Κύμα συγχωνεύσεων και λουκέτων στα δημόσια σχολεία

Οι σχολικές μονάδες που θα συνενωθούν θα αποτελέσουν ενιαία σχολική μονάδα χωρίς παραρτήματα ή λυκειακές τάξεις, με βασικό στόχο την εξοικονόμηση πόρων από τις λειτουργικές δαπάνες των μικρών και μεσαίων σχολικών μονάδων, ενώ οι κτιριακές υποδομές, η συντήρηση, τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων και οι μετακινήσεις των μαθητών περιέρχονται πλέον στην αρμοδιότητα των δήμων και της Περιφέρειας.

Ουσιαστικά το υπουργείο φορτώνει στην τοπική αυτοδιοίκηση την ευθύνη της λειτουργίας των σχολικών μονάδων, με πόρους που θα εξασφαλίζονται από την τσέπη των γονιών. Προκρούστειος κλίνη σε αυτήν την προσπάθεια θα είναι οι νέοι «καλλικρατικοί» δήμοι που, λόγω μείωσης των κεντρικών πόρων, θα πιέζουν για συγχωνεύσεις και καταργήσεις στη λογική της εφαρμογής του Μνημονίου και των επιταγών του ΔΝΤ που θέλει να επιβάλει «φθηνό σχολείο», αποκεντρωμένο, ανταποδοτικό, ανοιχτό στην αγορά και στις ανάγκες της διά βίου κατάρτισης. Αναμφίβολα, η διά βίου μάθηση και η σύνδεση με την απασχόληση αποτελεί πρωταρχικό ζήτημα για την ύπαρξη αυτού καθ’ εαυτού του εκπαιδευτικού συστήματος. Εκεί που διαφωνεί κανείς είναι η μετατροπή της εκπαιδευτικής πολιτικής σε μονοσήμαντο εργαλείο της αγοράς εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπουργείο Παιδείας υπολογίζει ότι μέχρι το 2013 θα φύγουν με σύνταξη από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση περίπου 45.000 δάσκαλοι και καθηγητές. Με βάση όσα έχει υπογράψει η κυβέρνηση με το ΔΝΤ, πρέπει να διορίσει το 1/5, δηλαδή 9.000 καθηγητές και δασκάλους. Άρα, θα έχει 36.000 κενά που πρέπει να βρει τρόπο να τα καλύψει. Την ίδια στιγμή το υπουργείο ετοιμάζεται να κατασπαταλήσει στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 213 εκατ. ευρώ (!) σε μια επιμόρφωση-φενάκη των εκπαιδευτικών (θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε).

Το υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ισχυρίζεται ότι στόχος των καταργήσεων και συγχωνεύσεων είναι «η ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η αξιοποίηση των υποδομών για την εφαρμογή των καινοτόμων μεθόδων διδασκαλίας για όλους τους μαθητές της επικράτειας και η διευκόλυνση των εκπαιδευτικών για την παροχή ποιοτικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών». Τα οφέλη που θα προκύψουν, σύμφωνα πάντα με το υπουργείο, είναι ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η οργάνωση των Πολυδύναμων Σχολικών Κέντρων σε Ολοήμερα Σχολεία, υποστηρίζεται η λειτουργία τμημάτων ένταξης και ενισχυτικής διδασκαλίας και υλοποιούνται επαρκέστερα και αρτιότερα καινοτόμες δράσεις και πρωτοποριακά προγράμματα διδασκαλίας.

Το υπουργείο προβάλλει ως επιχείρημα για τη συγχώνευση αφενός το γεγονός ότι είναι δεκάδες οι περιπτώσεις σχολείων που ιδρύθηκαν ανά τη χώρα χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις αλλά με μοναδικό κριτήριο την «τακτοποίηση» καθηγητών ή τη δημιουργία διευθυντικών θέσεων για εκπαιδευτικούς, αφετέρου το ότι υπάρχουν περιπτώσεις δύο ή και τριών σχολείων σε μικρή απόσταση μεταξύ τους (100 ή 200 μέτρων) με 50 μαθητές το καθένα!

Τα κριτήρια συγχώνευσης-συνένωσης είναι οι κτιριακές υποδομές – εγκαταστάσεις, καθώς και οι δυνατότητες ανάπτυξης αιθουσών διδασκαλίας, βιβλιοθήκης και λοιπών βοηθητικών χώρων και εξοπλισμού στο σχολείο μετακίνησης. Επιπλέον, εκτιμάται η χιλιομετρική απόσταση για το νέο σχολείο και λαμβάνονται υπόψη η συγκοινωνιακή κάλυψη της περιοχής, το οδικό δίκτυο, οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες και η διάρκεια κάλυψης της διαδρομής για την άφιξη στο νέο σχολείο.

Το υπουργείο δεσμεύεται ότι «θα εξαιρεθούν από το πρόγραμμα συνενώσεων τα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης των απομονωμένων και απομακρυσμένων ορεινών και νησιώτικων περιοχών της χώρας, στις οποίες οι αποστάσεις, καθώς και οι καιρικές και συγκοινωνιακές συνθήκες δεν διασφαλίζουν τις παιδαγωγικές προϋποθέσεις για την ασφαλή και άνετη μεταφορά των μαθητών». Ευτυχώς, γιατί υπάρχουν κάποιες νησιωτικές περιοχές και ο ορεινός όγκος της πατρίδας μας που φθίνουν πληθυσμιακά και τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα εάν κλείσουν τα σχολεία.

