Μια φορά και έναν καιρό
Και το χειρότερο, τα διαγωνίσματα δίνονταν κάθε μέρα, και πολλές φορές δύο μαθήματα τη μέρα, ώστε ο χρόνος που σου έμενε για να προετοιμαστείς ήταν ανύπαρκτος. Ένα απόγευμα όλο κι όλο διέθετες και τα μαθήματα ήταν ένα κάρο. Ούτε ήταν δυνατόν να πιάσεις το βιβλίο και να κατατοπιστείς επιτροχάδην, διότι ο κύριος καθηγητής, την ύλη του βιβλίου τη δίδασκε με δικά του λόγια, με δικά του σχόλια και σε δική του εκδοχή. Στα διαγωνίσματα όμως που ήταν γραπτά, και επομένως «scripta manent», οι απαντήσεις όφειλαν να είναι σύμφωνες με την εγκεκριμένη ύλη του υπουργείου, αλλιώς ο διδάσκων θα έβρισκε τον μπελά του «ως ενσπείρων καινά δαιμόνια» στους μαθητές.
Κάτσε τώρα ταλαίπωρε εσύ, να βρεις το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στο λακριντί του κυρίου, να διαγράψεις από το μυαλουδάκι σου ό,τι ήξερες και να τα μάθεις όλα από την αρχή, όπως τα θέλει ο άλλος, ο ΟΕΣΒ, των σχολικών βιβλίων. Και πάνε χαράμι όσα απάντησες κουτσά στραβά όταν σε είχε σηκώσει στο μάθημα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αντιμετώπιζες και τη μουρμούρα των δικών σου πως «τα κρέμασες στον κόκορα» σύμφωνα με την επικρατούσα τότε φράση, επειδή προτιμούσες την αλάνα από τα τόσο ανιαρά μαθήματα…
Βαρύθυμος και αμίλητος έφθανες στο σχολείο την κρίσιμη μέρα, ενώ φτερούγιζε η καρδούλα σου. Ούτε «καλημέρα» δεν αντάλλασσες με τους συμμαθητές σου, που αμίλητοι και βαρύθυμοι κατέφθαναν κι αυτοί. Από μέσα σου προσευχόσουνα με όλα τα απoλυτίκια που είχες μάθει στα Θρησκευτικά, παρακαλώντας τον Ύψιστο να σου συμπαρασταθεί τις δύσκολες τούτες ώρες. Το μελανοδοχείο και ο κονδυλοφόρος με την πένα «καμπουρίτσα» που έσερνες μαζί, ξέρναγαν μελάνι και κάνανε τα χέρια σου μπλε μαρέν απ’ τη μουντζούρα, αλλά ποιoς τα πρόσεχε αυτά. Βέβαια όταν με το καλό θα τελείωνες την ογδόη και θα έπαιρνες απολυτήριο, ελεύθερος πια, θα έσπαγες μαζί με τους άλλους το καλαμάρι «εν επισήμω τελετή», βροντώντας το καταγής.
Τώρα όμως ο επιστάτης βαρούσε την κουδούνα και σαν τη βρεμένη γάτα πήρες τη θέση σου στο θρανίο. Ο καθηγητής, ίδιος Ρωμαίος αυτοκράτορας, με καλοσιδερωμένο κοστούμι, αν και το πανταλόνι του γυάλιζε λίγο, έμπαινε στην τάξη σοβαρός κρατώντας σημειώσεις, ακολουθούμενος από δυο παρακεντέδες που θα πρόσεχαν μην αντιγράψουμε. Και ο χορός των καταραμένων άρχιζε:
«Ζήτημα πρώτον,… ζήτημα δεύτερον,… ζήτημα τρίτον. Από τα τρία ζητήματα θα απαντήσετε στα δύο…» διευκρίνιζαν. Αργότερα, ακαδημαϊκοί πολίτες πια, η διατύπωση αυτή με μια μικρή παραλλαγή, μας χρησίμευσε σαν ακατονόμαστη ύβρις στον καθημέρα μας βίο. Για την ώρα, χαμένοι, ατενίζοντας το «μηδέν και το άπειρο», δαγκώναμε την άκρη του κονδυλοφόρου για να εμπνευστούμε τις απαντήσεις, και μπαίναμε στο στενό μαρκάρισμα των παρακεντέδων που μυρίζονταν την άγνοιά μας. Με οργή βλέπαμε τα «καρφιά» τους συμμαθητές μας να γράφουν με ταχύτητα λες και η πέννα τους είχε φτερά, δείχνοντας πως τα θέματα τα ξέρουν τάχα καλύτερα ακόμα κι από τους συγγραφείς τους.
