Η ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΣ
H Επανάσταση του 1821 ήταν μια μάχη ζωής και θανάτου για εθνική αναγέννηση και ελευθερία. Εάν αναλογισθεί κανείς τους όρους, εσωτερικούς και διεθνείς, κάτω από τους οποίους διεξήχθη, μοιάζει με θαύμα. Το έθνος κινδύνευσε με γενική σφαγή, πραγματική γενοκτονία, ως αντίδραση στην επανάστασή του. Η σύγκρουση προσελάμβανε εκ των πραγμάτων και θρησκευτικό χαρακτήρα, πέρα από τον εθνικό, γιατί η ξένη τυραννία ήταν ταυτόχρονα θεοκρατικό ισλαμικό καθεστώς και καταπίεζε εξίσου έθνος και θρησκεία. Γιʼ αυτό ο αγώνας των επαναστατών ήταν αγώνας υπέρ πίστεως και πατρίδος, όπως ήταν, άλλωστε, επί αιώνες, πριν από την πτώση της Κων/λεως. Αυτή είναι η μοίρα των λαών που αποτελούν, με την ισχυρή τους ταυτότητα και τη στρατηγική τους θέση, πολιτιστικό σύνορο. Στην κλασική Ελλάδα, το ιστορικό πολιτιστικό σύνορο σηματοδοτήθηκε από τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα, τις Πλαταιές. Στη χριστιανική βυζαντινή περίοδο, σηματοδοτήθηκε από την τρομερή σύγκρουση με το νεοφανές Ισλάμ, η οποία έγινε θρύλος στα χείλη του λαού, με τα ακριτικά τραγούδια και το έπος του Διγενή Ακρίτα, του μεσαιωνικού Ηρακλή. Αργότερα, η ίδια σύγκρουση ανανεώθηκε με τους νέους ιστορικούς πρωταγωνιστές του Ισλάμ, τους Τούρκους Οθωμανούς, από το Μαντζικέρτ, 1071, μέχρι την άλωση.
Η Επανάσταση πέρασε επανειλημμένα μέσα από Συμπληγάδες Πέτρες και κινδύνευσε να συντριβεί από εξωτερικές αλλά και εσωτερικές αιτίες, με πρώτη τους ανταγωνισμούς και τη διαίρεση. Η παρέμβαση του Ιμπραήμ, με νέες δυνάμεις, με ευρωπαϊκή οργάνωση και τακτική, έφερε στο πεδίο της μάχης έναν νέο, δυσπάλαιστο παράγοντα. Ο ίδιος είχε καταστρώσει επίσης ένα εξοντωτικό στρατηγικό σχέδιο για την αλλαγή του πληθυσμού του επαναστατημένου Μωριά. Σχεδίαζε, συγκεκριμένα, να μεταφέρει φελλάχους από την Αίγυπτο για να εποικίσει την Πελοπόννησο και να πάει εκεί όλον τον πληθυσμό της Πελοποννήσου. Ευτυχώς, δεν πρόλαβε. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσέφερε την ύστατη, μεγάλη υπηρεσία του στον αγώνα, κρατώντας άσβηστη τη φλόγα της Επαναστάσεως και ανυπότακτο το φρόνημα των αγωνιζομένων. Προσάρμοσε επίσης, με κλεφτοπόλεμο, τον αγώνα των επαναστατών στις νέες άνισες συνθήκες.
Ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, όπως επίσης το μεγάλο φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη, που μεσουράνησε με το Μεσολόγγι και τη σφαγή της Χίου, άλλαξαν τελικά τα διεθνή δεδομένα. Έριξαν φως στον σκοτεινό ορίζοντα που είχε δημιουργήσει η ακλόνητη εμμονή στην καθεστηκυία τάξη στην Ευρώπη της αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας.
