Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΗΣ 24ης-25ης ΜΑΡΤΙΟΥ
Η υπερεπέκταση; Η αλαζονεία και η κατάχρηση;
Η διάσπαση της συνοχής που εξασφαλίζει την ενότητα και τη λειτουργική ικανότητα ενός συστήματος; Η ύβρις με την αρχαιοελληνική σημασία; Η υπέρβαση δηλαδή του μέτρου, που φέρνει την μήνιν των θεών για τη διατάραξη της κοσμικής και ηθικής τάξεως;
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην πρώην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη χαιρετίσθηκε ως νίκη και θρίαμβος του δυτικού καπιταλισμού, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι περισσότερο «ιδίοις ατασθαλίησιν ώλοντο», με δικά τους, δηλαδή, λάθη χάθηκαν. Ένα πρώτο δείγμα της αφροσύνης, της ιδεολογικής εμμονής, παρά τη ριζική αλλαγή των πραγμάτων, και της ληστρικής νοοτροπίας ενός νέου ασύδοτου καπιταλισμού ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσθηκε η κατάσταση στη μετακομμουνιστική Ρωσία.
Εάν συντάχθηκαν με την αλλαγή καθεστώτος οι Ρώσοι, το έκαναν με την προσδοκία περισσότερης ελευθερίας, δημοκρατίας και ευημερίας. Εισέπραξαν όμως ως αποτέλεσμα, με τις ανήκουστες νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» και ιδιωτικοποιήσεις Γιέλτσιν, τους περιβόητους ολιγάρχες, την ξένη εξάρτηση, την κοινωνική εξαθλίωση και την πείνα. Η χώρα τους όχι μόνο υποβαθμίσθηκε στρατηγικά, αλλά κινδύνευσε και να διασπασθεί εσωτερικά και να υποστεί ως μεγάλη ιστορική χώρα ανεπανόρθωτες απώλειες. Η πορεία αυτή ανεκόπη από τον Πρόεδρο τότε και σημερινό πρωθυπουργό Πούτιν, που αποκατέστησε το κύρος και τον ρόλο του κράτους, ανέτρεψε τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές και εφάρμοσε εθνική στρατηγική και εθνικές πολιτικές. Το παράδειγμα αυτό είναι χαρακτηριστική έκφραση του νέου καπιταλισμού που αναπτύχθηκε στη Δύση, μακριά από τις αρχές και τους κανόνες που ετέθησαν με το «New Deal» του αμερικανού Προέδρου Ρούσβελτ, μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. Μακριά επίσης από τους κανόνες που ετέθησαν μεταπολεμικά με τις Συμφωνίες του Bretton Woods και τις πολιτικές Κέινς, που αποτελούσαν αναφορά, επί ολόκληρες δεκαετίες, για όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Ο νέος αυτός καπιταλισμός:
Αποδέσμευσε, το 1971, το δολάριο από κάθε αναφορά στον χρυσό, αντίθετα με ό,τι προέβλεπαν οι Συμφωνίες Bretton Woods.
Προέβαλε, στη δεκαετία του ’80, τη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», με πολιτικά σύμβολα τον Πρόεδρο Ρήγκαν στις ΗΠΑ και την πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας Θάτσερ στην Ευρώπη.
Προώθησε την πολιτική της παγκοσμιοποίησης μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και του ανταγωνιστικού οικονομικού συστήματος που αντιπροσώπευε.
Αιχμή του δόρατος του νέου καπιταλισμού ήταν και είναι το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο, με τα νέα χρηματιστικά εργαλεία και προϊόντα που εισήγαγε, τα οποία βασίζονταν και βασίζονται περισσότερο στην εικονική οικονομία παρά στην παραγωγή. Τα τελευταία αναπτύχθηκαν μέσα στο κενό που άφησε η απουσία ουσιαστικού πολιτικού ελέγχου, η ιδεολογία της υπεροχής της αγοράς και η απορρύθμιση, που είχε αναχθεί στις ΗΠΑ σε επίσημη πολιτική.
ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ
ΔΥΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ.
ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ,
ΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Ο καπιταλισμός, με τη βιομηχανική επανάσταση, ήταν εκείνος που έδωσε στην Ευρώπη την τεχνολογική και οικονομική υπεροχή, η οποία την κατέστησε επί αιώνες κέντρο του κόσμου. Όλοι σήμερα συμφωνούν ότι ο κόσμος που ανεδύθη και αναδύεται μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την προώθηση της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης δεν είναι πια ευρωπαιοκεντρικός. Δεν είναι, άλλωστε, και αμερικανοκεντρικός, με την έννοια της μονοπολικής ηγεμονίας, την οποία προέβαλλαν ως υπερφίαλο στόχο οι αρχιτέκτονες της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης. Όλοι επίσης συμφωνούν ότι το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίζεται στην Ανατολή, στους δύο νέους, κυρίως ασιατικούς, οικονομικούς γίγαντες, την Κίνα και την Ινδία. Το διεθνές πολιτικό σκηνικό αναμορφώνεται παραλλήλως πάνω στη βάση ενός νέου πολυπολικού κόσμου. Η Κίνα κατέλαβε ήδη τη δεύτερη οικονομική θέση στον κόσμο, υποσκελίζοντας την Ιαπωνία, και εκτιμάται ότι μέχρι το 2026 θα έχει κατακτήσει την πρώτη θέση. Ο κρατικός καπιταλισμός, με ένα ευφυές σύστημα μεικτής οικονομίας, προβάλλει ένα νέο σύστημα καπιταλισμού, που προκαλεί κατάπληξη με τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητά του, παρά τις γνωστές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργεί.
Παρουσιάζεται έτσι το παράδοξο, ενώπιον της αυτοκαταστροφικής τάσεως του καπιταλισμού στη Δύση, που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην πρόσφατη μεγάλη χρηματιστική και οικονομική κρίση, να ανανεώνονται στον χώρο της Αριστεράς οι θεωρίες περί εξαντλήσεως των ιστορικών ορίων του καπιταλισμού. Την ίδια όμως στιγμή, διαπιστώνουμε τον θεαματικό καλπασμό ενός άλλου, ασιατικού κυρίως καπιταλισμού, που δεν φαίνεται καθόλου να εξαντλεί τα ιστορικά του όρια.
Εάν εξετάσουμε σε βάθος ποια είναι η κύρια ειδοποιός διαφορά μεταξύ του φθίνοντος δυτικού καπιταλισμού και του δυναμικά αναπτυσσόμενου κινεζικού καπιταλισμού, θα διαπιστώσουμε τρία βασικά σημεία. Το πρώτο είναι ο άμεσος στρατηγικός ρόλος του κράτους. Το δεύτερο είναι ο έλεγχος της αγοράς, περιλαμβανομένης της κινήσεως των κεφαλαίων, που θέτει υπό σχετικό έλεγχο την κερδοσκοπική συμπεριφορά τους του τύπου της εικονικής οικονομίας. Το τρίτο είναι οι επενδύσεις στην παραγωγή εθνικών και ξένων κεφαλαίων, λόγω ακριβώς του ελέγχου της κινήσεως των κεφαλαίων και της στρατηγικής που εφαρμόζεται από το κράτος.
