχεται στο 13%, όπως εκτίμησε, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας Αλέκος Παπαδόπουλος.
Αμείωτο και μεγεθυσμένο παραμένει επίσης το εξωτερικό δημόσιο χρέος, που, κατά την εκτίμηση του ιδίου πρώην υπουργού, εκτοξεύεται από 340 δισ. σε 600 δισ., εάν συνυπολογισθούν οι οφειλές των Ταμείων και του τραπεζικού συστήματος και πολύ πιο πάνω, εάν ληφθεί επίσης υπʼ όψιν το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος.
Το ίδιο ανησυχητική είναι παραλλήλως η δραματική ύφεση της οικονομίας, που ανέρχεται στο 7% περίπου, όπως και η δραματική πτώση των δημοσίων εσόδων. Η μείωση των τελευταίων κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011 ανήλθε μέχρι το 28%. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορούσε, βεβαίως, να λείπει από το σκηνικό η συνήθης πια επιδρομή των διεθνών Οίκων Αξιολογήσεως. Οι τελευταίοι έσπευσαν, για άλλη μια φορά, να υποβαθμίσουν την Ελλάδα και να επιδοθούν στο γνωστό παιχνίδι με το ευρώ, με αφετηρία τον πιο αδύναμο κρίκο του.
Η εσωτερική
και η εξωτερική πτυχή
του ελληνικού προβλήματος
Κανείς δεν μπορεί να διαμορφώσει και να προδιαγράψει μια σωστή πορεία για την έξοδο από την κρίση, εάν δεν αναλύσει σωστά όλα τα δεδομένα και δεν συναγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και προκαταλήψεις. Η ανάλυση αυτή πρέπει να λαμβάνει παραλλήλως υπʼ όψιν τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική πτυχή του ελληνικού προβλήματος. Κανείς δεν αμφισβητεί τον ρόλο και τη σημασία της γνωστής εσωτερικής ελληνικής κακοδαιμονίας και την ανάγκη ουσιαστικού εκσυγχρονισμού. Είτε αυτό αφορά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, με τις γνωστές πρακτικές και νοοτροπίες του, είτε αφορά τη λειτουργία του κράτους, τη διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών, τον στρατηγικό αναπτυξιακό σχεδιασμό, την ικανή και αδιάφθορη διοίκηση, τη συλλογή των φόρων, την αξιοκρατία σε όλους τους τομείς της δημόσιας και κοινωνικής ζωής.
Πρέπει όμως κανείς να διαπιστώσει και να παραδεχθεί ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο εσωτερικό, όσο κι αν βολεύει πολλούς να το χρεώνουν αποκλειστικά στις εσωτερικές αδυναμίες και τα προβλήματα των Ελλήνων. Έχει ταυτόχρονα μια εξωτερική πτυχή, που συνδέεται με τις ακολουθούμενες ευρωπαϊκές πολιτικές και την άκριτη νεοφιλελεύθερη εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μέσα στη δυναμική και το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης.
Η πτυχή αυτή δεν είναι καθόλου αμελητέα. Πρώτον, γιατί λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής των εσωτερικών αδυναμιών της χώρας. Δεύτερον, γιατί ανοίγει τα σύνορα της χώρας σʼ έναν άνισο ανταγωνισμό στα προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που αποτελούν ακόμη τον κύριο όγκο της ελληνικής παραγωγής. Ο άνισος χαρακτήρας του ανταγωνισμού βρίσκεται στο γεγονός ότι η διαφορά επιπέδου ζωής, αξίας της εργασίας και κοινωνικής πρόνοιας μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ελλάδα, και τρίτων χωρών του κόσμου, είναι τεράστια και ουσιαστικά αμάχητη, με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού. Θα ήταν εξωφρενικό να υποθέσει κανείς υποχώρηση της αξίας της εργασίας στην Ελλάδα σε τριτοκοσμικά επίπεδα για να γίνει αυτή «ανταγωνιστική».