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Το νέο ελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε, σʼ ένα μικρό κλάσμα του ιστορικού ελληνικού εθνικού χώρου, είχε τη μορφή του Ευρωπαϊκού εθνικού κράτους της σύγχρονης εποχής, που εκφράσθηκε, στην πιο ολοκληρωμένη και πρότυπη, κατά έναν τρόπο, μορφή του, με το γαλλικό εθνικό κράτος. Το τελευταίο είχε ως πρότυπό του την ιδέα της κλασικής δημοκρατούμενης πόλεως, αλλά σε μια εντελώς άλλη κλίμακα εθνικού γεωγραφικού χώρου.
Το νεοελληνικό κράτος αποτελεί, από την άποψη αυτή, μέσα σʼ ένα νέο Ευρωπαϊκό και διεθνές ιστορικό γίγνεσθαι, μια νέα μορφή πολιτικής οργανώσεως του Ελληνισμού, στη μακρά ιστορική του διαδρομή. Η κλασική περίοδος κυριαρχείται από το πολυκρατικό σύστημα των ανεξαρτήτων πόλεων-κρατών και ορισμένων ομηρικού τύπου βασιλείων, που επιβίωσαν στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, όπως στη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Κύπρο. Ο αγώνας για την ηγεμονία αποτέλεσε ενδημική κατάσταση, με αποκορύφωμα τον καταστρεπτικότατο Πελοποννησιακό πόλεμο, που εξάντλησε και ανάλωσε τις ακμαιότερες δυνάμεις του κλασικού Ελληνισμού. Η ηγεμονική κυριαρχία του Μακεδονικού Ελληνισμού κατέληξε στην εισαγωγή στον ελληνικό κόσμο, μετά τη μεγαλειώδη εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, της ιδέας της αυτοκρατορίας. Η ιδέα αυτή μεταδόθηκε αργότερα, μέσω των ελληνιστικών βασιλείων, στη Ρώμη.
Λίγο πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, στον παλαιό μητροπολιτικό ελληνικό κόσμο, που εμπνεόταν πάντα από την ιδέα της ελεύθερης και δημοκρατούμενης πόλεως-κράτους, έχουμε τη γέννηση μιας νέας μορφής πολιτικής οργανώσεως, της συμπολιτείας. Συγκεκριμένα, την Αχαϊκή και την Αιτωλική Συμπολιτεία. Με το σύστημα αυτό, οι ελεύθερες πόλεις-κράτη ανεζήτησαν μια ευρύτερη ενότητα, πάνω στη βάση της ελευθερίας και της ισοτιμίας και έξω από το πλαίσιο της υποδουλωτικής τελικά ηγεμονίας μιας πόλεως. Οι δύο συμπολιτείες απέδειξαν ότι αποτελούσαν μια εφικτή και ελπιδοφόρα προοπτική ελληνικής ενότητας, μπροστά ιδίως στη νέα μεγάλη απειλή, που αναδυόταν στη Δύση με τη Ρώμη. Ήρθαν όμως πολύ αργά για νʼ ανακόψουν την πορεία της Ρώμης προς την αυτοκρατορία και την κοσμοκρατορία.
Η ιδέα της κοσμοκρατορίας μεταπλάσθηκε, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, στην ιδέα της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, που έγινε κυρίαρχη ιδεολογία στο Βυζάντιο. Η από καταβολής του χριστιανισμού ταύτισή του με τον Ελληνισμό, παρά τη σφοδρότατη σύγκρουσή του μʼ αυτόν κατά την περίοδο της επικρατήσεως, ήταν καταλυτική για τη μετεξέλιξη και τον εξελληνισμό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με σημαία την ιδέα της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο αποτέλεσε το νέο αυτοκρατορικό πλαίσιο του Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Ιδιαίτερα, κατά τους τελευταίους αιώνες της ζωής του, διεμόρφωσε τη νεοελληνική εθνική συνείδηση, με όσια μορφή αναφοράς τον πεσόντα ηρωικώς μαχόμενο τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα Κων/νο Παλαιολόγο.
