O «αδιάφορος» κ. Έρογλου
Η κεντρική εντύπωση που ήταν διάχυτη αμέσως μετά την τελευταία συνάντηση του Προέδρου Χριστόφια με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Έρογλου για την επίλυση του Κυπριακού εστιάστηκε στην εικόνα της αδιαφορίας. Στο ότι, δηλαδή, ενώ ο κύπριος Πρόεδρος διακατέχεται, και δικαίως, από την αγωνία για την επίλυση του Κυπριακού κατά τρόπο λειτουργικό, δίκαιο και βιώσιμο, ο εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων, των δυνάμεων κατοχής της Τουρκίας κ.λπ. δεν έδειξε καμία διάθεση να προχωρήσει εποικοδομητικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αυτή η συμπεριφορά θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενη και να μη μας εκπλήσσει, διότι ο κ. Έρογλου δεν εκπροσωπεί τους Τουρκοκύπριους που διαδηλώνουν στους δρόμους υπέρ της λύσης και της αποχώρησης του τουρκικού στρατού από την Κύπρο, αλλά την Τουρκία, τον κ. Ερντογάν και το βαθύ κράτος της Άγκυρας.
Η Τουρκία, λοιπόν, θεωρεί ότι το Κυπριακό είναι λυμένο επί του εδάφους, πράγμα που το διαλαλεί από το 1974 και εντεύθεν, διότι μέχρι το Σχέδιο Ανάν φαινόταν διατεθειμένη να κάνει ορισμένες «διορθωτικές» διευθετήσεις προς την κατεύθυνση μιας ομοσπονδιακής δομής sui generis, που δεν θα είχε όμοιό της στις πολιτειακές δομές της διεθνούς κοινότητας από τότε που υπάρχουν κράτη μέχρι σήμερα. Θα προσομοίαζε, ως προς τη φιλοσοφία, με το καθεστώς της Νότιας Αφρικής όπως υφίστατο την εποχή του απαρτχάιντ.
Επομένως, θα πρέπει να διερωτηθεί κανείς πού οδηγούνται οι σημερινές συνομιλίες στην Κύπρο εφόσον όλοι εμείς, ειδικοί και μη, γνωρίζουμε πως αφ’ ης στιγμής η Τουρκία δεν έχει κανένα κόστος από τη στρατιωτική κατοχή και την παράνομη παρουσία των εποίκων, δεν πρόκειται να κάνει καμία ουσιαστική υποχώρηση. Αυτό μας διδάσκει η λογική των διεθνών σχέσεων και της τεχνικής της διαπραγμάτευσης από την εποχή του Θουκυδίδη μέχρι σήμερα. Ο κ. Έρογλου και η Άγκυρα προσέρχονται στις συνομιλίες με τον Πρόεδρο της Κύπρου από θέση ισχύος και «διαπραγματεύονται» pro forma για να μην καταδείξουν την αδιαλλαξία τους στη διεθνή κοινότητα, ευελπιστώντας ταυτόχρονα πως ο χρόνος δουλεύει υπέρ τους, αφού τα κατοχικά δεδομένα εδραιώνονται.
Εκείνο που πρέπει να γίνει σήμερα, δεδομένου ότι με τη διαδικασία που ακολουθείται εδώ και δύο και πλέον χρόνια ο χρόνος περνά χωρίς καμία προοπτική, είναι να έρθει η Κύπρος σε συνεννόηση με την Αθήνα αλλά και με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που είναι σε θέση να κατανοήσουν το πρόβλημα, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, ώστε να χαραχθεί μια νέα στρατηγική, η οποία θα επαναφέρει το Κυπριακό πρόβλημα στη βάση του. Ότι δηλαδή η Κύπρος, η οποία ως Κυπριακή Δημοκρατία υφίσταται μια παράνομη, ξένη, τουρκική εν προκειμένω, κατοχή, αξιώνει την απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων και την ανάκτηση της κυριαρχίας της σε όλη την επικράτεια αλλά και των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του κυπριακού λαού στο σύνολό του.
Οφείλουμε να ζητήσουμε διεθνείς συμμαχίες που βρίσκονται σήμερα σε αντίθεση με τον τουρκικό μεγαλοϊδεαλισμό (βλέπε ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ηγεμονικές βλέψεις στη γύρω περιοχή) και να εκπονήσουμε μια διεθνή καμπάνια στιγματισμού της Τουρκίας για την κατοχή. Αυτό θα βοηθούσε την Κύπρο να απεγκλωβιστεί από την αποτυχημένη αντίληψη που καλλιεργήθηκε περί «κυπριακού οικοπέδου», ότι δηλαδή το Κυπριακό πρόβλημα είναι μόνο υπόθεση των δύο κοινοτήτων, και να ξαναπροσδώσουμε διεθνή διάσταση στην κυπριακή υπόθεση, που σημαίνει πως οι Κύπριοι δικαιούμαστε να ζούμε ελεύθεροι στον τόπο μας και να επιλέγουμε, σύμφωνα με τη βούληση του λαού, το πολίτευμά μας.
Οι δύο κοινότητες μπορούν να συζητήσουν και να διαπραγματευθούν την οικοδόμηση ενός ομοσπονδιακού, δημοκρατικού πολιτειακού μοντέλου που θα συνάδει προς τις αξίες και τον πολιτισμό της Ευρώπης, απαλλαγμένες όμως από την εκβιαστική απειλή της Τουρκίας και την κατοχή των στρατευμάτων της.