ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ»
Ίσως διότι αυτός ο άλλος ρόλος ταυτίζεται με ευθύνες συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας (των χωρών, γιατί δεν πρόκειται μόνο για την Ελλάδα), κάτι που δεν εντάσσεται στις επιθυμίες της Αριστεράς, πλην λίγων ανά τον κόσμο περιπτώσεων και υπό ειδικές περιστάσεις. Στην περίπτωσή μας η Αριστερά μοιάζει καθηλωμένη σε αθροιστικά ποσοστά του 13%, που πάνε πότε πάνω, πότε κάτω, οριακά πάντα, χωρίς η παρουσία της να διαμορφώνει πόρους άλλης συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το ΚΚΕ είναι ευχαριστημένο όταν το 6,5% γίνεται 7,5 ή 8%, ευτυχές δε αν το κάνει 10%. Η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν η αύξηση επιτυγχάνεται σε βάρος (ή με ταυτόχρονη μείωση) του ποσοστού του άλλου κόμματος της Αριστεράς, που καταγράφεται σήμερα με τη λέξη Συνασπισμός ή ΣΥΡΙΖΑ. Με τη σειρά του το κόμμα αυτό παλεύει οριακά να μπει στη Βουλή και πανηγυρίζει όταν ξεπερνάει κατά 1-2 ποσοστιαίες μονάδες το όριο εισόδου (3%), ενώ την τελευταία τριετία, προσπαθώντας να υπερβεί την κατάσταση μη παραγωγής πολιτικής και ιδεών, έχει επιδοθεί σε έναν υπερκινητικό ακτιβισμό, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας εν μέρει να βρίσκεται στην επικαιρότητα. Ο ακτιβισμός αυτός προσδιορίζεται από αριστερίστικες λογικές και πρακτικές, κάτι που πηγάζει από τη συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που έχουν μάθει να υπάρχουν μόνο μέσω της σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής. Έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις συγχέονται από τον πολύ κόσμο ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μια και οι δράσεις τους είναι παρεμφερείς και σίγουρα παράλληλες. Ξαναγυργώντας για λίγο στο ΚΚΕ, πρέπει να πούμε ότι είναι ικανοποιημένο από τη δράση του σε μαζικούς χώρους, μέρος των οποίων ελέγχει συνδικαλιστικά, αλλά και από τις αποδόσεις του εργατίστικου διεκδικητικού σχήματος ΠΑΜΕ, που το ελέγχει οργανωτικά. Έτσι, με τον τρόπο τους, τα δύο κόμματα της «ευρείας Αριστεράς» έχουν οριοθετήσει στόχους και δράσεις, αδιαφορώντας τελείως για την παραγωγή ιδεών και πολιτικής: Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι μέσω της δράσης και του δικού του ακτιβισμού θα παραχθούν ιδέες, ενώ το ΚΚΕ είναι απολύτως βέβαιο ότι «ιδέες υπάρχουν» και είναι οι δικές του, κληρονομημένες και σταθερές εδώ και εκατό περίπου χρόνια. Άλλωστε οι ανά τον κόσμο κομμουνιστές διατηρούν τη βεβαιότητα και την απολυτοσύνη τόσο για το ορθό των ιδεών τους όσο και για τη νομοτέλεια ότι αυτές θα επικρατήσουν και θα κυριαρχήσουν στον κόσμο.
Με αυτά τα δεδομένα, η Δημοκρατική Αριστερά, το πολιτικό σχήμα που δημιούργησε ο Φώτης Κουβέλης με τους συνεργάτες του όταν αποχώρησαν από τον Συνασπισμό, έχει χώρο να κινηθεί και να καταλάβει. Πέραν της Αριστεράς των ιδεών, λείπει και η Αριστερά της λογικής και των λύσεων σε αδιέξοδες πολιτικές που υιοθετεί το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να κυβερνήσει: Έχει καταφανώς προ(σ)χωρήσει σε καθαρά φιλελεύθερες δεξιές αντιλήψεις για να αντιμετωπίσει τη βαθιά οικονομική κρίση, κάτι που διαβρώνει ακόμα περισσότερο τον σοσιαλιστικό του χαρακτήρα. Αυτός είχε σημαντικά τρωθεί από τον τρόπο και το περιεχόμενο διοίκησης του ΠΑΣΟΚ και διακυβέρνησης της χώρας κατά τη (μακρά) περίοδο Σημίτη (1996-2004), κάτι που έδωσε την ευκαιρία στην κοινωνική Δεξιά που εξέφραζε ο «λαϊκός» Κ. Καραμανλής (ανεξαρτήτως της πορείας που έκανε) να επιστρέψει στην εξουσία τον Μάρτιο του 2004 και να κερδίσει δύο συνεχείς εκλογές. Στην πραγματικότητα η Δημοκρατική Αριστερά έχει χρυσή ευκαιρία να καθιερωθεί στο πολιτικό σκηνικό παρεμβαίνοντας στο κενό ιδεών και πολιτικής που δημιουργούν το στυλ και η δράση ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει όμως να αποφύγει δύο μεγάλους κινδύνους. Ο πρώτος είναι να μη θεωρηθεί συμπληρωματική δύναμη του ΠΑΣΟΚ και εξ ορισμού συνεργαζόμενη δύναμη. Ο δεύτερος είναι να μην καταγραφεί ως «καλός Συνασπισμός», γιατί θα έχει την τύχη του άλλου. Το ιδρυτικό της συνέδριο είναι μια καλή ευκαιρία να μάθει περισσότερος κόσμος όχι μόνο την ύπαρξή της (τίποτα δεν είναι αυτονόητο…) αλλά και το πώς βλέπει τα πράγματα. Στις (δύσκολες) μέρες που έρχονται χρειάζονται όλο και πιο πολλές προτάσεις, όλο και περισσότερες εναλλακτικές λύσεις.