ΤΟ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΣΦΥΡΗΛΑΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΕΣ
Το νέο ελληνικό κράτος διήλθε επανειλημμένα διά πυρός και σιδήρου, αντιμέτωπο με σκληρούς και άνισους αγώνες για την προάσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του, μέσα στο πλαίσιο τιτανικών και άτεγκτων διεθνών συγκρούσεων, όπως επίσης με αγώνες για εθνική ολοκλήρωση, δημοκρατική πορεία, ανάπτυξη και πρόοδο. Έζησε ειδικότερα τον ταπεινωτικό πόλεμο του 1897, τους δύο επιτυχείς και ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους, τη θύελλα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το έπος της Πίνδου, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο, τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και την τραγωδία της Κύπρου του 1974. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας και η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτέρωσαν την ελπίδα και το φρόνημα ότι ανοίγει για τη χώρα μια νέα ιστορική περίοδος σταθερότητας, δημοκρατικής ζωής, ευημερίας και ασφαλούς εθνικού μέλλοντος.
Τι έγινε όμως και ήρθαν ξαφνικά τόσο κακά μαντάτα με επαπειλούμενους κινδύνους οικονομικής χρεοκοπίας και υποθήκευση εκ των πραγμάτων της εθνικής κυριαρχίας μας; Είναι, άλλωστε, μόνο αυτά τα νέφη που συσσωρεύονται απειλητικά στον ελληνικό εθνικό ορίζοντα; Εορτάζοντας την 190ή επέτειο από την εθνεγερσία του 1821, διαπιστώνουμε ότι, με ευθύνες των πολιτικών ηγεσιών της χώρας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η χώρα βρίσκεται πάλι μπροστά σε πέντε νέες μεγάλες προκλήσεις και απειλές, αρχής γενομένης από την οικονομική κατάσταση. Οι πολιτικές ηγεσίες εγκαλούνται μεταξύ τους και διαπληκτίζονται, αναζητώντας ή καταγγέλλοντας τον ένοχο. Μοιάζουν όμως, πολλές φορές, με τον βασιλέα Οιδίποδα της αρχαίας τραγωδίας. Αναζητούν τον ένοχο αλλά ένοχες είναι οι ίδιες.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ
ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ
Το φάσμα της οικονομικής χρεοκοπίας που πλανάται ως απειλή πάνω από τη χώρα, από το τέλος του περασμένου έτους, δεν έχει μόνο οικονομικούς λόγους, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Είναι η επιτομή της πολιτικής χρεοκοπίας των τελευταίων δεκαετιών. Η κομματοκρατία υποκατέστησε τη δημοκρατία. Η ανεύθυνη δημαγωγική κατάχρηση κάθε είδους έγινε κυρίαρχος πολιτικός λόγος κάθε μορφής ανομίας και παρουσιάσθηκε ως «δημοκρατικό» δικαίωμα. Το δημοκρατικό όμως δικαίωμα έχει απαραίτητο αντίβαρο τη δημοκρατική ευθύνη και υποχρέωση. Είναι το άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, έργο του Φειδία. Ο Ζευς φορούσε στο κεφάλι άνθη. Στο χέρι όμως κρατούσε τον κεραυνό. Σύμβολο της άτεγκτης εναντιώσεως σε κάθε υπέρβαση, παραβίαση του μέτρου και ύβρι. Η ανοχή εξέθρεψε την ανομία και άτυπα τη νομιμοποίησε. Έγινε κυριολεκτικά «εκδημοκρατισμός» της διαφθοράς και γιγαντώθηκαν οι πελατειακές σχέσεις αντί να εξαλειφθούν, στο πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους, αναδιαρθρωμένου, στο μέτρο των επιταγών της νέας εποχής.
Η έμμεση απαξίωση του κράτους το κατέστησε ανίκανο να διαχειρισθεί αποτελεσματικά τις αναγκαίες αλλαγές, την καθημερινή διοίκηση και τη διαχείριση του δημοσίου συμφέροντος, που συνιστά την κύρια αποστολή του. Ειδικότερα, να αξιοποιήσει τον ευρύτατο δημόσιο τομέα για να προωθήσει αποτελεσματικά την ανάπτυξη και να διαμορφώσει εθνική στρατηγική αναπτύξεως και εθνικές πολιτικές κατά τομείς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καθήλωση της χώρας σε μια ενδημική παρακμή και στασιμότητα, που συγκαλυπτόταν από τη δημοκρατική επίφαση και ένα καταναλωτικό πρότυπο αναντίστοιχο προς την παραγωγική ικανότητα της χώρας, βασισμένο σε καταναλωτικό δανεισμό και υποθήκευση του μέλλοντος.
