Η αποδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων, στόχος της κυβερνητικής τακτικής…

Η θυμοσοφία του λαού μας εξ αρχαιοτάτων χρόνων συμπυκνώνει αυτήν τη «μεθοδολογία» στη γνωστή απάντηση στο ερώτημα:

– Ποια επιθυμία θα ζητούσες να σου ικανοποιήσει ο Θεός;

– Να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα…

Ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα ο μεγάλος ρήτορας και δικανικός λογογράφος Λυσίας στον «Κατά Ερατοσθένους» (ενός των τριάκοντα τυράννων) λόγο του επισημαίνει αυτήν την τακτική της Εξουσίας και προσδιορίζει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις υπονομεύονται όταν η τελευταία, η Εξουσία, οδηγεί τους πολίτες στο να υποπτεύεται ο ένας τον άλλο και να κυριαρχεί ο φθόνος και ο φόβος στις μεταξύ τους σχέσεις…

Οι χρόνοι παρήλθον κατά χιλιάδες και η τακτική αυτή παραμένει η πλέον προσφιλής στις Εξουσίες, και μάλιστα πλείω βελτιωμένη.

Τώρα υπέρτερες Εξουσίες και σε συνθήκες ψυχολογικών εργαστηρίων «προσπαθούν να διαλύσουν το άτομο και να το ξαναφτιάξουν στα μέτρα των επιδιώξεών τους»!

Στόχος ο κατʼ ευφημισμόν «κοινωνικός αυτοματισμός»… Όπερ μεθερμηνεύεται σε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού μιας χώρας και προώθηση της ανελέητης πάλης «όλων καθʼ όλων», με κατάληξη το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Δηλαδή, την υποκατάσταση του κοινωνικού ατόμου με το εγωκεντρικό άτομο!

– Πώς επιτυγχάνονται όλα αυτά σε μια κοινωνία, σε μια χώρα;

Με τη διάχυση του φόβου και της καταστροφολογίας από μια ενορχηστρωμένη προπαγάνδα κυβερνητική και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, που την υπηρετούν και δρουν ως καταλύτες στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, της καθυπόταξης του «Εχθρού λαού», του συνδικαλιστικού κινήματος. «Φαεινό» παράδειγμα η παρέμβαση του κομματικού συνδικαλισμού στον τομέα των αστικών συγκοινωνιών (ΕΘΕΛ) και η αλλοίωση της βούλησης των εργαζομένων με την κατασυκοφάντηση των εργατικών αγώνων και την εγκατάσταση στην ηγεσία τους των κομματικών κουίσλιγκς.

Και μόνο αυτή η κομματική τακτική του κυβερνητικού συνδικαλισμού, επεκτεινόμενη στη στάση των ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, φερέφωνων του τελευταίου, θέτει επί τάπητος πλέον την απεξάρτηση του Συνδικαλισμού από τους κομματικούς προθαλάμους και ενδεχομένως τη συγκρότηση σε όλα τα επίπεδα του συνδικαλίζεσθαι εκ βάθρων νέων πρωτοβάθμιων, δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, πέραν και άνω των σημερινών συνδικαλιστικών σχημάτων.

Χρειάζεται, και αυτό είναι αναγκαίο να το συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι, Αρετή και Τόλμη το Συνδικαλίζεσθαι και ουχί αποδοχή των κατʼ επάγγελμα συνδικαλιστών, οι οποίοι σιτίζονται πλουσιοπαρόχως είτε από τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού της Κυβερνητικής Εξουσίας είτε από την αντίστοιχη των εταιρειών και των αγορών (!) και βεβαίως διασκελίζουν εν αδιαφορία την καταπάτηση των εργασιακών σχέσεων και των Δικαιωμάτων των εργαζομένων του μόχθου και του πνεύματος.

Ήδη από τη Σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 1999 στο Σιάτλ των ΗΠΑ κατέστη ηλίου φαεινότερο το φαινόμενο κυβερνήσεις και συνδικαλιστικές ηγεσίες να ευθυγραμμίζονται με τις αντιλαϊκές επιδιώξεις των αόρατων αγορών, των πολυεθνικών εταιρειών και των τραπεζών.

Είναι καθημερινή τακτική και στη χώρα μας, την εποχή του Μνημονίου και της Μειωμένης Εθνικής Ανεξαρτησίας που αυτό συνεπάγεται, να επιβάλλονται από την Κυβερνητική Εξουσία, είτε μέσω των κοινοβουλευτικών ομάδων-λόχων είτε με τη χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών είτε ως προϋποθέσεις για τη χορήγηση δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) οι τρεις τυπικές απαιτήσεις (ιδιωτικοποιήσεις, κρατική απορρύθμιση, περικοπές, μέχρι σημείου εκμηδένισης του Κράτους Κοινωνικής Πρόνοιας, στις κοινωνικές δαπάνες και στις κρατικές επενδύσεις σε έργα ανάπτυξης).

Το ίδιο αυτό ιδεολογικό πρόγραμμα επιβάλλεται με τα ίδια σκληρά μέσα καταναγκασμού που θα μπορούσαν να υπάρξουν υπό καθεστώς ξένης στρατιωτικής κατοχής ή έπειτα από μια κατακλυσμιαία φυσική καταστροφή.

Η σύγκρουση ανάμεσα στις ελεύθερες αγορές και στους ελεύθερους ανθρώπους φαίνεται να αγνοείται από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, και δη από την Κυβερνητική Εξουσία. Και το τραγικότερο: Το πολιτικό σύστημα –και σε αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται η Αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΝ)– να μη «γιγνώσκει α αναγιγνώσκει» στις δημοσκοπήσεις, και μάλιστα στην αψευδέστερη, εκείνη των τελευταίων αυτοδιοικητικών εκλογών, δηλαδή δεν «αναγιγνώσκει» τη διάβρωση της πίστης στο Δημοκρατικό Κοινοβουλευτικό Σύστημα, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αύξηση της αποχής κατά τις εκλογές, ακόμη και σε εκείνες των κοινωνικών φορέων (π.χ. πρόσφατες στον Δικηγορικό Σύλλογο των Αθηνών), στον βαθύ κυνισμό απέναντι στους πολιτικούς και στα φαινόμενα –σχεδόν καθημερινά– αποδοκιμασίας των πολιτικών από τους ενεργούς Πολίτες.

Οι κυβερνητικές ερμηνείες για το φαινόμενο αυτό αποτελούν στρουθοκαμηλισμό και μόνο.

Τέλος, οι διερμηνείς της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και γενικότερα των διακηρύξεων των δύο κομμάτων Εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αδυνατούν (;) να ερμηνεύσουν το ότι η λαϊκή οργή ενίοτε βρίσκει διεξόδους πέρα και πάνω από τον Εθνικισμό και τον Πρωτοφασισμό.

Υπερήφανοι λαοί, και ο ελληνικός λαός καθʼ ιστορική επιβεβαίωση ανήκει σʼ αυτήν την κατηγορία, που θεωρούν ότι ταπεινώνονται από ξένες δυνάμεις και τους εγχώριους υπηρέτες τους, σύρονται προκειμένου να ανακτήσουν την εθνική τους υπερηφάνεια, στοχοποιώντας τους περισσότερο ευάλωτους.


Σχολιάστε εδώ