ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΥΣ!

Και ανεβαίνουν… ανεβαίνουν… ανεβαίνουν τα ονόματα, μέχρι που αναρωτιόμαστε μήπως ο διαχειριστής της παραγωγής έχωσε μέσα και καμιά εκατοστή ονόματα ανύπαρκτων τεχνικών για να οικονομήσει κι αυτός το «κατιτίς», μια και οι διαχειριστές είναι συνήθως εκείνοι που έχουν ανεβάσει το «λαμογίζειν» σε επίπεδα επιστημονικής φαντασίας. Γι’ αυτό όπου «διαχειριστής» είναι και η συμπεριφορά του «δια-χείριστη», διότι βάζο με το γλυκό είναι αυτό, γίνεται να μη χώσεις μέσα τη δαχτυλάρα σου; Γι’ αυτό θα πρέπει να στεκόμαστε λίγο περισσότερο στη λίστα με τα άγνωστα ονόματα που ακολουθεί τη λέξη «τέλος», επειδή δεν αποκλείεται να μάθουμε κάποιο από τα ένοχα μυστικά που ο σκηνοθέτης δεν θέλησε να μας τα φανερώσει, μια και είναι γνωστό ότι από τη στιγμή που μπαίνει η λέξη «τέλος» σε μια ιστορία, τα πάντα έχουν κουκουλωθεί (υποτίθεται), αν και τότε είναι ακριβώς που
αρχίζουν από κάποιον απρόβλεπτο Τριανταφυλλόπουλο ή Χατζηνικολάου να έρχονται στην επιφάνεια τα «ύποπτα», τα «βρόμικα» και τα «πονηρά» και πιάνει δουλειά ο εισαγγελέας και χάνει τον ύπνο του ο Τσοχατζόπουλος και εδώ είναι που θα δεις ονόματα που εμφανίζονται και οι «τίτλοι τέλους» δεν έχουν τελειωμό, όπως ένας Μπέλτσιος, κολλητός λέει του Τσοχατζόπουλου. Ήξερες κανέναν Μπέλτσιο εσύ; Ούτε για αστείο. Μόνο ο Άκης έριχνε τις άγαρμπες φιγούρες στις ζεϊμπεκιές του σαν τσολιάς της Ανακτορικής την ώρα που έψηναν τα σουβλιστά αρνιά της Λαμπρής. Όμως, για να μη φεύγουμε κι από το θέμα, έχουν αρχίσει και οι «τίτλοι τέλους» και για τον φιλαράκο μας τον Μουαμάρ της Λιβύης και δεν το λέω για λογαριασμό μου «φιλαράκο» μου, ούτε για αστείο. Ήταν όμως το πολύ χρήσιμο φιλαράκι με τα πολλά «πάνε κι έλα» των δικών μας «σελεμπριτάδων» πολιτικών, επιχειρηματικών και κάθε κοσμικής καρυδιάς καρύδι, που με τα χρόνια τώρα διατηρούσαν τις καλύτερες των σχέσεων με την πλουτοφόρα δικτατορία του Σαρδανάπαλου Συνταγματάρχη της Λιβύης και από κοστούμι και στολή και φρου – φρου, νούμερο κανονικό. Λες και είχε προσλάβει τη δικιά μας «Οσκαρούχα» ενδυματολόγο, τη Βαχλιώτη Όλντριτζ, για να τον ντύνει και να τον στολίζει, έχοντας αποκτήσει την ευκολία και από το «Κλουβί με τις τρελές» που μέχρι και τον Σταμάτη Φασουλή τον είχε καταντήσει κάτι μεταξύ Λόλας Μοντέζ και Μαντάμ Ορτάνς. Σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Μουαμάρ δικτάτορας και όπως δεν υπάρχει «καλή αρρώστια» και «κακιά αρρώστια», έτσι δεν υπάρχουν και «καλές δικτατορίες». Οι περισσότερες μακροημέρευτες και τρισκατάρατες και φτύνουμε αίμα κάθε φορά για να τις ξύσουμε από πάνω μας. Μετρήστε πόσο καλοθρεμμένες, χορταστικές και κορακοζώητες ήταν οι περισσότερες. Σαράντα