Η ένταξη στη Ευρωπαϊκή Ένωση και αργότερα στην Ευρωζώνη, αντί να λειτουργήσουν αφυπνιστικά για τους ιθύνοντες της χώρας, υπογραμμίζοντας τις νέες ανάγκες του σκληρού ανταγωνισμού και την επιταγή αποτελεσματικής αξιοποιήσεως των ευρωπαϊκών πόρων, λειτούργησαν αποκοιμιστικά. Επέτρεψαν να εμπεδωθεί η λανθασμένη αντίληψη ότι η Ελλάδα «προστατεύεται» τώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι είναι «ισχυρή» επειδή ανήκει στην ισχυρή ζώνη του Ευρώ. Η εύκολη λύση της προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό για την αντιμετώπιση των συνεχώς ογκουμένων ελλειμμάτων στον δημοσιονομικό τομέα και στο εμπορικό ισοζύγιο συνεχίσθηκε επί δεκαετίες.
Πολύ χειρότερα ακόμη, οι πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών απέτυχαν να δουν και να αντιληφθούν πού κατευθύνεται πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την αναγωγή σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και συνθήκες της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής αρχικά και της παγκοσμιοποίησης, στη συνέχεια, και ποιες θα ήταν οι πολύ δυσμενείς για την Ελλάδα επιπτώσεις.
Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ
ΣΥΝΟΡΩΝ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΕΣΕ ΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΔΕΙΝΗ ΘΕΣΗ
Η εσωτερική αποτυχία ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του κράτους και του πολιτικού συστήματος, παρά τις ψευδεπίγραφες επαγγελίες και ισχυρισμούς, συνέπεσε με μια πραγματική εκτροπή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προς μια κατεύθυνση που κατέστησε πολύ δυσκολότερη ακόμη τη θέση της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από τη δεκαετία του ʼ80, είχε αρχίσει να θεσμοθετείται πάνω στη βάση του αγγλοσαξωνικού οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος φυσούσε τότε με όλη τη δύναμή του από τις ακτές της Μ. Βρετανίας και τις ατλαντικές ακτές της Βορείου Αμερικής. Η τάση αυτή επιδεινώθηκε δραματικά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την υιοθέτηση από τις ΗΠΑ της πολιτικής της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Η ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την παγκοσμιοποίηση είναι από μόνη της αντιφατική με την ιδέα μιας περιφερειακής ενώσεως, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Για την Ελλάδα όμως, που χαρακτηρίζεται από ιστορική καθυστέρηση και αποτελεί εκ των πραγμάτων αδύνατο κρίκο λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητάς της, η ταύτιση αυτή έχει, συγκεκριμένα, τις εξής πολύ δυσμενείς επιπτώσεις:
α. Το άνοιγμα των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση αναιρεί και ακυρώνει στην πράξη την αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως και αφήνει απροστάτευτες τις πιο αδύναμες χώρες, που βασίζονται σε προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας (γεωργία, βιοτεχνία, ελαφρά βιομηχανία).
