Θέλουν να ξασπρίσουν τις ψυχές μας από καθετί εθνικό…
Λες και το ήξερε… Αυτό που συμβαίνει σήμερα. Την κατεδάφιση, την απαξίωση του μεγάλου ξεσηκωμού του γένους, της Επανάστασης του 1821, του αγώνα για απελευθέρωση από την τουρκική σκλαβιά.
Από τον τάφο απαντά σ’ όλους αυτούς τους μηδενιστές ο αξέχαστος και κοσμαγάπητος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Προγραμματικός στόχος είναι η κατεδάφιση της γλώσσας και της ιστορίας μας, τονίζει σε μια από τις σημαντικότερες ομιλίες του ο αείμνηστος ηγέτης της Εκκλησίας μας. Ήταν Δεκέμβρης του 2006 στο Ειδικό Συνέδριο της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς, με αντικείμενο την ελληνική γλώσσα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. «Εκκλησία και γλώσσα στα χρόνια της σκλαβιάς» ήταν το θέμα που είχε αναπτύξει ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος. Και όλα όσα είχε πει είναι εξαιρετικά επίκαιρα και με αδιάσειστα στοιχεία απαντούν σε όσους μέσα από την τηλεοπτική σειρά «1821» επιχειρούν να ισοπεδώσουν τον αγώνα του έθνους και φτάνουν στο σημείο να περιφρονούν τους αγωνιστές του ’21. «Και τον ταπεινό παπά που διάβαζε τα παιδιά με το φως του κεριού να διώχνει το σκοτάδι της σκλαβιάς».
Όλους αυτούς ο Χριστόδουλος τους προτρέπει «να ψάξουν τις μαρτυρίες των σκλάβων και όχι τις διαβεβαιώσεις του τυράννου»…
Λόγια που συγκλονίζουν και δεν αφήνουν διέξοδο σ’ όλους αυτούς τους σημερινούς μηδενιστές. Διπλά επίκαιρη είναι εκείνη η ομιλία του Χριστόδουλου (που παραθέτουμε στη συνέχεια και την οποία μας έστειλε πολύ αγαπητός φίλος). Στην 190ή επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας φωτίζεται με τεκμήρια που δεν χωρούν αμφισβήτηση όλο το μεγαλείο εκείνου του αγώνα που θέλουν να μειώσουν οι συντελεστές της εκπομπής (και μόνο η χρήση ως τίτλου του «1821» αποτελεί ύβρη που έχει προκαλέσει μεγάλη αναταραχή σ’ όλο τον Ελληνισμό) και «να ξασπρίσουν τις ψυχές και τα οστά μας από καθετί το εθνικό», όπως πολύ εύστοχα «διαμηνύει» ο Αρχιεπίσκοπος που λάτρεψε ο απλός Έλληνας…
Η πολύ σημαντική για τις μέρες που ζούμε ομιλία που είχε κάνει ο Μακαριστός Aρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχει ως εξής:
Θα ήταν ίσως αναμενόμενο, μιλώντας με θέμα «Εκκλησία και γλώσσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας», να αναφερθώ στο Κρυφό Σχολειό, να συνεχίσω δηλαδή μια συζήτηση με αυτούς που αμφισβητούν την ύπαρξή του. Αλλά δεν θα το κάνω. Θεωρώ ότι η συζήτηση επ’ αυτού έχει αποσπάσει την προσοχή μας από την πραγματικότητα. Είναι πολλοί πλέον αυτοί οι οποίοι νομίζουν ότι η προσφορά της Εκκλησίας αρχίζει και τελειώνει με το Κρυφό Σχολειό, και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι αμφισβητούντες την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, απορρίπτουν αυτοδικαίως τον ρόλο της Εκκλησίας στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας και της εθνικής μας ταυτότητας.