Ο άνισος χαρακτήρας του ανταγωνισμού βρίσκεται επίσης μεταξύ των αναπτυγμένων και των λιγότερο ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Τα ανοικτά σύνορα στα προϊόντα των τρίτων χωρών, με καθεστώς ανταλλαγών, επηρεάζουν οριακά την πρώτη ομάδα χωρών, η οποία έχει ως πλεονεκτικό αντιστάθμισμα το άνοιγμα νέων αγορών στα βιομηχανικά της προϊόντα. Επηρεάζει όμως εντελώς διαφορετικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις καταστροφικά, τη δεύτερη ομάδα χωρών, η οποία μειονεκτεί στον τομέα της παραγωγής προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι χώρες αυτές, που επιβαρύνονται επιπλέον από το ακριβό και δύσκαμπτο ευρώ, να δυσκολεύονται να εξαγάγουν τα ακριβότερα προϊόντα τους στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολύ χειρότερα όμως ακόμη, χάνουν και την εσωτερική τους αγορά. Η Ελλάδα είχε, π.χ., στη δεκαετία του ʼ80 πλήρη σχεδόν τροφική επάρκεια και πραγματοποιούσε παραλλήλως μεγάλες εξαγωγές. Σήμερα, εισάγει το 70% σχεδόν των τροφίμων που καταναλώνει και οι εξαγωγές της συρρικνώθηκαν δραματικά. Το ίδιο έγινε στους τομείς της κτηνοτροφίας και της βιομηχανίας, όπως, π.χ., στον τομέα της υφαντουργικής βιομηχανίας. Η Πορτογαλία, που ακολουθεί παράλληλη πορεία με την Ελλάδα, είχε επίσης πολύ σημαντική υφαντουργική βιομηχανία. Το άνοιγμα των συνόρων σε τρίτες χώρες οδήγησε σταδιακά στην πλήρη εξαφάνισή της. Ανάλογες ήταν οι επιπτώσεις και σε άλλους τομείς της οικονομίας της, κατά πρώτο λόγο στη γεωργία και στη βιοτεχνία.
Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση και πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί; Πώς μπορεί, ειδικότερα, να αντιμετωπισθεί το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα που δημιουργείται και το οποίο τρέφει, βεβαίως, τον Μινώταυρο του εξωτερικού δημοσίου χρέους;
Για ορισμένους η «λύση» είναι μονόδρομος. Φυγή προς τα εμπρός. Προς μεγαλύτερη ακόμη «προσαρμογή» στην «παγκοσμιοποίηση και περισσότερο ακόμη νεοφιλελεύθερο “εκσυγχρονισμό”». Η κατεύθυνση όμως και η πολιτική αυτή έχουν ήδη προϊστορία και δεν είναι καθόλου άμοιρες ευθυνών για το σημερινό τραγικό αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκεται η χώρα.
Η πολιτική της παγκοσμιοποίησης και ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός»
Ο εκσυγχρονισμός, από τον οποίο τόση ανάγκη έχει η χώρα σε όλους τους τομείς, χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά από την κυβέρνηση Σημίτη ως πολιτικό και ιδεολογικό όπλο και σύνθημα για τη συγκάλυψη και ωραιοποίηση της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, που έθεσε ως κύριο στόχο να προωθήσει στην Ελλάδα, με την επίφαση της αδήριτης ανάγκης και της επιβεβλημένης προσαρμογής της χώρας σε μια νέα ιστορική φάση.
Η παγκοσμιοποίηση, όπως συνέβη συχνά στην ιστορία και με άλλους ιδεολογικούς ισχυρισμούς, παρουσιάσθηκε παραπλανητικά ως δήθεν νέα αντικειμενική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, με σκόπιμη σύγχυση της τεχνικής της πλευράς, που είναι όντως αντικειμενική και δεδομένη και αποδεκτή από όλους, με την πολιτική και ιδεολογική της πλευρά. Η τελευταία εκφράζει μια συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογία που δεν είναι σε καμιά περίπτωση αντικειμενική και αναπόδραστη, όπως παρουσιάζεται. Εκπορεύεται από πολύ συγκεκριμένους στόχους και διεθνείς στρατηγικές των μεγάλων κέντρων του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου.
