ΓΙΑ ΠΟΙΟ 1821 ΜΙΛΑΜΕ;
Περισσότερο διαφημιστική θα τη λέγαμε, κάτι μεταξύ προχειροφτιαγμένου ντοκιμαντέρ «της αρπαχτής» και συνηθισμένου βιντεοκλίπ, με λαχανιαστό ψηφιακό μοντάζ, αντιγράφοντας με χαρτοκοπτική επιμέλεια τις σελίδες της έκδοσης, από το οποίο μόνο ο Σάκης Ρουβάς απουσίαζε για να ολοκληρωθεί η ιστορική αυτή «αρλούμπα», στερημένη αντικειμενικότητας, αλλά με συγκεκριμένες τις προθέσεις της.
Χωρίς ιστορική καταγραφή προσώπων και παραγόντων, όχι σε βάθος, αλλά ούτε και κατ’ επιφάνεια έστω, ούτε και την ατμόσφαιρα της εποχής, τις σχέσεις, τα συμβάντα, αλλά και τη στάση της Ευρώπης, για μια χώρα που έπρεπε κάποτε να βγει από τη φίμωση της ελεύθερης βούλησης και την ανυπαρξία παραγωγικότητας και ανάπτυξης στα 400 χρόνια της σκλαβιάς της, όπως τουλάχιστον έδινε τις σχετικές υποσχέσεις ο τίτλος της σειράς και που τελικά με τις σοβαρές παραλήψεις και τις αλλοιώσεις καταστάσεων, σε βαθμό που ηθελημένα οδηγούσαν τον θεατή, ακόμα και τον περισσότερο «διαβασμένο» πέρα από ένα σχολικό εκπαιδευτικό πασάλειμμα, σε μια εικόνα για το «τι τράβηξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία από τους αφιλόξενους ραγιάδες της Ρούμελης και του Μωριά και όχι μόνο που δεν την άφηναν να βάλει γλυκό ψωμί στο στόμα της». Σε σημείο που στο τελευταίο και αποχαιρετιστήριο επεισόδιο, ο φακός του συμπονετικού σκηνοθέτη εστίασε με «ζουμ» και με σπαρακτική μουσική υπογράμμιση στο χεράκι ενός σφαγμένου τουρκόπουλου, όπως κρεμόταν από το κάρο που κουβαλούσε και άλλους σφαγμένους, θύματα της θηριωδίας μας, με τα 42.000 πτώματα των Τούρκων που ζούσαν ειρηνικά σ’ αυτό τον τόπο κάτω από τον τρόμο και την απειλή της κλεφτουριάς, όπως με απολογητικό ύφος έσπευσε να μας πληροφορήσει ο περιπατητικός συγγραφέας παρουσιαστής και εδώ θα πρέπει να τον συγχαρούμε, όπως και τον σκηνοθέτη που ξεπέρασαν με μελοδραματισμό ακόμα και τις αλησμόνητες ταινίες του παλιότερου ελληνικού κινηματογράφου.
Όπως το σημειώσαμε και από το πρώτο επεισόδιο, όχι αδικαιολόγητα δημιουργήθηκαν οι απορίες μας για τους λόγους που έγινε αυτή η σειρά, γιατί, όπως το έχουμε πει πολλές φορές, τίποτα δεν γίνεται στην τηλεόραση χωρίς σκοπιμότητα και χωρίς να υπάρχει η αθέατη σκέψη στην πίσω μεριά του μυαλού. Και οι απορίες μας δεν ήταν για την επιλογή του θέματος, όσο για το «σερβίρισμά» του. Πολύ παραπάνω μάλιστα όταν χορηγός είναι μια κορυφαία ελληνική τράπεζα, που προβάλλεται μάλιστα περίπου σαν πρωταγωνίστρια από τους αρχικούς τίτλους του κάθε επεισοδίου, μέχρι και στα ενδιάμεσα διαλείμματα. Και είναι φυσικό το «βούρτσισμα» και η προσπάθεια αποενεχοποίησης των 400 χρόνων της σκλαβιάς, ειδικά τώρα που οι οικονομικές συνεργασίες με τη γείτονα βρίσκονται σε εξελίξεις προσδοκώντας σε προγραμματισμένες ακόμα μεγαλύτερες. Εντάξει όμως, δεν χρειάζονται περισσότερα, το πιάσαμε το υπονοούμενο… Γι’ αυτό και αναρωτιόμαστε, κ. Τατσόπουλε, ΓΙΑ ΠΟΙΟ 1821 ΜΙΛΑΜΕ;
Και σας παρακαλώ, να απαντήσετε όχι με καλαμπούρια, όπως κάνατε και με τον αρραβώνα του Κολοκοτρώνη με ομοφυλόφιλο, επειδή λόγω επαγγελματικής διαστροφής ειδικά το «καλαμπούρι» μπορώ να το χειριστώ καλύτερα από εσάς, θα το θεωρούσα άδικο…
Προσέξαμε ποιους βάλατε να μιλήσουν για το 1821 και δεν εννοώ τον κ. Πορτοσάλτε για εκείνους που κάλεσε μετά την προβολή των επεισοδίων για να μπαλώσει καταστάσεις, αλλά για τους εντεταγμένους μέσα στα επεισόδια, κάποιους Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, Μπόερς, Βούλγαρους, Αγαρηνούς και όσους άλλους από το πουθενά, χωρίς να μας εξηγήσουν από πού απέκτησαν τόσες εμπειρίες για ένα θέμα που σε τελευταία ανάλυση δεν τους αφορά.