Η αμφισβήτηση του Κρυφού Σχολειού δεν είναι βέβαια καινούργια. Αλλά διαπιστώνω ότι η κατεδάφιση της γλώσσας και της ιστορίας μας αποτελεί σήμερα προγραμματικό στόχο μιας ιδεολογίας κατά την οποία η υπεράσπιση της γλώσσας είναι έργο εθνικιστών, και άρα πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκληρές επιθέσεις.
Ειλικρινώς, δεν βρίσκω σκόπιμο να αντιπαραταχθώ με αυτήν την ερημία. Μόνο να λυπηθώ μπορώ, έχοντας στον νου μου τους νέους ανθρώπους που ακολουθούν αυτήν την ιδεολογία. Δεν έχουμε δικαίωμα να απορρίπτουμε αυτούς τους νέους, βλέποντάς τους να θέλουν να σταθούν στα πόδια τους μειώνοντας τους αγώνες εκείνων που στερήθηκαν την οικογένειά τους, την προκοπή τους, τη ζωή τους και την ηρεμία τους, για να μπορούμε σήμερα εμείς και οι νέοι μας να είμαστε ελεύθεροι και να μιλάμε ελληνικά. Δεν είναι σωστό να νιώθουμε καταφρόνια προς όσους περιφρονούν τους αγωνιστές του ’21 και μαζί τους τον ταπεινό παπά που διάβαζε τα παιδιά, με το φως του κεριού να διώχνει το σκοτάδι της σκλαβιάς. Έχουμε ευθύνη όχι μόνο προς όσους συμμετέχουν δημιουργικά στη μεγάλη και ζώπυρο παράδοσή μας, αλλά και προς όσους αρνούνται τις αξίες της Ορθοδοξίας, της γλώσσας, της παράδοσης. Αυτή η ευθύνη πρέπει να μας διακατέχει όταν υπερασπίζουμε την πίστη, τη γλώσσα και την υπόσταση του έθνους. Παρακολουθώ με έκπληξη και οδύνη ότι αρνούνται τώρα πια το Κρυφό Σχολειό, με αδιανόητο επιχείρημα ότι δεν υπήρξε νόμος της Οθωμανικής Αρχής που να απαγορεύει τη σύσταση και λειτουργία σχολείων των Ελλήνων.
Σαν να μην έχουμε μάθει, ακόμη, ότι οι Οθωμανοί δεν έστησαν κράτος θεμελιωμένο σε οποιεσδήποτε αξίες και αρχές, αλλά μιαν αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου κάθε πασάς και κάθε μπέης είχε το δικαίωμα να αδειάζει πάνω στους Γραικούς όλη τη βρώμα και την κακότητα της ψυχής του. Και συνεπώς, η διδασκαλία ήταν κρυφή από τον τούρκο δυνάστη, όχι όμως οπωσδήποτε παράνομη.
Δεν ήταν ο νόμος αυτό που έκανε το σχολειό κρυφό, αλλά ήταν ο φόβος του τυραννισμένου μπροστά στην αυθαιρεσία και τη μοχθηρία του τυράννου. Ματαίως, λοιπόν, ψάχνουμε για απαγόρευση των σχολείων, ενώ οφείλουμε να θυμόμαστε πάντοτε ότι οι Τούρκοι εφάρμοζαν συστηματικώς πολιτική εξισλαμισμού κι ότι αυτή η πολιτική δεν μπορούσε να υλοποιηθεί όσο υπήρχαν εκκλησίες και σχολεία.
Δεν απαγορεύθηκε με νόμο ούτε η λειτουργία της εκκλησίας, αλλά ο Γραικός πήγαινε στην εκκλησιά του με τον τρόμο να του σφίγγει την καρδιά. Οι Τούρκοι επαίρονται για δήθεν ανεξιθρησκία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και σπεύδουν δικοί μας να χειροκροτήσουν γοητευμένοι. Ο λαός μας όμως δίνει απάντηση στις γελοιότητες περί ανεξιθρησκίας μεσ’ από το τραγούδι του:
Μωρή Δεροπολίτισσα,
μωρή καϋμένη.