Τα τρία αυτά στοιχεία διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη κινεζικού τύπου, σε συνδυασμό, βεβαίως, με το τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει η Κίνα, με το μεγάλο και φθηνό εργατικό δυναμικό της, τη μεγάλη εθνική αγορά της και τις ανοικτές διεθνείς αγορές που παρέχει η παγκοσμιοποίηση. Τα τρία σημεία που διαφοροποιούν σήμερα την Κίνα και της προσδίδουν συγκριτικό πλεονέκτημα δεν απέχουν πολύ από τον παλαιό ορθόδοξο ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Η επιστροφή όμως σ’ αυτόν της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ηγέτιδος χώρας του δυτικού καπιταλισμού, θα ισοδυναμούσε με πραγματική επανάσταση γιατί είναι πολύ μεγάλα σήμερα τα συμφέροντα που παρεμβάλλονται, τα οποία έχουν αυτονομηθεί από το δημόσιο συμφέρον και διαθέτουν πολύ μεγάλη πολιτική ισχύ.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΕΩΡΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης εξέφρασε στην αφετηρία της τρεις διαφορετικούς στρατηγικούς στόχους:
Την αμερικανική και αγγλική πολιτική, που ήθελαν την ενοποίηση της Ευρώπης ως το απαραίτητο συμπλήρωμα του ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση του συνασπισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Την αναζήτηση από την ηττημένη Γερμανία επανεντάξεως στη χορεία των ευρωπαϊκών εθνών. Την εξασφάλιση επίσης συμμάχων στο εθνικό θέμα που αντιμετώπιζε μετά τη μεταπολεμική κατοχή και τη διαίρεσή της σε Ανατολική και Δυτική. Τον συνδυασμό, τέλος, ειδικότερα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, της στρατηγικής υποστηρίξεως από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και της συμφιλιώσεως με τη Γαλλία, προϋποθέσεως εκ των ων ουκ άνευ για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ειρήνη.
Την αναζήτηση από τη Γαλλία στην Ευρώπη μιας νέας στρατηγικής προοπτικής για την επιρροή και τον διεθνή της ρόλο μέσα στο διπολικό σκηνικό που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά. Την αντιμετώπιση, ειδικότερα, του γερμανικού προβλήματος, το οποίο θα έπρεπε να ενταχθεί και να λυθεί, με υπέρβαση του εθνικού ανταγωνισμού, μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ είχε αναλάβει την ιστορική πρωτοβουλία για τη συμφιλίωση Γαλλίας – Γερμανίας, μαζί με τον γερμανό καγκελάριο Αντενάουερ, πάνω στη βάση της ευρωπαϊκής ιδέας, ήθελε όμως μια Ευρώπη που θα επέτρεπε στη Γαλλία μια πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Ο Αντενάουερ, αντιθέτως, γνώριζε ότι η Ομοσπονδιακή Γερμανική Δημοκρατία ήταν εξαρτημένη από την αμερικανική στήριξη και δεν μπορούσε να υπάρξει έξω από το πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η κατάσταση αυτή οριοθετούσε την ευρωπαϊκή ιδέα και εξέφραζε όχι μόνο τη διαίρεση και την εξάρτηση της Γερμανίας αλλά και τις σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ, που δεν έπαψαν ποτέ να διατρέχουν σαν κόκκινο νήμα την ευρωπαϊκή ιδέα.
Σ’ ένα πρόσφατο βιβλίο της Μαρί Φρανς Γκαρώ, γνωστής πολιτικής προσωπικότητας του Ντεγκωλικού χώρου, που διεδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο επί Προεδρίας Σιράκ, γίνονται πολύ χαρακτηριστικές αποκαλύψεις για τις σχέσεις που είχε με τους Αμερικανούς ο Ζαν Μονέ, που μαζί με τον Ρομπέρ Σουμάν θεωρούνται οι πατέρες της ευρωπαϊκής ιδέας και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Γίνεται ειδικότερα αναφορά σε εκθέσεις που είχε κάνει ο Ζαν Μονέ προς τους Αμερικανούς για τον μεταπολεμικό παραμερισμό του στρατηγού Ντε Γκωλ, ως μη συνεργάσιμου για την προώθηση, σε υπερεθνική βάση, της ευρωπαϊκής ιδέας. Στο σημείο αυτό η Μαρί Φρανς Γκαρώ παρατηρεί ότι «ο μύθος των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης έβλαψε πολύ τη διαμόρφωση ενός υγιούς συνεκτικού σχεδίου, με βάση το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα στηριζόταν περισσότερο στη δύναμη των κρατών που την αποτελούν παρά θα εδίωκε την αποδυνάμωσή τους».