Και χωρίς να θυμηθείτε ούτε ένα από τα κείμενα στην Ιστορία του Παπαρηγόπουλου, που όπως δηλώνει ότι δούλεψε 30 χρόνια μέχρι το θάνατό του για να γράψει την ιστορία μας και ειδικότερα για όσα αναφέρονται στο 1821. Όπως καμιά αναφορά στην πολύτιμη ιστορική δουλειά στην Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος του Ακαδημαϊκού Κόκκινου, ούτε και στα απομνημονεύματα του Κοσομούλη, αγωνιστής και ο ίδιος του ’21, όπως και πλήρης η απουσία του στρατηγού Μακρυγιάννη, που κανονικά θα έπρεπε να είναι βιβλίο διδασκαλίας στα σχολεία σαν μάθημα αυτογνωσίας της φυλής μας, τόσο για τα προτερήματα όσο και για τα ελαττώματά μας. Όπως και του Σκαρίμπα και του Καραγάτση με τις σχετικές τους αναφορές σε εκείνη την εποχή, έτσι ώστε η ιστορική έρευνα να έχει και το μυθοπλαστικό της ενδιαφέρον. Τον μύθο της, έτσι όπως αποδεχόμαστε και στην αρχαία μας ιστορία τη συνεργασία της έρευνας με τον μύθο, ενώ συχνά ακούσαμε και στις συζητήσεις που ακολούθησαν και μετά την προβολή των επεισοδίων, να τα σχολιάζει απαξιωτικά ο συμπαρουσιαστής της σειράς, καθηγητής του Πανεπιστημίου κ. Βερέμης, ο ακαταλληλότερος για τη δουλειά που του ανέθεσαν να κάνει και κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του με δυσκολία έκρυβε το ύφος μιας υπεροπτικής γνώσης. Όσοι παρακολούθησαν όλα τα επεισόδια, δεν άκουσαν να γίνεται λόγος για κανένα από τα ιστορικά πρόσωπα. Εκτός από τον Κολοκοτρώνη, αλλά κι αυτόν σε μια εντελώς αποτυχημένη «ζωντανή» του απεικόνιση και θυμηθείτε την έξοχη φιγούρα και τη δραματική ένταση, χωρίς θεατρικότητες και υπερβολές, του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία του Παπαφλέσσα, με σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου, κοστούμια και σκηνικά του Διονύση Φωτόπουλου, φωτογραφία του Δημήτρη Παπακωνσταντή και μουσική του Κώστα Καπνίση και που κάθε φορά που μας τη θυμίζει η τηλεόραση δεν θα πρέπει να νιώθει καμιά ενοχή ο ελληνικός κινηματογράφος.
Σε κανένα από τα επεισόδια δεν είδαμε να γίνεται η παραμικρή αναφορά για τον Καραϊσκάκη. Τον Ανδρούτσο. Τον Μπότσαρη. Την Μπουμπουλίνα. Τη Μαυρογένους. Τους Τζαβελαίους. Τους Μαυρομιχάληδες. Τον Παπαφλέσσα. Τον Διάκο. Τον Κανάρη. Τον Μιαούλη. Εκτός από ένα πλάνο με σκαλισμένα τα ονόματά τους στη μετώπη ενός κτιρίου στη Γαλλία (!), ευκαιρία και για ένα ακόμα τουριστικό περίπατο του αφηγητή συγγραφέα και εκτός συνόρων!
Όπως δεν ακούσαμε να γίνεται λόγος για την ύψωση της σημαίας στην Αγία Λαύρα, έστω και με τη ζωγραφική της εικόνα που συνηθίσαμε από τα σχολικά μας χρόνια. Είναι όμως ο τρόπος που έχει τη σημασία του ή αυτό το ίδιο το γεγονός;
Σαν να μην έγιναν, σαν να αποτελούν πλαστές σελίδες μιας ανύπαρκτης ιστορίας. Και τα Δερβενάκια. Και το Μανιάκι. Και η άλωση της Τριπολιτσάς. Και το ολοκαύτωμα της Χίου. Και ο απαγχονισμός του πατριάρχη. Και ο θάνατος του Καραϊσκάκη. Και το μαρτύριο του Διάκου. Και η Αλαμάνα. Και το Σούλι. Και η μάχη του Πέτα. Και όλα αυτά που αποτελούν το τεράστιο ψηφιδωτό της μεγάλης προσπάθειας για την αναγέννηση του Έθνους, τότε ποιος ο λόγος για μια τόσο στεγνή και τόσο χαμηλών τόνων και με μια τόσο υποτιμητική αναφορά στις μεγάλες ιστορικές στιγμές της;
Εκείνο το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο με τα τσουχτερά πρόστιμα στις παραβιάσεις του διαφημιστικού χρόνου πώς αντιμετωπίζει την παράφορη παραβίαση μιας ιστορικής πραγματικότητας και μάλιστα με τα «εξ οικείων βέλη» σε ύποπτους στόχους και -το χειρότερο απ’ όλα- σε καιρούς τόσο κρίσιμους όπως οι παρόντες;
Για ποιο «1821» μιλάμε;
Για την «αρχή» μιας εποχής απαξίωσης και ξεπουλήματος των πάντων ή για το τέλος μιας Ιστορίας που ως τώρα καταφέραμε να την κρατήσουμε έστω και με τα δόντια;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