Αυτού που πας στην εκκλησιά,
ζηλεμένη […]
Για μας μετάνοια κάνε μια:
Να μη μας πάρει η Τουρκιά,
Μη μας γράψουν στη γενιτσαριά.
Και μας παν εις τον κισλά.
Ωσάν τ’ αρνιά την Πασχαλιά.
(Όπου κισλάς, βέβαια, είναι ο κισλάρ αγάς, ο επιφορτισμένος με το δημοκρατικό καθήκον να αρπάζει νέους για γενίτσαρους και νέες για τα χαρέμια των διεπομένων από εκσυγχρονιστικές αρχές Τούρκων.)
Ο φόβος πάντως του Γραικού να πάει στην εκκλησιά του είναι ολοφάνερος, και τούτο αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους «Ελληνομάστιγες» – ας μου επιτραπεί να επαναλάβω εδώ τον όρο που χρησιμοποιήθηκε στην Τουρκοκρατία για τους λατινοφρονήσαντες Έλληνες.
Δεν θα αντιπαραταχθώ, λοιπόν, με τους κοντοτιέρους της αποδόμησης. Αν θέλουν να ακούσουν την απάντηση στα περί τουρκικής ανεξιθρησκίας και περί ελευθέρων σχολείων, ας ακούσουν τις μαρτυρίες. Ας ψάξουν όμως τις μαρτυρίες των σκλάβων κι όχι τις διαβεβαιώσεις των τυράννων.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν το σχολειό ήταν κρυφό ή φανερό στους αγάδες, που δεν ενέκριναν τίποτε χωρίς αφόρητες και ταπεινωτικές ανταποδόσεις. Το ζήτημα είναι ότι η Εκκλησία κράτησε μέσα στον νάρθηκα ακοίμητη λαμπάδα τη γλώσσα την ελληνική. Καθώς γράφει ο επιφανής λαρισαίος λόγιος Αλέξανδρος Ελλάδιος το 1714, «ιερείς και μοναχοί ως επί το πλείστον, εκπαίδευαν την νεολαία παρά τοις ναοίς, ή εν τοις οίκοις των». Εκεί, λοιπόν, στην εκκλησιά μάθαιναν τα πρώτα τους γράμματα στα χρόνια της σκλαβιάς τα Ελληνόπουλα. Εκεί γίνονταν Ελληνόπουλα, εκεί οι λέξεις Γραικός, Γραικία και Ρωμιός αντικαταστάθηκαν από τα Έλληνες και Ελλάς. Αυτό, βεβαίως, κακοκαρδίζει σήμερα όλους εκείνους που θέλουν να ξασπρίζουν τις ψυχές και τα οστά μας από καθετί εθνικό. Στα πέτρινα εκείνα χρόνια, ο παπάς μάθαινε τα παιδιά γράμματα με το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι. Το Ψαλτήρι είχε μεγάλη απήχηση στην ψυχή του υπόδουλου Έλληνα, διότι «μερικοί από τους Ψαλμούς είχαν αλληγορική σημασία για τους Έλληνες, λες και ήταν επίτηδες γραμμένοι γι’ αυτούς», επισημαίνει μεγάλος μας ιστορικός. Γι’ αυτό, άλλωστε, μεταφράστηκε στη Δημοτική κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. «Ήταν έκφραση της ψυχής του σκλαβωμένου το Ψαλτήρι, και η υποτιμητική αντιμετώπισή του προσβάλλει τον πόνο και την αγωνία του».
Το Οκτωήχι αντιμετωπίζεται και αυτό με όχι και μικρότερη περιφρόνηση από τους Ελληνομάστιγες. Κι όμως, είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής γραμματείας. Ο συγγραφέας του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι ένας από τους λαμπρότερους ποιητές της ελληνικής γραμματείας.
Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι ο Ιωάννης έγραψε μόνον ένα μέρος του βιβλίου, κι ότι το Οκτωήχι είναι στην πραγματικότητα ποιητική ανθολογία. Και έτσι να έχουν τα πράγματα, το Οκτωήχι δεν είναι καθόλου άξιο περιφρόνησης, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πάντως, «ανήρ ελλογιμώτατος και ουδενός δεύτερος των κατ’ αυτόν επί παιδεία λαμψάντων», όπως αναφέρει η περίφημη Σούδα, συγγραφέας εν όλω ή εν μέρει της Οκτωήχου, είναι βαθύτατος γνώστης της αρχαίας ποίησης και φιλοσοφίας. Στο Οκτωήχι περιλαμβάνονται αληθώς υπέροχα ποιήματά του σε ιαμβικό τρίμετρο, ένα μέτρο που ακούγεται στην ελληνική γη ήδη από τα χρόνια της αρχαίας τραγωδίας. Το έργο του «Πηγή Γνώσεως» αρχίζει με εισαγωγή στη φιλοσοφία, γνωστή ως «Διαλεκτικά», του οποίου πρώτος κανών είναι η περίφημη φράση «Ουδέν της γνώσεως εστί τιμιώτερον». Παροτρύνει δε ενθέρμως τους αναγνώστες μαθητές: «Ζητήσωμεν, ερευνήσωμεν, ανακρίνωμεν, ερωτήσωμεν». Αυτά αρκούν για να θυμηθούμε το μέγεθος του Ιωάννη Δαμασκηνού. Θεωρώ ότι πρέπει να σε μαστιγώνει υπερφίαλος αγραμματοσύνη για να αντιπαρέρχεσαι αλαζονικώς το έργο ενός τόσου μεγάλου ποιητού και στοχαστού, και να νομίζεις ότι μαθαίνοντας τα Ελληνόπουλα από τα πρώτα τους γράμματα το έργο του, μάθαιναν άχρηστα και ευτελή «κολλυβογράμματα». Διδάσκοντας το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι, η Εκκλησία δίδασκε τα παιδιά μια γλώσσα που δεν μιλούσαν σπίτι τους, με την οικογένεια τους και τους γειτόνους τους.
Δίδασκε μια γλώσσα πάνω από τις διαλέκτους. Αν χρησιμοποιούσε κείμενα στη διάλεκτο κάθε περιοχής, σύντομα θα έσπαγε η ραχοκοκαλιά του έθνους, και οι Κρήτες δεν θα ένιωθαν καμιά συγγένεια με τους Μακεδόνες, κι ούτε οι Ηπειρώτες με τους Ζακύνθιους.
Αν η Εκκλησία δεν κρατούσε την ενότητα της γλώσσας, σύντομα οι Έλληνες θα απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον, και η γλώσσα θα γινόταν φορέας της διάσπασής μας. Θα μεταφέρω αυτούσιο ένα παράθεμα από τη «Βαβυλωνία» του Δημ. Βυζάντιου, όπου ο αστυνόμος λέει: «Κι απού μέσα απ’ όνα λαβύριντο τέτοιο, τι διάολο να μπορέση να περσουαδεριστή κανείς; Που δεν καταλαβαίνει πρώτ’ απ’ ούλα τσι γλώσσες τους», θα λέγαμε κι εμείς, ως ο αστυνόμος εκείνος στη θεατρική «Βαβυλωνία».
Λένε πολλοί ότι με την επιμονή της να διδάσκει μια γλώσσα ως την αληθινή ελληνική, η Εκκλησία έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία γλωσσικού προβλήματος. Αλλά δεν βρίσκω λογικό αυτό το επιχείρημα. Στην αρχαιότητα ήδη υπάρχει πρόβλημα.
Οι διάλεκτοι λειτουργούσαν ως φορείς διάσπασης των Ελλήνων, αλλά ήταν η παιδεία αυτή που κρατούσε την ενότητά τους. Η παιδεία τους ήταν ο Όμηρος, δηλαδή ένας ποιητής με κείμενο σε γλώσσα που δεν χρησιμοποιούσε κανείς αρχαίος στο σπίτι και την πόλη του, που όμως τους δίδασκε τη θρησκεία τους και τις αρετές τις οποίες έπρεπε να έχουν.