Για να δούμε, όμως, και την άλλη, την αθέατη, πλευρά του λόφου.

Συγχωνεύσεις σχολείων σημαίνει αύξηση μαθητών κατά τμήμα, σημαίνει, δηλαδή, όλο και χειρότερες παροχές στη δημόσια εκπαίδευση, που είναι ακραίο μέτρο συρρίκνωσης των μορφωτικών δικαιωμάτων. «Η υπερφόρτωση των τάξεων είναι πάντα λάθος» γράφει χαρακτηριστικά ο μεγάλος παιδαγωγός Σελεστάν Φρενέ (1896-1966). Το στρίμωγμα των μαθητών σε πληθωρικά τμήματα, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, η κατάργηση των αντισταθμιστικών δράσεων (κατάργηση των τμημάτων ένταξης και τάξεων υποδοχής) δεν επιτρέπουν στο ΥΠΔΒΜΘ να μιλάει για «παιδαγωγικά» κριτήρια συγχώνευσης.

Η συγχώνευση σχολείων θα έχει ως συνέπεια όχι μόνο προβλήματα στη μαθησιακή διαδικασία, αλλά επίσης απώλεια χρόνου και μεγάλη ταλαιπωρία των μικρών μαθητών, οι οποίοι θα αναγκάζονται πολλές φορές να διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν στο σχολείο και στη συνέχεια στο σπίτι τους, γεγονός που θα επιβαρύνει το πρόγραμμά τους, αλλά και τη σχολική τους επίδοση. Επιπλέον, η μετακίνηση σε ένα πιο μακρινό σχολείο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των μαθητών, ενώ θα έχουμε και οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών προκειμένου να διασφαλίσουν την πρόσβαση των παιδιών τους στο σχολείο.

Από την πλευρά τους, οι εκπαιδευτικοί επιμένουν ότι οι συγχωνεύσεις σχολείων θα επιβαρύνουν την εργασιακή κατάστασή τους και θα δημιουργήσουν προβλήματα στους μαθητές και στις οικογένειές τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Α’ ΕΛΜΕ Αχαΐας, το μέτρο θα έχει μια σειρά από αρνητικά αποτελέσματα για την εκπαιδευτική διαδικασία, όπως: α) θα αυξηθεί σε όλα τα σχολεία ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα και θα φτάσει τους 30 που ισχύει ως ανώτατο όριο, γεγονός που θα μειώσει την ποιότητα της εκπαίδευσης, β) τα σχολεία θα γιγαντωθούν, με συνέπεια να γίνει δύσκολη η ποιοτική διαχείρισή τους και να χαθεί το στοιχείο της αλληλεπίδρασης μεταξύ καθηγητών και μαθητών, κάτι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία τους, γ) με δεδομένη την ανεπάρκεια υποδομών, είναι πιθανό πολλά σχολεία να λειτουργούν με ακατάλληλες για διδασκαλία αίθουσες, δ) θα αυξηθεί ο χρόνος μετακίνησης από και προς το σχολείο με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ασφάλεια και τον ελεύθερο χρόνο των μαθητών, ε) είναι πιθανό να αυξηθεί η μαθητική διαρροή αν η απόσταση και το κόστος μετακίνησης για το σχολείο αυξηθούν πολύ.

Τα πολυδύναμα σχολεία

εστία πολλών κακών και

αμάθειας

Αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για καταργήσεις κάποιων ολιγοθέσιων σχολείων (μονοθέσιων, διθέσιων) αλλά και για συγχωνεύσεις που θα οδηγήσουν στη δημιουργία σχολικών συγκροτημάτων εκατοντάδων μαθητών (Πολυδύναμων Σχολικών Κέντρων, όπως λέει το υπουργείο), δηλαδή «υδροκέφαλων» σχολείων, σχολικών μονάδων-μαμούθ, που μπορεί να μη πληρούν ούτε καν τα στοιχειώδη από άποψη υποδομών. Άλλωστε, η πολιτική «μεγάλα κτίρια-μικρά σχολεία» δοκιμάσθηκε στην πράξη (δηλαδή συνύπαρξη πολλών τύπων σχολείων σε ένα μεγάλο σχολικό συγκρότημα) στα σχολεία του γνωστού συγκροτήματος της Γκράβας (που σημαίνει χαράδρα ή κρημνός… και κάθε συνειρμός είναι περιττός).