β. Η ενσωμάτωση του νεοφιλελευθερισμού στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η αναγωγή του σε καταστατική αρχή, σε συνδυασμό με το άκριτο άνοιγμα των συνόρων, που είναι απόρροιά του, καθιστούν ανέφικτη κάθε πολιτική τύπου Κέυνς. Μια τέτοια πολιτική θα υποστήριζε την ευρωπαϊκή παραγωγή και κατανάλωση σʼ όλον τον χώρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και θα προωθούσε, όσο τίποτε άλλο, τη σύγκλιση και την εσωτερική συνοχή και αλληλεγγύη της. Γιατί, π.χ., μια ευρωπαϊκή επιχείρηση να μην επενδύσει στην αγορά μιας τρίτης χώρας, όπου έχει πλεονεκτικότερους όρους κέρδους, εφόσον, με το καθεστώς των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών, διατηρεί, σε κάθε περίπτωση, ελεύθερη την πρόσβασή της στην ευρωπαϊκή αγορά;
γ. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι πιο αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν δυσκολεύονται μόνο να διατηρήσουν τις παραδοσιακές εξαγωγές τους στην Ευρώπη, αντιμετωπίζοντας πολύ μεγαλύτερο και από μια άποψη άνισο ανταγωνισμό, λαμβάνοντας υπόψιν το χαμηλότερο επίπεδο ζωής και κόστους παραγωγής σε τρίτες χώρες. Χάνουν ταυτοχρόνως την εσωτερική τους αγορά, που στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών τους δεσμεύσεων είναι υποχρεωμένες νʼ ανοίξουν τα σύνορά τους όχι μόνο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά σʼ όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Η κατάσταση αυτή επιτείνεται από το ακριβό ευρώ, που κάνει ακριβότερες τις ελληνικές εξαγωγές και φθηνότερες τις εισαγωγές. Η τυπική εθνική ισότητα μεταξύ των χωρών-μελών υπό τους όρους αυτούς δεν προσφέρει καμιά ασπίδα γιατί, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «η μεγαλύτερη ανισότητα είναι η ισότητα μεταξύ ανίσων».
Τα αποτελέσματα της καταστάσεως αυτής είναι εμφανή στην εκτόξευση των ελλειμμάτων της χώρας στο εμπορικό ισοζύγιο, που βαίνει συνεχώς επιδεινούμενο κατά τα τελευταία χρόνια και θρέφει, μαζί με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τον Μινώταυρο του εξωτερικού χρέους. Πώς θα μειωθεί, πάνω σε σταθερή και διατηρήσιμη βάση, το εξωτερικό χρέος, χωρίς αναστροφή της τάσεως αυτής ή δραματική μείωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων;
ΤΟ ΑΓΟΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ
ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Από τον 6ο ήδη αι. π.Χ., ο Ηράκλειτος είχε χαρακτηρίσει την παιδεία «έναν δεύτερο ήλιο». Η πεμπτουσία του ελληνικού πολιτισμού είναι αδιαχώριστη από την παιδεία και τον ορθό λογισμό, που έδωσε η Ελλάδα στον κόσμο. Και όμως, εάν δει κανείς τι γίνεται στα ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια, εδώ και δεκαετίες, καταλαμβάνεται από δέος και απερίγραπτη οργή. Όταν γνωρίζει μάλιστα ότι ο χρόνος της προόδου σήμερα μετράει πολύ διαφορετικά και ότι η γνώση έχει καίριο ρόλο στην κατάκτηση της προόδου και τη διασφάλιση μιας αρμόζουσας θέσεως και προοπτικής στη χώρα, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Το πρόβλημα όμως στην παιδεία δεν εξαντλείται, δυστυχώς, μόνο στο θέμα της πλήρους υποβαθμίσεως και απαξιώσεώς της. Από τη δεκαετία του ʼ90 έχουμε επίσης ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, που αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα σε συνδυασμό με τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου. Είναι η απροκάλυπτη τάση συστηματικής υποβαθμίσεως του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα της παιδείας, με πρόσχημα τον δήθεν «εκσυγχρονισμό» και τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης για «πολυπολιτισμική» εκπαίδευση και «πολυπολιτισμική» κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, συντελείται ένα πραγματικό ανοσιούργημα σε βάρος της ελληνικής παιδείας, στο οποίο το περίφημο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Βρισκόμαστε ουσιαστικά αντιμέτωποι με μια συντεταγμένη προσπάθεια εθνικής αποδομήσεως στον χώρο της παιδείας, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής συνειδήσεως και της εθνικής ταυτότητας. Η πολιτική αυτή εκπορεύεται από τον διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης και τον δήθεν «οικουμενισμό» της, που δεν έχει καμία πραγματική σχέση με τον αληθινό οικουμενισμό, πυρήνας του οποίου είναι η ελληνική κλασική ανθρωπιστική παιδεία.