Ακριβώς στους Ελληνιστικούς χρόνους, που επικρατούσε η Κοινή, οι έλληνες λόγιοι επέμεναν στο αττικίζειν, σε πλήρη αντίθεση με την καθημερινή γλώσσα. Είχαμε δηλαδή συνέχεια του φαινομένου της λογίας γλώσσας. Ήδη, στις αρχές του βυζαντινού κόσμου, οι έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας στήριξαν τη λογία γλώσσα, ανθιστάμενοι στις πιέσεις της καθημερινής λαϊκής γλώσσας, της «δημοτικής λεκτικής», όπως την έλεγαν. Ακόμη και στα κηρύγματά τους, στην άμεση δηλαδή επικοινωνία τους με τον λαό, προσπαθούσαν να στηρίξουν τη λογία γλώσσα. Οι Φράγκοι, αντίθετα, σε όποιο μέρος της Ελλάδος επεκράτησαν, ενίσχυσαν τις διαλέκτους, δίνοντας έτσι ώθηση στις φυγόκεντρες δυνάμεις του Ελληνισμού. Η Εκκλησία αντιτάχθηκε επιμένοντας με αγωνιστικό φρόνημα στη διδασκαλία της λογίας γλώσσας. Ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος, ο σημαντικότερος λόγιος του 16ου αιώνα, έδωσε έναν αγώνα για τη γλώσσα που θα πρέπει πάντοτε να τιμάται. Δεν γεννήθηκε λοιπόν στην Τουρκοκρατία το γλωσσικό πρόβλημα κι ούτε βέβαια μαρτυρεί οπισθοδρομική τάση της Εκκλησίας. Το αντίθετο, αποδείχνει τη μέριμνά της για την ενότητα του γένους και την πεποίθησή της ότι το γένος θα επιβιώσει μόνον με την πίστη και τη γλώσσα του.
Ο αγώνας όμως για να μάθουν τη γλώσσα τους τα Ελληνόπουλα δεν ήταν εύκολος. Τα μοναστήρια οι Τούρκοι τα παρέδιναν συχνά στις «ανεξίθρησκες» φλόγες. Δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένα παλιό μοναστήρι που να μην το έκαψαν οι Τούρκοι και, πλέον τούτου, μετρώνται στα δάχτυλα τα μοναστήρια που κάηκαν μόνο μία φορά. Οι εκκλησίες, όσες εν πάση περιπτώσει δεν τις μόλυναν κάνοντάς τες τζαμιά, ήταν καταδικασμένες από τη νεοθαυμαζομένη ανεξιθρησκία στην ερήμωση, αφού δεν επιτρεπόταν η αποκατάστασή τους, αν κάτι χρειαζόταν επισκευή.
Η διαταγή του σουλτάνου είναι σαφέστατη: «έστω γνωστόν ότι […] ανέγερσις εις τινα πόλιν ή χωρίον νέων εκκλησιών ή μονών ανηκουσών εις τους απίστους απαγορεύεται απολύτως, και ότι μόνον η επιδιόρθωσις και η επισκευή των ήδη υπαρχουσών παλαιών επιτρέπεται, και αυτή κατόπιν αδείας χορηγούμενης υπό του υψηλού χαλιφάτου Μου». Όσο μπορούσαν, μοναχοί και ιερείς παρέβαιναν τη διαταγή του σουλτάνου, διαφορετικά, στους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς δεν θα είχεν απομείνει λίθος επί λίθου, έστω και μόνον λόγω του χρόνου. Για να παρακάμψουν την απαγόρευση, όμως, έπρεπε να δωροδοκήσουν σειρά αξιωματούχων της διαβόητου αυτοκρατορίας, και πολλές φορές εξαναγκάζονταν να καταφεύγουν σε τοκογλύφους. Οι μοναχοί και οι ιερείς ήταν συχνά θύματα καταπιέσεων, βασανισμών, δολοφονιών και εκτελέσεων ακόμη, έτσι ώστε περιοχές ολόκληρες έμεναν χωρίς παπά. Για παράδειγμα: «Εν τοις μέρεσι της Αιτωλίας», γράφει σε επιστολή του ο μοναχός Ευγένιος Γιαννούλης τον 17ο αιώνα, «και επί πάσι σχεδόν τοις πέριξ εκείνης κλίμασιν εξέλιπε προ πολλών ήδη χρόνων άπαν καλόν, μεθ’ ο η των πεζών γραμμάτων γνώσις, η τροφή των λογικών ψυχών, η δυναμένη σοφίζειν εις σωτηρίαν τον άνθρωπον, και ούτω συνέβη τους εκείσε πάντας αναλφαβήτους γενέσθαι και άγαν τρισβαρβάρους, […] σπάνιον τα χρήμα ο ιερεύς εκεί». Σημειώστε τον τρόπο με τον οποίο ομιλεί για τη μόρφωση ο Ευγένιος, αλλά και το δεδομένο που έχει: δεν υπάρχει παπάς, άρα δεν υπάρχουν γράμματα.
