Μια Φορά Και Έναν Καιρό

– «Πού είναι ο σπάγκος; Τον έχασες τον σπάγκο;»

Τα χρόνια εκείνα τα μίζερα, τα προπολεμικά, αλλά και τα κατοπινά με διάχυτη στην κοινωνία την ανέχεια, ο σπάγκος αποτελούσε κομμάτι του νοικοκυριού. Με επιφυλάξεις μού επέτρεψαν να τον πάρω για ν’ αμολήσω το «τσερκένι» μου, όπως έλεγε τον αετό η γιαγιά μου, που τότε συνήθως ήταν δημιούργημα των χεριών μας.

Παίρναμε λεπτά πηχάκια ή βρίσκαμε κανένα καλάμι, που με το σουγιαδάκι μας το κόβαμε κατά μήκος και κατασκευάζαμε έναν πανέμορφο αετό με πολύχρωμα χαρτιά κολλημένα με αλευρόκολλα από αλεύρι που έψαχνε κατόπιν να βρει η μάνα μας για τηγάνισμα, και ποιος άκουγε τις φωνές της που δεν το εύρισκε…

Μερικοί φτιάχνανε και τα λεγόμενα «σμυρνάκια». Σε αυτά ο σκελετός ήτανε σαν σταυρός στην κορυφή του οποίου ένα καλάμι σχημάτιζε καμπύλη σε σχήμα τόξου, από τις άκρες του οποίου ξεκίναγαν δύο συγκλίνοντα πηχάκια ως τη βάση του άξονα. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό και προκαλούσε μιαν ευχάριστη ποικιλία, πετώντας ανάμεσα στους κλασικούς. Δυστυχώς ούτε υπάρχουν πια ούτε και που τους ξέρουν.

Με τον γυρισμό μας έπεφτε η αυλαία του εορταστικού διήμερου και μας κατελάμβανε μαύρη κατάθλιψη. Αύριο πρωί πρωί σχολείο και… αδιάβαστοι. Είχαμε ξεσαλώσει το τελευταίο αποκριάτικο Σαββατοκύριακο, μασκαρευτήκαμε με ό,τι κουρελαρία υπήρχε σπίτι, και ξεμπουκάραμε ρεζίληδες των σκυλιών να θορυβήσομε στη γειτονιά. Ύστερα ήρθε η Καθαροδευτέρα, η πιο ωραία Δευτέρα του χρόνου, γιατί είναι αργία, όπου επιδοθήκαμε στο αμόλημα του αετού, με πολλές προσπάθειες και αμφιβολίες για την πτητική του ικανότητα… Υπήρχαν και κάτι σαΐνια στην αλάνα, βιρτουόζοι στο να καταρρίπτουν των ανταγωνιστών τους με ένα ξυραφάκι που στερέωναν στον σπάγκο τους. Ταλαιπωρούμασταν κατόπιν το μεσημέρι με τα φοβερά νηστίσιμα που μας τάιζαν και που ένιωθαν τρώγοντάς τα γαστριμαργική απόλαυση οι μεγάλοι. Και ύστερα τέλος… Και άντε τώρα εσύ να περιμένεις την αργία της 25ης Μαρτίου, που θα φορέσεις τα τσολιαδίστικα, να το παίξεις Παπαφλέσσας και Καραϊσκάκης… Ζήσε μαύρε μου δηλαδή. Και τότε είδες τη γιαγιά σου που αν και βυθισμένη στο διάβασμα της «Σύνοψης» σε πληροφόρησε πως μπαίναμε στην προπασχαλινή περίοδο και πως την Παρασκευή αρχίζουν οι Χαιρετισμοί.

Χαράς ευαγγέλια. Οι βραδινές λειτουργίες της εκκλησίας, με τις τέσσερις συν μία Παρασκευές των Χαιρετισμών, προσέφεραν μια «έκτακτη» σύναξη της παλιοπαρέας, έστω και άπαξ της εβδομάδος, σε ώρες απαγορευμένες, διότι είχαμε «απαγορευτικό» εξόδου από τους γονιούς μας «μετά τη δύση του ηλίου…».

Και ο ήλιος της προσδοκώμενης Παρασκευής επιτέλους έδυσε. Ο αντίλαλος της καμπάνας του Άη Χαράλαμπου διέκοψε την εσπερινή ηρεμία αντηχώντας ως τις πέρα γειτονιές. Παιδιά εμείς των πρώτων τάξεων του οκταταξίου τότε γυμνασίου, βρισκόμασταν ηλικιακά στο μεταίχμιο μεταξύ του «κοιμήση» κι εκείνου «που ήξερε πολλά…» και δασκάλευε τους… υποτακτικούς του.