Η άβουλη και παθητική προσαρμογή της Ελλάδας σε μια τέτοια πολιτική την αφόπλισε κυριολεκτικά από αναγκαίες εθνικές πολιτικές και στρατηγικές, για να καλύψει την ιστορική της καθυστέρηση και να καταστήσει πιο ανταγωνιστική την οικονομία της. Η πολιτική ηγεσία προεξόφλησε ότι ο εκσυγχρονισμός της χώρας θα προερχόταν από την άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών που θα λειτουργούσαν ως καταλύτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με περιορισμό του ρόλου του κράτους, και θα καθιστούσαν τη χώρα ελκυστική σε ξένες επενδύσεις. Εγκατελείφθη ουσιαστικά οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια εθνικών παραγωγικών πολιτικών, ιδιαίτερα στον κρίσιμο τομέα της βιομηχανίας. Αντιθέτως, προήχθη σε ιδεολογικό αξίωμα η ιδέα ότι η βιομηχανία και η παραγωγή ανήκουν σχεδόν στο παρελθόν και ότι το νέο σύγχρονο σύνορο είναι τώρα «οι υπηρεσίες»!
Με την ίδια λογική, προεβλήθησαν ως κέντρο της οικονομικής ζωής και δραστηριότητας οι χρηματιστικές και χρηματιστηριακές συναλλαγές, κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν της εικονικής οικονομίας της παγκοσμιοποίησης, με τραγικά αποτελέσματα για τους αυτοσχέδιους «επενδυτές» ανά την επικράτεια και την ελληνική οικονομία. Πολύ μεγαλύτερη όμως ακόμη και από την καταστροφή του χρηματιστηρίου ήταν η χαμένη ευκαιρία για την ανάπτυξη της χώρας. Η πτώση των επιτοκίων, μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη και τη συρροή στο χρηματιστήριο πολύ μεγάλων κεφαλαίων από τις τράπεζες, προσέφεραν, σε συνδυασμό με το λεγόμενο πακέτο Ντελόρ των ευρωπαϊκών πόρων, μια μοναδική ευκαιρία για την πραγματοποίηση αναπτυξιακών παραγωγικών επενδύσεων. Έλειψαν όμως δύο βασικά στοιχεία, που ήταν απαραίτητα για έναν τέτοιο σκοπό. Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την απορρόφηση παραγωγικών επενδύσεων και η περιφρούρηση του χρηματιστηρίου ως αιμοδότη αναπτυξιακών επενδύσεων και όχι ως καζίνου, ανοικτού στην ασύδοτη ημεδαπή και διεθνή κερδοσκοπία και λεηλασία πολύτιμων εθνικών πόρων.
Οι δυσάρεστες επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης δεν περιορίσθηκαν στο εθνικό επίπεδο. Επέφεραν καταλυτική αλλαγή και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, μεταλλάσσοντας ουσιαστικά τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Πρώτο θύμα της αλλαγής αυτής υπήρξε ο σιωπηρός παραμερισμός της αρχής της Κοινοτικής Προτιμήσεως, που προσέφερε μια ελάχιστη προστασία στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Ανέστειλε παραλλήλως κάθε δυναμική συγκλίσεως στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, παροξύνοντας τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών-μελών, με αναφορά όχι μόνο πια το ευρωπαϊκό αλλά και το διεθνές πλαίσιο. Η παγκοσμιοποίηση, συγχέοντας τον ευρωπαϊκό με τον διεθνή ελεύθερο ανταγωνισμό, υπονομεύει ουσιαστικά την ίδια την έννοια της Ενώσεως. Ποιο νόημα έχει να συμμετέχει κανείς σε μια Ένωση, όταν και οι τρίτες χώρες, με όχημα την παγκοσμιοποίηση, έχουν την ίδια σχεδόν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά;
Το καθεστώς των ελεύθερων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών της παγκοσμιοποίησης καθιστά επίσης ανέφικτη την εφαρμογή ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πολιτικών τύπου Κέυνς, οι οποίες θα συνέβαλλαν ουσιαστικά στην αλληλέγγυη ανάπτυξη και την εσωτερική συνοχή της Ενώσεως. Πώς θα εφαρμοσθούν πολιτικές ενισχύσεως της καταναλώσεως για την ανάπτυξη της παραγωγής, όταν τα ανοικτά σύνορα προς τρίτες χώρες μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη πλημμυρίδα εισαγωγών;
Η παγκοσμιοποίηση, παρεμποδίζοντας τη σύγκλιση και την αλληλέγγυη ανάπτυξη, βαθαίνει επομένως το χάσμα μεταξύ ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ και θέτει τις τελευταίες, ως λιγότερο ανταγωνιστικές, σε πολύ δυσκολότερη και άνιση θέση σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό.
Ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» στην ιδεολογική παγκοσμιοποίηση
Ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» δεν περιορίσθηκε όμως στην τοπική επανέκδοση των οικονομικών μόνο αρχών και δογμάτων της παγκοσμιοποίησης. Εισήγαγε, με ανάλογη «εκσυγχρονιστική» και «διεθνιστική» συνθηματολογία και προπαγάνδα, τα ιδεολογικά συμπληρώματά της, που είναι απαραίτητα για την προβολή και την προώθηση της ιδέας της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, καρδιάς της παγκοσμιοποίησης. Πώς οικοδομείται μια ενιαία παγκόσμια αγορά; Προφανώς, με πολιτικές που συνάδουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Τη σταδιακή δηλαδή αποδόμηση των εθνικών κρατών, που συντηρούν εθνικά σύνορα και εθνικές πολιτικές. Την αποδόμηση της εθνικής παιδείας και των εθνικών ταυτοτήτων. Την προβολή του ιδεώδους των λεγομένων «πολυπολιτισμικών» κοινωνιών, πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό μωσαϊκό, που δημιουργεί τις αντικειμενικές δημογραφικές και κοινωνικές συνθήκες για την εθνική αποδόμηση. Τη μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, που τροποποιεί τους συσχετισμούς στην αγορά εργασίας, υλοποιεί σταδιακά την ιδέα της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς εργασίας και δημιουργεί, σε προοπτική, τις προϋποθέσεις για τη λεγόμενη «πολυπολιτισμική» κοινωνία, μεταλλάσσοντας τους δημογραφικούς όρους και τη συνοχή της εθνικής κοινωνίας.
Ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» συνέβαλε πρωτοπορειακά στην Ευρώπη στην προώθηση της ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος σε μια κοινωνία με εθνική συνοχή 97%, άρχισε να διακηρύσσει, από τη δεκαετία του ʼ90, ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική»! Μπορεί σήμερα να υπερηφανεύεται για το έργο του, που συνεχίσθηκε δυστυχώς με τον ίδιο ζήλο από τους διαδόχους του, Δεξιάς και Αριστεράς, μέχρι σήμερα.
Μπορεί επίσης να είναι υπερήφανος για το έργο του στην εθνική αποδόμηση της παιδείας, με πρόσχημα τον «εκσυγχρονισμό». Ασφαλώς, η ελληνική παιδεία χρειάζεται όχι μόνο εκσυγχρονισμό, αλλά σεισμό και επανάσταση. Το πρόβλημά της όμως δεν είναι ο εθνικός χαρακτήρας της, που συμπίπτει με μια οικουμενική κληρονομιά, όπως είναι η ελληνική ανθρωπιστική παιδεία. Αυτό θα ίσχυε, εάν δεν υπήρχε η υστεροβουλία για την παγκοσμιοποίηση της ελληνικής παιδείας και την εθνική αποδόμησή της για τις ανάγκες της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, που αναγορεύεται επισήμως και προβάλλεται απροκάλυπτα ως στρατηγικός στόχος.
Ποια πρέπει να είναι
η ακολουθητέα πορεία
για την έξοδο από την κρίση
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν απʼ όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
α. Τα αποτελέσματα της πολιτικής που εφαρμόσθηκε, με αναφορά το Μνημόνιο, είναι εντελώς πενιχρά σε σχέση με τους στόχους που ετέθησαν και το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που κατεβλήθη. Τα υψηλά ακόμη ελλείμματα, το μεγεθυνόμενο συνεχώς εξωτερικό χρέος, η οικονομική ύφεση και η ανησυχητική πτώση των εσόδων, οριοθετούν τις δυνατότητες και τους κινδύνους της ακολουθούμενης πολιτικής.
β. Η φυγή προς τα εμπρός, προς μια πιο εντατική ακόμη πολιτική της ίδιας νεοφιλελεύθερης κοπής, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο ακόμη αδιέξοδο και σε κυριολεκτικό ξεπούλημα της χώρας.
γ. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για τη διαμόρφωση και εφαρμογή μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, παράλληλα με τις προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση και τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Η στρατηγική αυτή θα έχει ως στόχους την αναστροφή της οικονομικής υφέσεως, την ενίσχυση της απασχολήσεως και τη μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος.