Ο βασικός πυρήνας του συγκροτήματος λειτούργησε στις αρχές του ’70 και σήμερα κινούνται εκεί καθημερινά 4.000 μαθητές σε 22 σχολεία (!) όταν ερευνητικές μελέτες εντοπίζουν περισσότερα προβλήματα εκδήλωσης βίας και «ταξικής πόλωσης» στα μεγαλύτερα σχολεία και συγκροτήματα, ενώ στα πολυδύναμα σχολεία δημιουργούνται πρόσθετα προβλήματα καλής λειτουργίας και κυρίως διοίκησής τους. Τα μεγάλα σχολικά συγκροτήματα συνήθως κάνουν τους μαθητές επιρρεπείς στην παραβατικότητα, μια νεανική παραβατικότητα που μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος γλώσσας ή μηνύματος μέσα στο σύστημα επικοινωνίας μεταξύ «νεαρών» πομπών –που πνίγονται μέσα στο σχολικό περιβάλλον και θέλουν να ξεφύγουν– και «ενηλίκων» δεκτών. Μάλιστα, σε παλαιότερη έρευνα της εταιρείας δημοσκοπήσεων V-PRC βρέθηκε ότι μόνο στην Αθήνα τα κρούσματα απειλών και οι βρισιές μεταξύ συμμαθητών στα σχολεία φθάνουν το 87,5%, ενώ καταγράφονται συμπλοκές μεταξύ ομάδων ατόμων μέσα σε σχολεία σε ποσοστό 50,4%.

Το φαινόμενο του εκφοβισμού (bullying) ή της θυματοποίησης αποτελεί μορφή επιθετικής συμπεριφοράς, η οποία εμφανίζεται κυρίως στη σχολική πραγματικότητα με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου και στη διαδικασία της μάθησης. Ο ρόλος του σχολείου στην αντιμετώπιση και πρόληψη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και της σχολικής βίας είναι πρωταρχικός, νοουμένου ότι το σχολικό περιβάλλον εμπερικλείει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη συμπεριφορά των μαθητών και να δράσει σαν μηχανισμός ελέγχου τόσο εντός όσο και εκτός του σχολικού χώρου.

Άλλωστε, τα πολυδύναμα σχολεία λειτουργούν χρόνια τώρα σε πολλά ανεπτυγμένα κράτη (ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Αυστραλία κ.ά.), γεγονός, όμως, που έχει οδηγήσει σε αύξηση της σχολικής διαρροής και στη διόγκωση της αμάθειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε ολόκληρο ρεύμα που υποστηρίζει ότι το μικρό σχολείο είναι καλύτερο, γιατί είναι πιο ευέλικτο και πιο αποδοτικό.

Ναι στο «Σχολείο

της γειτονιάς»

Τα σχολεία με μεγάλο αριθμό μαθητών δεν ελέγχονται εύκολα, αφού ο διευθυντής του σχολείου πρέπει να γνωρίζει προσωπικά κάθε μαθητή του, να ερευνά τα προβλήματά του, ώστε να κατευθύνει και κατάλληλα το διδακτικό προσωπικό. «Οι στατιστικές και εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα σχολείο τόσο πιο δύσκολα διοικείται, τόσο πιο απρόσωπες είναι οι σχέσεις, τόσο περισσότερο δυσκολεύονται οι πιο συνεσταλμένοι μαθητές να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και περιθωριοποιούνται, τόσο συχνότερα είναι τα φαινόμενα ανάπτυξης ενδοσχολικής βίας».

Και ας μην ξεχνάμε ότι πολλά παιδιά έρχονται στο σχολείο με βασικό τους χαρακτηριστικό τη διαφορετικότητα, η οποία μπορεί να οφείλεται τόσο στις κοινωνικές ανισότητες όσο και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός, γεγονός που επηρεάζει την ένταξη, τις επιδόσεις και την «ευημερία» του στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Τα απρόσωπα (μαμούθ) σχολεία είναι περισσότερο από βέβαιο ότι αντί να αμβλύνουν, θα επιτείνουν τις ήδη υπάρχουσες εκπαιδευτικές ανισότητες. Η κατάσταση αυτή σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής ύφεσης και κρίσης γίνεται περισσότερο οδυνηρή για όλους όσοι δεν διαθέτουν τα μέσα πρόσβασης στο αγαθό της γνώσης, αφού το ζήτημα της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων συνδέεται άρρηκτα με τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς.

Ο σχεδιασμός και η πυκνότητα των σχολικών μονάδων στη χώρα μας δεν μπορεί να γίνει ούτε με αριθμητικά ούτε με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, λόγω του χαρακτήρα της παιδείας ως δημόσιου και κοινωνικού αγαθού, αλλά και λόγω των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Απαιτούνται καθαρά εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια ύπαρξης και λειτουργίας μιας σχολικής μονάδας. Το γεγονός ότι υπάρχει ακόμα στον τόπο μας το «σχολείο της γειτονιάς» δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση. Το σχολείο δεν μπορεί να είναι αχανές και απρόσωπο. Το να ξέρει, για παράδειγμα, ο εκπαιδευτικός τα ονόματα των μαθητών του είναι παράδοση που δεν πρέπει να εκλείψει.

Αλλά για να μη συμβεί αυτό, χρειάζονται εγχειρήματα και μεταρρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης που δεν συνιστούν «σχεδιάσματα εικονικής πραγματικότητας», αλλά πολιτικές με ρεαλισμό, αναπτυξιακή ενόραση και εθνική στρατηγική.


Σχολιάστε εδώ