τρία χρόνια του Φράνκο στην Ισπανία, άλλα τόσα του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, 30 του Πινοσέτ στη Χιλή, άλλα τόσα και βάλε του Μουμπάραγκ στην Αίγυπτο, κάτι πιο λίγα του Μουσολίνι στην Ιταλία, που ακόμα θα τον είχαν αν δεν τα ‘βγαζε τα μάτια του μόνος του, που πήγε να μπλέξει με τον άλλο τον παρανοϊκό τον Αδόλφο και που τον φάγανε και τα ερωτικά του, διότι το ‘χουν αυτό οι δικτάτορες, και μόνο σ’ εμάς δεν φτουρήσανε οι κακορίζικες οι δικτατορίες, μίζερες οι περισσότερες. Δίχρονη όλη κι όλη η δικτατορία της φούστας του Πάγκαλου, του παππού εννοώ, γιατί του εγγονού δεν εκδηλώθηκε ακόμη, αλλά πού θα πάει; DNA είναι αυτό, γλιτώνεις από κληρονομικό ελάττωμα; Τέσσερα κι αυτά ψωραλέα της δικτατορίας του Μεταξά και ένα εφτάρι τα χρόνια του Παπαδόπουλου με τον γύψο, αλλά εκεί έβαλαν χέρι και οι Αμερικανοί και κράτησε κομματάκι παραπάνω, αλλά τι να πρωτοκάνεις μέσα σε εφτά χρόνια; Πόσα τραγούδια να σου γράψει ο Θεοδωράκης; Πόσες ταινίες αντιστασιακές να στείλεις στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης; Και πόσες συντάξεις αντιστασιακές, διπλές και τρίδιπλες, να προλάβεις να βγάλεις ακόμα και για τους περισσότερους που ούτε μισό βαρελότο δεν ρίξανε έξω από το σπίτι του Πατακού; Μόνο εμείς οι ριγμένοι, γι’ αυτό και όταν βρίσκουμε ευκαιρία με τις απεργίες, του δίνουμε και καταλαβαίνει, διότι και η απεργία αντίσταση είναι κι αυτή.
Τώρα θα μου πεις, για τα βάσανα και τη θηριωδία που τράβαγε ο λαός της Λιβύης, γιατί δεν μας τα λέγανε και δεν τα πολυμαθαίναμε, μόνο για τα γλέντια και τις σπατάλες των προκομμένων διαδόχων του μαθαίνουμε. Απλούστατα επειδή «αδελφός ο Μουαμάρ, γιατί να τον στενοχωρέσουμε;», και μόνο τα καραγκιοζιλίκια του δείχνουμε κι αυτά χωρίς σχόλια, έτσι απλώς για ενημέρωση. Γιατί άραγε; Απλούστατα, επειδή η Λιβύη είχε ψωμί. Γιατί να δυσαρεστήσουμε έναν που μας τα έφερνε χοντρά; Πολύ το χρήμα που ερχόταν από εκεί και μαύρο, χωρίς ποτέ να το μαθαίνει η ΣΔΟΕ ή να κάνει πως δεν το μαθαίνει…
Θα θυμάστε βέβαια την περίπτωση στην εποχή της εισβολής του Αττίλα στην Κύπρο, που όταν διατάχτηκε η γενική επιστράτευση και πήγαμε να πάρουμε όπλα, οι αποθήκες ήταν άδειες επειδή κάποιοι επιτήδειοι είχαν προλάβει και τα είχαν πουλήσει στον Καντάφι.
Πέρασαν 37 χρόνια από τότε και ακόμα να μάθουμε ποιοι ήταν «οι άνθρωποι με τα μακριά χέρια». Ποτέ όμως δεν είναι αργά για την αλήθεια. Όπως προχτές που διαβάσαμε μια περίεργη δήλωση ότι «δεν κινδυνεύουν, λέει, να μην πραγματοποιηθούν τα υδροηλεκτρικά έργα που έχει αναλάβει να κάνει η ΕΥΔΑΠ στη Λιβύη». Λέτε να έχουμε και από εκεί εκπλήξεις; Μη βιάζεστε. Θα δείξει…

ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
ΜΕ ΤΑ 61 ΣΠΙΡΤΑ!