Η σύγχυση αυτή προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη της Ευρώπης ως υπερεθνικής ενότητας, που αντιμάχεται το εθνικό κράτος, αντί ως συμπολιτείας εθνών και κρατών, που έχει ως κοινό παρονομαστή την ευρωπαϊκή κληρονομιά και συνθέτει και διαφυλάσσει τις εθνικές ταυτότητες και τον πολιτιστικό πλούτο των χωρών-μελών της. Ο στόχος αυτός της παγκοσμιοποίησης, η οποία επιδιώκει την εθνική αποδόμηση ως αναγκαίο όρο για την προαγωγή μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και μιας παγκόσμιας διακυβερνήσεως των αγορών, προβάλλεται ως διεθνιστικός, προοδευτικός στόχος. Βρίσκει γιʼ αυτό, δυστυχώς, έδαφος και σε πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να προσδιορίζονται ως αντίπαλοι της παγκοσμιοποίησης αλλά «διεθνιστικές». Ιδιαίτερα, πολλοί θιασώτες του παλαιού σοβιετικού διεθνισμού ανεζήτησαν στην ιδέα της Ευρώπης έναν νεο υποκατάστατο διεθνισμό. Όταν η Ευρώπη συνταυτίσθηκε με τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση, διολίσθησαν στην υποστήριξη του διεθνισμού της παγκοσμιοποίησης, συγχέοντας ευρωπαϊκή ιδέα και παγκοσμιοποίηση.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ
ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ: Η ΜΑΖΙΚΗ,
ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ
ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Στα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να προσθέσει κανείς και μια νεοφανή, απρόσμενη απειλή στην ελληνική εθνική ταυτότητα, που συνδέεται εγγενώς με την παγκοσμιοποίηση. Είναι η μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, η οποία αφέθηκε, δυστυχώς, να προσλάβει, με την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και προκάλυμμα τη διεθνιστική αλληλεγγύη και τα ανθρωπιστικά αισθήματα, πολύ ανησυχητικές διαστάσεις. Η μαζική, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση διασπά ευθέως, με τον όγκο της και την απουσία οποιασδήποτε πολιτιστικής συνάφειας με τον Ελληνικό λαό, την εθνική συνοχή της χώρας και δημιουργεί απειλή, σε προοπτική, για το ίδιο το εθνικό μέλλον και την εθνική ταυτότητα της χώρας. Προσφέρει, άλλωστε, το άλλοθι και τους δημογραφικούς όρους για την προπαγάνδιση της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, της «πολυπολιτισμικής» παιδείας και της αποδομήσεως του ελληνικού εθνικού κράτους, ως αναπόφευκτης δήθεν ανάγκης, εφόσον «τώρα δεν είμαστε πια μεταξύ μας»!
Ο ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΝΕΙ ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Η επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στην Ελλάδα κατέστησε σαφές σε όλους ότι πίσω από τη ρητορεία για την Ελληνο-τουρκική «φιλία» και την πολιτική των μηδενικών δήθεν προβλημάτων της Τουρκίας με τους γείτονές της, τα προβλήματα που δημιουργούν οι τουρκικές αμφισβητήσεις, βλέψεις και διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος, παραμένουν ακέραια και κλιμακώνονται. Οι προκλήσεις τουρκικών ναυτικών μονάδων στο Αιγαίο συνεχίζονται. Το ίδιο και η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ ελληνικών νησιών, όπως επιβεβαιώθηκε πάλι, προσφάτως, με την παρέμβαση τουρκικής κορβέτας κατά ιταλικού πλοίου, που εξερευνούσε τον βυθό μεταξύ Καρπάθου και Καστελλορίζου για την πόντιση καλωδίου οπτικών ινών, που θα συνδέει το Ισραήλ με την Ιταλία.