Με τη συνοδεία της μάνας μας, του πατέρα μας ή και αμφοτέρων οδηγούμεθα στην κατάφωτη εκκλησία, που αν ήταν κοντά μας, παίρναμε «ελευθέρας» να πάμε άνευ συνοδείας. Ταυτόχρονα μ’ εμάς κατέφθαναν, αλλά ποτέ άνευ συνοδείας, και οι συμμαθήτριές μας. Με την πλισέ φουστίτσα τους και τα γαρνιρισμένα με λευκό ή ροζ φιόγκο κοτσιδάκια τους, άναβαν στο μανουάλι με επιτηδευμένες κινήσεις το κεράκι τους, και μετά με ύφος αγέρωχο στέκονταν στο πλάι της μάνας τους, ενώ αδιόρατα έπαιζε το ματάκι τους να ξεχωρίσουν ποιοι τις θαυμάζουν.

Από εμάς πάλι τα αγόρια, πολλοί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους για την εύρυθμη… λειτουργία της Λειτουργίας. Και αυτοί ήσαν οι πρόσκοποι, που με το προσκοπικό κοντάρι στο χέρι ασκούσαν μέσα στον Ναό εξουσία, επιβάλλοντας ευκοσμία και τάξη, διατηρώντας κυρίως ανοιχτούς τους διαδρόμους για να μπορεί ο παπάς να κυκλοφορεί και να θυμιατίζει ελεύθερα. Σαν «ένστολοι» τράβαγαν το ενδιαφέρον και την προσοχή των συνομηλίκων τους θηλυκών που τις γοήτευε η ανδρεία τους εντρυφούσαι παράλληλα στην πρώιμη… τριχοφυΐα των ποδιών τους. Άλλοι γίνονταν παπαδοπαίδια και κράταγαν τις λαμπάδες δίπλα στον ιερέα, που έψελνε το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη…» Μερικοί απ’ αυτούς τους πιτσιρικάδες φόραγαν πάνω από το ζακέτο τους και… ράσο φτιαγμένο κατά κανόνα από τη μάνα τους που επιβράβευε έτσι την… ευσέβειά τους προς τα θεία. Πέραν όμως απ’ όλους αυτούς τους… «επωνύμους» υπήρχαμε εμείς, οι απλοί «κοπρίτες», η μεγάλη πλειονότητα με τη σφεντόνα στην τσέπη.

Τσαντίζαμε τα κοριτσόπουλα πετώντας τους «εξυπνάδες» και εισπράτταμε το στερεότυπο « Α να χαθείς βλάκα». Κυρίως όμως το στρώναμε στο παιχνίδι στην αυλή της εκκλησίας και στα πέριξ. Τσαλαπατούσαμε τα παρτέρια της με τους ανθισμένους πολύχρωμους πανσέδες και τις βιολέτες που μόλις άρχιζαν δειλά δειλά να ανθίζουν σκορπώντας το λεπτό εκείνο άρωμα που σημαδεύει την πασχαλιά. Παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους με πολλά στεκαμάν και «κιχ, κιχ» που υπονοούσαν τις πιστολιές από τα «Smith» και τα «Colts» που σχηματίζαμε με προτεταμένα τα δάχτυλά μας. Παίζαμε κρυφτό και είχαμε για «τούκα» την πλαϊνή πόρτα όπου τα «φτου ξελευθερία» πέφτανε βροχή. Σπανιότερα το ρίχναμε και στο κυνηγητό και οι ζαβολιές πήγαιναν σύννεφο. Μόνη μας έγνοια μη μας δει ο καθηγητής μας των Θρησκευτικών, και μας τραβήξει καμιά «διαγωγή κοσμία» για την ασέβειά μας. Η αλήθεια είναι πως το παρακάναμε με τις φωνές, τους καβγάδες μας, τις βρισιές και ενίοτε τις βλαστήμιες τις δυσανάλογα μεγάλες για το μπόι μας. Έβγαινε τότε και μας πρόγκιζε ο νεωκόρος. Στην αρχή μάς έπιανε με το καλό και άρχιζε τις νουθεσίες όπως άρμοζε στη θέση του και στο αξίωμά του. Μαζευόμασταν τότε εμείς, καθόμασταν στα σκαλοπάτια και άρχιζε η κριτική των πεπραγμένων μας, που κατέληγε σε καβγάδες, σε φωνές και σε βλαστήμιες. Απηυδισμένος ξανάβγαινε ο νεωκόρος και παραβλέποντας χώρο και αξιώματα μας έστελνε στον… διάολο

… Και τώρα, υποβασταζόμενοι από κάποιο εγγόνι, αφού δεν μας κρατάνε πια τα ποδάρια μας, οδηγούμαστε σ’ αυτούς τους γνώριμούς μας τόπους που έχουνε γίνει αγνώριστοι. Παιδιά δεν παίζουν στον δρόμο, κι υπάρχουν παντού παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τη θέση του κωδωνοκρούστη επήρε ο κομπιούτερ και οι τριγύρω πανύψηλες πολυκατοικίες δημιουργούν ασφυκτικό και εχθρικό περιβάλλον.

Η σκέψη μοναχά περιπλανιέται ανάμεσά τους ψάχνοντας να βρει την «τούκα» και όπως τότε να φωνάξει «φτου ξελευθερία…» Αλλά ούτε τούκα υπάρχει ούτε φωνή…


Σχολιάστε εδώ