Με 61 σπίρτα, έμπνευση τολμηρού διαφημιστή, αναγγέλθηκε το 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ που έγινε στη Θεσσαλονίκη και που τελειώνει απόψε. Τι ήθελε με αυτή την ιδέα, χαριτωμένη κατά τα άλλα, να υπογραμμίσει ο διαφημιστής; Ότι «σπίρτα μοναχά» και οι «ντοκιμαντέρ ταινίες», που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν οι πολυάριθμοι, όπως έμαθα, θεατές των 7 ημερών στο «Ολύμπιον» της Πλατείας Αριστοτέλους; Δεν το είχαν ανάγκη, θα το έλεγα, οι ντοκιμαντέρ ταινίες αυτής της ρεκλάμας, από την ώρα που από μόνες τους μπορούν να καμαρώνουν για την αξία τους σαν πραγματικά «σπίρτα μοναχά»!
Θεωρώ το ντοκιμαντέρ, που το ξεχωρίζω από τις ταινίες μικρού μήκους που ξεκινούν από μια συγκεκριμένη ιστοριούλα, δηλαδή την ταινία ανεξάρτητου μήκους, που ασχολείται για «ντοκουμέντα» που αποκαλύπτει ο κινηματογραφικός φακός για ένα συγκεκριμένο θέμα.
Θεωρώ το ντοκιμαντέρ σαν την πιο πολιτισμική εκδήλωση του κινηματογράφου. Όχι μόνο για τις ταινίες έρευνας που ασχολούνται μεθοδικά, με φαντασία, όραμα για την κατασκευή, τη χρησιμότητα και δεν εννοώ πάλι τις «εκπαιδευτικές» που δεν είναι μικρή ή λίγη η αξία τους, αλλά περισσότερο το ενδιαφέρον τους, για εκείνες που πέραν των στοιχείων τους που είπαμε, προχωρούν σε βάθος, συχνά μάλιστα και με ποίηση, αλλά και με εικαστικές ικανότητες για την αξία και τη σχέση του αντικειμένου που επεξεργάζονται με την πρόοδο και την ανθρώπινη ύπαρξη. Και ακόμα περισσότερο, εκτιμώ και θαυμάζω τους κατασκευαστές κάποιων ντοκιμαντέρ για την επιμονή τους, την αντοχή τους και τον φανατισμό τους ακόμα, για να φτάσουν στη ρίζα, έτσι που ο φακός να μην είναι απλά το ουδέτερο «μάτι» που παγερά καταγράφει το θέμα και τις λεπτομέρειές του, αλλά που σε κάνει να νομίζεις ότι σε βάζει στη ρίζα και στα άτομα και τα μόρια που το συνθέτουν.
Πόσες φορές δεν το σκέφτηκα ότι ευχαρίστως θα θυσίαζα τη μισή, αν όχι και περισσότερη, από την κινηματογραφική απασχόληση για το ντοκιμαντέρ κι αυτό δεν ήταν λίγες οι φορές που φτάνοντας στη «μαγική στιγμή» που ψάχνοντας για κάποια λεπτομέρεια για το θέμα που ασχολείσαι, σου ανοίγονται συγχρόνως και άλλες 100 πόρτες που ως εκείνη τη στιγμή δεν τις ήξερες.
Έβλεπα πάλι την περασμένη εβδομάδα στην ΕΤ-1 μια ντοκιμαντέρ-έρευνα του γνωστού σκηνοθέτη Τάσου Ψαρρά σχετικά με τη ζωή και την ατμόσφαιρα που έζησε και έγραψε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Έξοχη έρευνα, μεράκι η δουλειά, πώς να αρνηθείς τα «μπράβο»;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

Πολλές φορές όταν γράφω κάτι για σινεμά από τα περασμένα, παίρνω στο τηλέφωνο έναν παλιό μου φίλο από την κινηματογραφική μου εποχή και τον ρωτάω για να διασταυρώσω αν είναι σωστό αυτό που έγραφα, επειδή ξέρω ότι είναι αδύνατον να κάνει λάθος, όπως π.χ.
«Βρε Αντώνη, τον ρωτάω, μήπως θυμάσαι πώς λεγόταν μια ταινία βραζιλιάνικη με κάτι αντάρτες που είχε παιχτεί στο “Ιντάλ”, στη δεκαετία του ’50 νομίζω…».
