Μια φορά και έναν καιρό

Σε βαρέθηκα πια…», και «Εκείνον», που έμεινε «μπουκάλα» καταρώμενος τον «ξένο δάκτυλο», δηλαδή τη φαρμακόγλωσση μάνα της, που γαμπρό έβλεπε, κουμπάρο έβλεπε, αλλά παπά και στεφάνι δεν έβλεπε.

Κατόπιν τούτου, ύστερα από συνοπτική διαδικασία, αποφάσισαν μάνα και κόρη να τον στείλουν στα τσακίδια, χωρίς να του δώσουν ακόμα μια «τελευταία ευκαιρία», διότι η μήτηρ ήταν αριθμομνήμων και θυμόταν επακριβώς τον αριθμό «των τελευταίων ευκαιριών» πxου του παρείχαν για να μη χάσουνε το κελεπούρι. Έτσι «Εκείνος» βρέθηκε ξυλάρμενος, ελπίζοντας ότι θα καταλάβαινε το λάθος της και συντετριμμένη θα του έκανε καντάδα κάτω από το παραθύρι του με το σουξέ της εποχής: «Συγγνώμη σου ζητώ, συχώρεσέ με, πως έφταιξα εγώ το ʼμολογώ…». Αλλά –αλίμονο– κάτι τέτοιο δεν συνέβη και η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσε να δώσει για να δικαιολογήσει την παράλειψη ήταν πως, επειδή δεν ήταν αρκετά καλλίφωνη, φοβόταν μπας την προγκήξουν που θα τραγούδαγε φάλτσα…

Μπορεί τη σημερινή τεχνοκρατική εποχή να μας αφήνουν ασυγκίνητους τα ερωτικά φινάλε, όμως κάποια άλλα, ρομαντικά χρόνια θα έπαιρνε ο τροβαδούρος το όργανό του ανά χείρας και περιφερόμενος από χωρίου εις χωρίον θα εξιστορούσε μελωδικά το χρονικό, σπαράζοντας ευαίσθητες καρδιές. Και ενώ «Εκείνος» έρημος, βαρύς και μόνος σέρνεται μες στη ζωή, εμφανίζεται στο προσκήνιο το τρίτο πρόσωπο, η φίλη τους κυρία Γιάννα, που έμαθε τα καθέκαστα (όπως μάθαινε τα πάντα), οσφράνθηκε σαν κυνηγόσκυλο το θήραμα και έσπευσε να καλύψει το αισθηματικό του κενό με μια ανιψούλα της (το τέταρτο πρόσωπο που λέγαμε), η οποία με ιώβειο υπομονή περίμενε να στραβωθεί κάποιος νυμφίος. Αμέσως έθεσε σʼ εφαρμογή το αλάνθαστο ανά τους αιώνες σχέδιο: Καθώς πλησίαζαν Απόκριες, θα οργάνωνε ένα πάρτι σπίτι της με ωραία μουσική, κατά προτίμηση τανγκό, με πρώτη επιλογή το «Μοναξιά, φτάνεις κάποτε μοιραία» του Εντουάρντο Μπιάνκο και διάφορα άλλα παρεμφερή. Στο σαλόνι θα υπήρχαν κεριά, που συμβάλλουν στον ερωτισμό, και θα τον πότιζε βερμούτ μέχρι να γίνει ντούζης, και τότε θα του έριχνε την ανιψούλα από κοντά και, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, θα τσίμπαγε η ψαρούκλα. Τα υπόλοιπα είναι νομοτελειακά δεδομένα: Αγάπες και λουλούδια στην αρχή και στο τέλος, για να γίνει επανόρθωση του ανεπανόρθωτου συμβάντος, η… «κουλούρα». Η κουνιάδα της, που μια ζωή τη γρουσούζευε, είχε τις επιφυλάξεις της:

«Κι αν δεν συμβεί το ανεπανόρθωτο;», είπε με σκεπτικισμό.

«Μπα που να φας τη γλώσσα σου», αποκρίθηκε η Γιάννα, προσθέτοντας πως τότε θα τον ξαποστείλει στη μάνα του, «γιατί στο σόι μας χαντούμηδες δεν χρειαζόμαστε».

Προηγουμένως, για να εξασφαλίσει τα νώτα της, απέστειλε τη μαντάμ Ανζέλ να επισκεφθεί τις «άλλες» και να τις ξεψαχνίσει για τους λόγους που τον «ξαπόστειλαν». Η μαντάμ Ανζέλ, φραγκολεβαντίνα πρόσφυξ από τα Βουρλά της Μικρασίας, είχε το μοναδικό ταλέντο να ψαρεύει επτασφράγιστα μυστικά. Οι θαυμαστές της για να εξυμνήσουν τις ικανότητές της λέγανε πως ξέρει τα πάντα. Μέχρι και «πόσα κουμπιά έχει το σώβρακό σου». Αν και μερικοί κακοήθεις αυτό το απέδιδαν μόνο στην παρατηρητικότητά της… Η έκθεση που έφερε κρίθηκε ικανοποιητική κι έτσι προχώρησε στο δεύτερο μέρος του σχεδίου. Ο γιος της ήταν φίλος με «Εκείνον» και επομένως είχε εύκολη πρόσβαση για να ρίξει βάλσαμο στην πονεμένη του καρδιά και να τον ανακουφίσει από τη σκληρή μοναξιά του. Άλλωστε οι αγαθοεργίες ήταν το φόρτε της. Προχώρησε σʼ επίσημη πρόσκληση. Του είπε πως για χάρη του οργανώνει χοροεσπερίδα να χαμογελάσει το χειλάκι του, που από τον χωρισμό κοντεύει να ρέψει. Περιέλουσε δεόντως την «πρώην που δεν έκανε γιʼ αυτόν» κι έριξε επʼ ευκαιρία σπόντες πως πρέπει να βρει ένα καλό κορίτσι από σπίτι να νοικοκυρευτεί, κι όχι καμιά που θα ʼχει το μυαλό της στα «πουλιά και στʼ αηδόνια», γιατί τα κορίτσια σήμερα είναι ο Θεός να σε φυλάει. Έκανε σύντομη διακοπή για να ξορκίσει το κακό και είπε κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα… Σταματημό δεν είχε. Υποσχέθηκε να του φτιάξει και χαλβά, που ήταν η σπεσιαλιτέ της, και για να σιγουρέψει την παρουσία του πρόσθεσε για να τον δελεάσει: «Προσκάλεσα και την κυρία Λακαφώση. Θα μας απαγγείλει ποιήματα από την τελευταία ποιητική της συλλογή!».