Αλλά η Εκκλησία δεν ένιωσε ποτέ ότι εξάντλησε το καθήκον της μαθαίνοντας τα πρώτα γράμματα στα παιδιά. Ενίσχυε κάθε πρωτοβουλία ομογενών για την ίδρυση ανωτέρων σχολών, «Ο έρως της παιδείας ανάκτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα […], τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πλήθυναν και βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των […]. Το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει, και η κοινή Μήτηρ, η Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σαφώς των τέκνων της τα έργα».
Δεν αγωνιούσαν, δεν ενδιεφέρθησαν ποτέ για αναγνώριση οι αξιοθαύμαστοι κληρικοί μας. Ευλογημένες υπάρξεις, έκαναν το έργο τους, έχτιζαν συνειδήσεις, κρατούσαν όρθιο τον κορμό του Ελληνισμού, ακόμη και όταν οι ίδιοι γονάτιζαν και έπεφταν από τα χτυπήματα και τα βασανιστήρια.
Την προσφορά της Εκκλησίας την ομολογούν πρόσωπα από όλο το φάσμα της πνευματικής ζωής. Η στρατιά των ανθρώπων που τίμησαν την προσφορά του κλήρου είναι εξαιρετικά μεγάλη. Εξέχουσα φυσιογνωμία των Γραμμάτων μας την κρίσιμη εποχή του 18ου αιώνος, ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, γράφει στον «Λόγιο Ερμή», το έντυπο που στήριξε στα χρόνια της σκλαβιάς τα ελληνικά Γράμματα και τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Άλλο δεν ημπορούμεν να πράξωμεν ίνα πολιτισθώμεν, όσον το δυνατόν, παρά τα δύο ταύτα να επιμεληθώμεν, τον ιερό άμβωνα και πολύ περισσότερο τα σχολεία». Ο εκ των ηγετικών μορφών του Διαφωτισμού Δημ. Καταρτζής παρατηρεί: «Ο λόγιος είναι κατά κανόνα δάσκαλος και ο δάσκαλος είναι κατά κανόνα κληρικός». Ο προεξάρχων του ελληνικού Διαφωτισμού Άνθιμος Γαζής δηλώνει: «Τη αληθεία, τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν». Και θα προσθέσει ένας σύγχρονός μας ερευνητής της ιστορίας της παιδείας: «Στο σύνολό τους σχεδόν, οι μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους, που επωμίσθηκαν τον φωτισμό του έθνους, ήταν κληρικοί». Μιλώντας για τον ρόλο της Εκκλησίας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στην Εθνοσυνέλευση του 1864, ο σοφός Νικόλαος Σαρίπολος τόνισε με έμφαση: «Εσώθημεν διά της Εκκλησίας!»
Εύχομαι η φράση αυτή του Νικολάου Σαριπόλου να μένει φως στα βήματα του Γένους μας, και να πορεύεται και ο σημερινός νέος, μαζί με τον παπά του, στα μονοπάτια του μέλλοντος του.