Δεν προλαβαίνεις να ολοκληρώσεις την ερώτηση και ο Αντώνης σε προλαβαίνει:
«Ε, βέβαια, ήταν το “Καγκασέιρο” και μάλιστα με το “Ο” μπροστά! “Ο, Καγκασέιρο”, βραζιλιάνικο που, λόγω του θέματος, το είχαν απαγορεύσει για να μη θυμίζει είπαν τον Βελουχιώτη και επειδή διαμαρτυρήθηκε η πρεσβεία της Βραζιλίας, αφού του άλλαξε τα φώτα στο κουτσούρεμα η Λογοκρισία, ξαναπαίχτηκε και έσκισε. Το είχε μια εταιρεία, η “Παρθενών Φιλμ” και αν θέλεις να σου πω και πόσα εισιτήρια έκανε. Μιλάμε για 1954 με 55. Άλλο τίποτα;».
«Όχι, σ’ ευχαριστώ, βρε Αντώνη».
«Παρακαλώ, και ό,τι χρειαστείς πρόθυμος, με αγάπη…».
Το «με αγάπη» είναι ο μόνιμος αποχαιρετισμός του. Και μιλάμε για φοβερό μνημονικό ο φίλος μου ο Αντώνης ο Στεργιάκης, που όποια κινηματογραφική πέτρα σηκώσεις θα τον βρεις από κάτω. Και που με τους γιους του, τον Γιώργο και τον Δημήτρη, σόι «κινηματογραφιτζίδικο», με ένα από τα σπανιότερα κινηματογραφικό τους DNA, κυνηγούν τον «άλλο κινηματογράφο», αυτόν με την ποιότητα για τους «προχωρημένους» θεατές που μπορούν να συντηρήσουν μια κινηματογραφική επιχείρηση που είναι «μακράν αρπαχτής». Αυτό που είναι δηλαδή η «Άμα Φιλμς» με έδρα της τον κινηματογράφο «Άστυ» της οδού Κοραή, εκ των «αρχαιοτέρων», κτισμένο το 1936 και ήδη ανανεωμένο με πολυτελέστατο «λίφτινγκ», ταγμένο στην ειρηνική κινηματογραφική «επανάσταση», από την εποχή της Κινηματογραφικής Λέσχης και του προηγούμενου διαχειστή του, τον Φώτη Κοσμίδη, με την αδυναμία του στις ακριβές γραβάτες και στις γαλλικές ταινίες της «νουβέλ βαγκ» και ας μην ήξερε ούτε την «καλημέρα» στα γαλλικά. Τις περισσότερες από τις «δύσκολες» ταινίες που παίζει το «Άστυ», τις φέρνουν μόνοι τους ο Στεργιάκηδες τρέχοντας κάθε τόσο στα ξένα φεστιβάλ και με την αναμφισβήτητη όσφρησή τους και το κληρονομικό τους
DNA, που είπαμε, αγοράζουν ταινίες… να βραβευθούν, πριν δηλαδή η ενδεχόμενη βράβευσή τους ανεβάσει και την τιμή τους, όπως αυτή η βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, τον θαυμάσιο «Θείο Μπούνμι που θυμάται τις περασμένες ζωές του» και που ενώ μυρίστηκαν τον Χρυσό Φοίνικα, ακόμα παλεύουν να μάθουν να λένε το όνομα του σκηνοθέτη, αλλά απαραιτήτως με προφορά Ταϊλάνδης. Μέσα στις 9 βραβευμένες ταινίες που έχουν εξασφαλίσει για φέτος και η επανάληψη ενός παλιού «φαβορί», το πολυβραβευμένο «Πέρσι στο Μάριενμπαντ» του Αλέν Ρενέ. Πώς το ξετρυπώσανε, άγνωστον!
Και μιλάμε δηλαδή για φοβερά κινηματογραφικά τσακάλια. Όταν έγινε η επιλογή του «Κυνόδοντα» για την υποψηφιότητα του «Όσκαρ» ξενόγλωσσης ταινίας, είχα ρωτήσει τον Αντώνη…
«Κοίτα να δεις, μου είπε, για το “νομινέσιον” που πήρε, το περίμενα επειδή για τις ξενόγλωσσες όλο από κάτι άρρωστες συνήθως διαλέγουν, μόνο που ο “Κυνόδοντας” που το παίξαμε κι εμείς στο “Άστυ” δεν είχε τόση αρρώστια για να πάρει και το Όσκαρ…».
Αυτά ο Αντώνης και «με αγάπη», ε;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

ΚΑΙ Η ΠΙΟ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τι απάντησε η Μέρκελ όταν ο Γιωργάκης ο δικός μας την ευχαρίστησε για την επιμήκυνση;
– «Σκάσε και κολύμπα!».


Σχολιάστε εδώ