δ. Η εφαρμογή μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής δεν είναι καθόλου εύκολη, μέσα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει ήδη η χώρα και μέσα στο πλαίσιο της συνταυτισμένης με την παγκοσμιοποίηση Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Δεν είναι επίσης εύκολη για τους ιθύνοντες, που είναι εμποτισμένοι με την ιδεολογία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του νεοφιλελευθερισμού. Είναι όμως αναγκαία και μονόδρομος για τη χώρα.
ε. Σε ό,τι αφορά το εφικτόν και τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής, η πρώτη παράμετρος είναι τʼ αποτελέσματα και οι αδιέξοδες προοπτικές της άλλης ακολουθούμενης πορείας. Μια δεύτερη παράμετρος είναι η εθνική κινητοποίηση του ελληνικού λαού, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί με ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης και πλήρη αποξένωση του ελληνικού λαού από τον δημόσιο εθνικό του πλούτο. Μια τρίτη παράμετρος είναι η λεγόμενη εξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η οποία έχει απόλυτη ανάγκη από ένα εθνικό αναπτυξιακό πλαίσιο, εάν στόχος μας είναι πράγματι η αξιοποίηση και όχι απλώς η εκποίηση. Μια τέταρτη παράμετρος, που υπερβαίνει τα στενά οικονομικά πλαίσια, είναι η αναγκαιότητα ενός στρατηγικού εθνικού σχεδίου για την πορεία της χώρας και την παράλληλη αντιμετώπιση απʼ αυτήν των άλλων προκλήσεων που τίθενται παραλλήλως προς την οικονομική κρίση.
στ. Η αλόγιστη αποκρατικοποίηση στρατηγικών δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, όπως η ΔΕΗ, δεν θα συμβάλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος. Η παραχώρηση ποσοστού 15% θα απέδιδε, π.χ., με βάση τη χρηματιστηριακή αξία της, σύμφωνα με δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού, 240 εκατ. ευρώ περίπου. Το ήμισυ δηλαδή των κερδών της κατά το τελευταίο έτος. Η ΔΕΗ μπορεί, αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός εθνικού αναπτυξιακού προγράμματος, να παίξει ρόλο στρατηγικού κινητήρα, με δικό της μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό πρόγραμμα πολλών δισ. Μπορεί επίσης να συνεργασθεί με ελληνικούς και ξένους ομίλους για την πραγματοποίηση μεγάλων ενεργειακών έργων, περιλαμβανομένης της προσφιλούς στους ιθύνοντες πράσινης ενέργειας.
ζ. Για την προώθηση και υποστήριξη ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, παράλληλα με τη διαχείριση των προβλημάτων του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η κυβέρνηση θα μπορούσε να διαπραγματευθεί με τους ευρωπαίους εταίρους μας την ιδέα ενός τριετούς μορατορίου του δημοσίου χρέους ώστε να εξοικονομηθούν προσωρινά πόροι για την ανάπτυξη. Θα μπορούσε επίσης να διαπραγματευθεί τη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δύο ή τριών μεγάλων έργων υποδομής, στο πλαίσιο του επανερχόμενου κάθε τόσο σχεδίου για τη χρηματοδότηση από την ΕΕ έργων υποδομής διευρωπαϊκής σημασίας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει προτεραιότητα στο σχέδιο αυτό, λόγω του ιδιαίτερου προβλήματός της. Τα έργα θα μπορούσαν να είναι, π.χ., μια σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας (TGV), κατά μήκος της Εγνατίας Οδού, από την Ηγουμενίτσα έως την Αλεξανδρούπολη, και μια δεύτερη ίδια γραμμή, Ηγουμενίτσα – Πάτρα – Αθήνα.
η. Με την ίδια λογική, στο πλαίσιο του ίδιου εθνικού αναπτυξιακού προγράμματος, η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει στρατηγικές οικονομικές σχέσεις και συνεργασίες με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα. Στο εσωτερικό, μπορεί να προωθήσει περιφερειακά και τομεακά αναπτυξιακά σχέδια.
Οι σκέψεις και οι προτάσεις αυτές είναι ενδεικτικές και παραδειγματικές. Είναι απολύτως αναγκαία και εφικτή μια άλλη εναλλακτική πολιτική εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής και αυτή είναι που μπορεί να συνεγείρει και να κινητοποιήσει δημιουργικά και μαχητικά τον ελληνικό λαό.