Οι διαγωνισμοί του α΄ εξαμήνου έμοιαζαν λιγάκι με… βαρόμετρο που προέβλεπε την περαιτέρω πορεία του μαθητή στο σχολικό έτος. Συχνά τα αποτελέσματά τους χτυπούσαν καμπανάκι σ’ όσους κινδύνευαν να μείνουν μετεξεταστέοι ή βαρούσαν κανόνι σ’ όσους κόντευαν να κοπούν εντελώς, επειδή η βαθμολογία των εξετάσεων κάλυπτε περισσότερο από το μισό της συνολικής βαθμολόγησης. Το υπόλοιπο προερχόταν από τα «πρόχειρα διαγωνίσματα» που γίνονταν αιφνιδιαστικά, και λιγότερο από την προφορική εξέταση μαθητών που ο καθηγητής «σήκωνε στον πίνακα». Άνοιγε το εγκόλπιο μπλοκάκι του και συμβουλευόταν τον κατάλογο με τα ονόματα, όπου, εκτός από τους βαθμούς, υπήρχαν και σημειώσεις σχετικές με το ήθος, τη διαγωγή και την εν γένει συμπεριφορά του μαθητού, στοιχεία χρησιμότατα την ώρα της κρίσεως. Και κρεμόταν πάντα σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι των παιδιών εκείνο το «Διαγωγή κοσμία» στο απολυτήριο που θα σημάδευε τη ζωή τους.
Οι εξετάσεις συνέπιπταν με το άνοιγμα του τριωδίου και την τρελή αποκριά. Εμφανίζονταν ο ξυλοπόδαρος, η καμήλα το γαϊτανάκι, ο Πασχάλης… Γέμιζαν οι δρόμοι και οι πλατείες με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, κρέμονταν στα ψιλικατζίδικα οι μάσκες, τα κοτιγιόν και οι ροκάνες. Τραγούδια και μουσικές ακούγονταν από τα γραμμόφωνα και τις ρομβίες, μέχρι και η αρκούδα έκανε στις γειτονιές τα «νούμερά της», μα οι φουκαράδες οι μαθητές, είτε πριν από τα διαγωνίσματα είτε μετά, έπρεπε να ρέψουν στο διάβασμα. Έβλεπαν τους μεγαλύτερους να φοράνε μακριά πανταλόνια, να νταραβερίζονται με γκομενίτσες, να πηγαίνουνε σε πάρτι, να μασκαρεύονται, κι όλα αυτά να είναι απαγορευμένοι καρποί που… ακροθιγώς μόνον τους γευόντανε κι αυτοί, κάτω από την αυστηρή πατρική επιτήρηση, και τελικά το αποκριάτικο ξεφάντωμα μεταβαλλόταν σε «δείγμα άνευ αξίας» κι έδινε τη θέση του στο όνειρο…
Πολλά ήσαν τα «μη» και οι απαγορεύσεις για τα σχολιαρούδια, που κάποτε έξω από το σπίτι αστυνομεύονταν από τους «παιδονόμους» που ασκούσαν εξουσία πάνω τους για την «ευταξία τους, την εμφάνισή τους και την καλή τους συμπεριφορά δημοσίως». Φόραγαν στο κεφάλι το πηλίκιο με την κουκουβάγια και ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι. Φυσικά μη νομισθεί πως τον μαθητόκοσμο τον αποτελούσαν όντα ζαβά και βλήματα που δραπέτευσαν από φυλλάδια με βίους Αγίων. Τσογλαναράδες ήσαν διαχρονικά, που και το τσιγαράκι τους κάπνιζαν στη ζούλα, και τα βρωμόλογα αποτελούσαν τη βάση του λεξιλογίου τους στην… «κοζερί» τους, και εξοπλισμένοι με σφεντόνα στην τσέπη και χαλίκια ήταν, αλλά τις λαδιές τους τις κάνανε αφανώς. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τις μαθήτριες, τις χαμηλοβλεπούσες, με τις μπλε ποδιές, τα άσπρα γιακαδάκια, και τα «σοσονάκια» τους. Αρσακειάδες που στην πραγματικότητα ήτανε ο διάβολος αυτοπροσώπως, μεταμφιεσμένος σε… μαθήτρια. Πολλοί «έχαναν τον ύπνο τους» για δαύτες, μα πιο πολύ απ’ όλους τον έχανε ο πατέρας τους, που φοβόταν μήπως του ξεφύγουν απ’ το καπίστρι του.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος παρέμεναν όμως τα μαθήματα. Τα αρχαία όπου «Πέλωψ Ταντάλειος ες Πίσαν μολών…», τα Θρησκευτικά, η Ιστορία με τα ονοματεπώνυμα των πρωταγωνιστών και τις ακριβείς ημερομηνίες των άθλων τους, η Γεωγραφία με τα βουνά και τα ποτάμια που ως εκ περισσού έπρεπε να τα σχεδιάσεις όλα σε «χάρτη» με ξυλομπογιές στο «τετράδιο ιχνογραφίας». Να μάθεις ορθογραφία, καλλιγραφία, ωδική και ατέλειωτα άλλα, όπως π.χ. τα Λατινικά του Ερρίκου Σκάση με το «Regina rosas amat»… Τόσες και τόσες καρατομήσεις βασιλισσών γίνανε παγκοσμίως, η βασίλισσα αυτή όμως γλίτωσε και εξακολουθούσε απτόητη «να αγαπά τα τριαντάφυλλα» για να ταλαιπωρεί τους μαθητές!