Ανατρίχιασε «Εκείνος». Ευχαρίστησε και αποποιήθηκε ευγενικά την πρόσκληση με τη δικαιολογία πως την ίδια μέρα θα κάνει πάρτι σπίτι του.

Οι πολέμαρχοι δεν τα χάνουν με κάποιο απρόοπτο στη μάχη. Ούτε κι η κυρία Γιάννα τα έχασε. Πέρασε στην αντεπίθεση και ρώτησε παιχνιδιάρικα: «Εμάς θα μας καλέσεις;». Τι να κάνει; Την κάλεσε…

Στο μεταξύ, «Εκείνος» γνώρισε τη συγγραφέα Ζωρζέτ Αλέτρη, διάσημη στον κύκλο της από το δραματικό της μυθιστόρημα «Μπογιές που ξέβαψαν», με το οποίο πολλοί έκλαψαν και περισσότερο απʼ όλους ο τυπογράφος της, που τον φέσωσε. Τον θάμπωσε ο πλούτος των απαξιωτικών εκφράσεών της για όλους και για όλα και καθώς ήταν και μπάνικη αποφάσισε νʼ απλώσει μαζί της τραχανά…

Και η μέρα του πάρτι έφτασε.

Οι σερπαντίνες και οι γιρλάντες που στόλιζαν το σαλόνι σχημάτιζαν έναν πολύχρωμο θόλο, ενώ κάτω, στην άκρη του καλογυαλισμένου και γλιστερού για τον χορό παρκέ, βρισκόταν το μακρουλό τραπέζι με τους μεζέδες και τα ποτά. Τα κρεμαστά γιαπωνέζικα φαναράκια σκόρπαγαν αισθησιακό ημίφως στην αποκριάτικη ατμόσφαιρα, ενώ παρέκει, στο σαραβαλιασμένο από την εντατική χρήση γραμμόφωνο, χοροπηδούσε ο γεμάτος γρατζουνιές δίσκος των 78 στροφών, με το γεμάτο υπονοούμενα τραγουδάκι:

«Μάρω, Μάρω, μια φορά είνʼ τα νιάτα / Μάρω, Μάρω, τις ντροπές παράτα. /

Του φιλιού την πρώτη γλύκα / μην τηνε φυλάς για προίκα / μη μʼ αφήνεις τώρα που σε βρήκα…». Ριγώντας απʼ τις υποκρυπτόμενες προτροπές και ξέχειλα από ερωτισμό ζευγάρια το χόρευαν, άλλος τανγκό, άλλος «φοξ ανγκλαί» και άλλος «βαλς εζιτασιόν» ανάλογα πώς βόλευε τον καθένα. Και τότε συνέβη το δράμα.

Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε και «Εκείνος», που καρτερούσε τη συγγραφέα, γκρεμοτσακίστηκε νʼ ανοίξει. Αλλά αλίμονο. Ταυτόχρονα μʼ εκείνη ήρθε και η κυρία Γιάννα μαζί με την καμαρωτή ανιψούλα της, που στολισμένη με τα τζοβαερικά της έμοιαζε με σκούνα τη Ναυτική Εβδομάδα. Αδιαφορώντας για την παρουσία τους αφιερώθηκε εκείνος στη Ζωρζέτ. Μʼ αυτή χόρευε, αυτήν κανάκευε, μʼ αυτή σαχλαμάριζε και χασκογελούσε. Χαλί να τον πατήσει έγινε, μέχρι και ως την πόρτα της τουαλέτας τη συνόδεψε μπας και χαθεί στον δρόμο. Και η κυρία Γιάννα και η ανιψούλα της κάθονταν στην άκρη σαν τα μαραμένα φύλλα, καταφρονεμένες. Στο τέλος δεν άντεξε. Την έπνιξε η οργή και τραβώντας την ανιψιά από το χέρι διολίσθησαν ανάμεσα στα ζευγάρια που χόρευαν μπλουζ και του φώναξε φεύγοντας:

«Είσαι ένα ανάγωγο γαϊδούρι».

Στον κόσμο του εκείνος, ούτε που κατάλαβε τι συνέβη. Μόνο η Ζωρζέτ η συγγραφέας μουρμούρισε σαν ονειροπαρμένη «Ένα ανάγωγο γαϊδούρι… Ωραίος τίτλος για το καινούργιο μου βιβλίο!».


Σχολιάστε εδώ