Επικρίνει επίσης έντονα τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπεγράφη το 1991 και η οποία, κατ’ αυτήν, εξυπηρέτησε κυρίως τη Γερμανία. Σημειώνει, συγκεκριμένα, ότι το διαφορετικό πολιτικό και νομικό σύστημα της τελευταίας αφήνει στους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης τον τελευταίο λόγο. Στο γαλλικό σύστημα, ο φύλακας του Συντάγματος είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στη Γερμανία όμως είναι οι δικαστές. Αναφέρει ως ιδιαιτέρως ενδεικτική από την άποψη αυτήν την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, τον Ιούνιο του 2009, για τη Συνθήκη της Λισσαβώνος. Γράφει συγκεκριμένα: «Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει ”ευρωπαϊκός λαός” και ότι, κατά συνέπειαν, δεν υπάρχει επίσης ευρωπαϊκή κυριαρχία. Οι χώρες-μέλη και οι λαοί τους, που εκφράζονται μέσα από την εθνική δημοκρατική δομή, συνιστούν τα μόνα θεμέλια της νομιμότητας της Ενώσεως, η οποία χαρακτηρίζεται από τους δικαστές ως ”Ένωση, πάνω σε βάση συμβολαίου, μεταξύ κυριάρχων κρατών”. Η πρωταρχική κυριαρχία παραμένει στα χέρια των λαών. Το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει την ίδια νομιμότητα που έχουν τα εθνικά Κοινοβούλια και η γερμανική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν μπορεί να στερηθεί τις δικαιοδοσίες της στους θεμελιακούς τομείς της κρατικής κυριαρχίας».
«Γιατί, λοιπόν», αναρωτιέται η Μαρί Φρανς Γκαρώ, «όταν η Γερμανία ενισχύει τη δική της κυριαρχία, τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, να αλλοτριώσουν την κυριαρχία τους; (…) «Η εκτροπή της ευρωπαϊκής ιδέας», υπογραμμίζει παρακάτω, «έγινε προφανής μετά τη γερμανική ενοποίηση, όταν η Ευρώπη πήρε μια νέα όψη. Ο γαλλογερμανικός άξονας έχασε την ισορροπία του υπέρ της Γερμανίας. Οι ηγέτες μας όμως, αντί να αναζητήσουν τρόπους για τη διόρθωση της ανατροπής αυτής, έπεσαν στον πειρασμό να προσπαθούν να την αποκρύψουν».
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΗΣ 24ης-25ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ
ΓΑΛΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική ενοποίηση, σε συνδυασμό με τον εξαγωγικό δυναμισμό και το όλο οικονομικό βάρος της Γερμανίας, ανέτρεψε τις παλαιότερες ισορροπίες και τους συσχετισμούς στους κόλπους της ΕΕ. Η ομοσπονδιακή επίσης δομή της Γερμανίας προσαρμόζεται ευκολότερα στις ευρωπαϊκές δομές, χωρίς αυτό να υποθηκεύει την εθνική της κυριαρχία, θεματοφύλακας της οποίας είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο και όχι απευθείας ο ανώτατος πολιτικός άρχων, όπως ισχύει σε άλλες χώρες.
Ο ρόλος αυτός της Γερμανίας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που επεξέτεινε σε διεθνές επίπεδο τον ελεύθερο ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Αυτό είχε ως συνέπεια να καταστήσει ουσιαστικά ανέφικτη την εφαρμογή μιας πολιτικής Κέινς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα προωθούσε τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών και θα μείωνε αποφασιστικά την άνιση ανάπτυξη. Η εφαρμογή μιας πολιτικής Κέινς είναι ουσιαστικά αδύνατη εάν δεν υπάρχει ένας ελάχιστος έλεγχος των εξωτερικών συνόρων ώστε να προστατεύεται η επιχώρια παραγωγή από αθρόες φθηνές εισαγωγές, που παρεμποδίζουν τη λειτουργία της προσφοράς και της ζητήσεως ως μηχανισμού παραγωγής και αναπτύξεως.