Οι Έλληνες πυρπολητές του ʼ21 ανάγκαζαν τον τουρκικό στόλο να κλείνεται στα στενά. Τα τουρκικά πολεμικά περιπολούν σήμερα σʼ όλο το Αιγαίο και έξω από τις ακτές της Αττικής, αμφισβητώντας την ελληνικότητα του Αιγαίου και τα όσα αναγνωρίζει στην Ελλάδα το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση και τι επιβάλλεται επειγόντως να γίνει;
Οι κλασικές απαντήσεις σʼ αυτό το ερώτημα πρέπει να λάβουν υπʼ όψιν επίσης, σήμερα, τη νεοοθωμανική τουρκική πολιτική. Η τελευταία επιδιώκει έναν ευρύτερο ρόλο στα Βαλκάνια, περιλαμβανομένου του ελληνικού χώρου, με έρεισμα τις μουσουλμανικές μειονότητες, παλιές και νέες, που δημιουργούνται, με τη μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Έχουν αναρωτηθεί οι ιθύνοντες και άλλοι γνωστοί «προοδευτικοί» παγκοσμιοκράτες, τι συνέπειες μπορεί να έχει, σε σχέση με τον Νεοοθωμανισμό, η μαζική εγκατάσταση στην Ελλάδα, με τη λαθρομετανάστευση, μαζικών μουσουλμανικών πληθυσμών από την Ασία και την Αφρική;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το καλύτερο νόημα που μπορεί να έχει ο εορτασμός μιας εθνικής επετείου, όπως η εθνεγερσία του 1821, είναι ο παραδειγματισμός από τον τιτάνιο αυτό αγώνα και ο προβληματισμός για τη σημερινή πορεία και προοπτική του έθνους μας, που ανεστήθη με ποταμούς αιμάτων και τόσες προσδοκίες και ελπίδες για το μέλλον. Η Ελλάδα κινδυνεύει σήμερα λιγότερο από τους εξωτερικούς εχθρούς και περισσότερο από τον ίδιο τον εαυτό της. Από τον ετεροπροσδιορισμό της και την ξένη έμπνευση και εξάρτηση των πολιτικών της. Από μια ψεύτικη «προοδευτική» συνείδηση, που αναπαράγει ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης. Από τον πολιτικό παραλογισμό και τον παρωχημένο πολιτικό λόγο, που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα των πολιτικών ηγεσιών της. Από τη μυωπική αντιμετώπιση προβλημάτων, που μπορούν να απειλήσουν την ίδια την εθνική της ύπαρξη, όπως είναι η μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Από τον εφησυχασμό μπροστά στην άνοδο των κινδύνων και τον αποπροσανατολισμό της μικροπολιτικής. Από την προσκόλληση σε στερεότυπα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την υποτίμηση των προβλημάτων που δημιουργεί στην Ελλάδα η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από εθνική αναπτυξιακή στρατηγική και εθνικές πολιτικές για να αντεπεξέλθει στο σημερινό αδιέξοδο και στο χάσμα που τη χωρίζει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι όμως δέσμια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που της συστήνουν, ως μόνη λύση, το ξεπούλημα του εθνικού της πλούτου και την απαξίωση του ρόλου του κράτους προς όφελος των διεθνών αγορών. Η δυσφήμηση του ρόλου του κράτους από τις καταχρήσεις της κομματοκρατίας διευκολύνει την προβολή της πολιτικής αυτής ως «προοδευτικής» και της αλόγιστης ιδιωτικοποιήσεως ως αναπόφευκτης επιλογής για την αναπτυξιακή προοπτική. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν πρέπει να δίνουν το αίσθημα εθνικής καταθλίψεως και απαισιοδοξίας. Το παράδειγμα του ʼ21 είναι πηγή εμπνεύσεως για δύναμη, καρτερία και επιμονή. Πρέπει να οδηγούν σε φρονηματισμό, αναστοχασμό των προβλημάτων και καθαρή σκέψη για το δέον γενέσθαι, με γνώμονα το εθνικό μέλλον της χώρας και την έγκαιρη, αποτελεσματική αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων και απειλών που επικρέμονται πάλι στον εθνικό ορίζοντα.