Η Γαλλία, η οποία επένδυσε την εθνική της προοπτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανησυχεί και δυσφορεί για την ανισορροπία που δημιουργήθηκε στον γαλλογερμανικό άξονα, που λειτούργησε και λειτουργεί πάντα ως ο ισχυρότερος κινητήρας της ευρωπαϊκής οικοδομήσεως. «Την ανάγκην όμως φιλοτιμίαν ποιούμενη», συνεργάζεται με τη Γερμανία για την αποφυγή αδιεξόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικότερα στην Ευρωζώνη, που είναι πολλαπλασίως πιο επικίνδυνο. Η Ευρωζώνη υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης είναι ευθέως διασυνδεδεμένη με το διεθνές οικονομικό, χρηματιστικό και νομισματικό σύστημα, του οποίου είναι γνωστά και άλυτα ακόμη τα μεγάλα προβλήματα, που ανεφάνησαν ως κεφαλή Μέδουσας κατά την τελευταία διεθνή κρίση.
Η κρίση δημοσίου χρέους και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που πλήττει κυρίως τον Ευρωπαϊκό Νότο, με ναυαρχίδα την Ελλάδα, οφείλεται, κατά πρώτο λόγο, στις εσωτερικές αδυναμίες και τα προβλήματα των χωρών αυτών. Οφείλεται όμως επίσης, κατά δεύτερο λόγο, στη μετέωρη προοπτική της Ευρώπης και στη σύγχυσή της με την παγκοσμιοποίηση, που θυματοποιεί διπλά τις πιο αδύναμες χώρες-μέλη. Αφενός γιατί τους στερεί την προστασία μιας ευρωπαϊκής κοινής αγοράς και αφετέρου γιατί τους στερεί την αναπτυξιακή αλληλεγγύη και σύγκλιση, που συνεπάγεται μια κοινή αγορά και πολιτική Ένωση.
Τι μπορεί να δώσει, στο πλαίσιο αυτό, μια Σύνοδος Κορυφής όπως αυτή της 24ης-25ης Μαρτίου; Δεν μπορεί κανείς να προβάλει μεγάλες προσδοκίες. Θα ασχοληθεί με τα θέματα της συγκυρίας και την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση τη λογική που εμπνέει σήμερα την ΕΕ και τα μεγάλα διαφορετικά συμφέροντα που διακυβεύονται. Εφόσον δεν τίθεται θέμα εφαρμογής πολιτικών Κέινς, η άλλη όψη του νομίσματος είναι αναποτρέπτως το νεοφιλελεύθερο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, ως το λογικό αντίβαρο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθερότητας. Το Σύμφωνο, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε η πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπέι, θα περιλαμβάνει, σε αδρές γραμμές, περιοριστικά μέτρα και λιτότητα σε πέντε μεγάλα κεφάλαια:
Μισθοί.
Απασχόληση και αγορά εργασίας.
Συντάξεις.
Δημόσια Οικονομικά.
Φορολογία.
Η μόνη ένδειξη πολιτικής τύπου Κέινς είναι η συζήτηση για την έκδοση ευρωομολόγων για την πραγματοποίηση ευρωπαϊκών αναπτυξιακών έργων. Πρόκειται για παλιά ιδέα που είχε προταθεί στη δεκαετία του 1990 από τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. Τελικά όμως δεν προχώρησε, ίσως γιατί ήταν έξω από τη νεοφιλελεύθερη λογική που είχε ήδη επικρατήσει στην Ευρώπη από τη δεκαετία του ’80.
Η Ελλάδα αναμένει με μεγάλη ανησυχία την έκβαση των διαβουλεύσεων στις Βρυξέλλες και τις αποφάσεις της Συνόδου, γιατί από αυτές θα εξαρτηθούν πολλά.
Οι συνταγές όμως που αναμένονται θα έχουν, δυστυχώς, την ίδια ακριβώς λογική των μέτρων που ήδη εφαρμόζονται και που όλοι βλέπουμε πού οδηγούν. Χρειαζόμαστε νέα σκέψη και νέα πολιτική, που θα έχει στο επίκεντρό της ένα στρατηγικό σχέδιο αναπτύξεως. Από αυτό θα έρθει η ανάπτυξη. Όχι από τη φυγή προς τα εμπρός, προς περισσότερο ακόμη νεοφιλελευθερισμό, παγκοσμιοποίηση και απαξίωση και αλλοτρίωση του εθνικού μας κράτους και της εθνικής μας κυριαρχίας.