Δεν είναι λύση η απαξίωση του κράτους, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου

Eίχε διαφανεί κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο η αμυδρή ελπίδα ότι, στο πλαίσιο των διεξαγομένων συζητήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των χωρών-μελών για την προώθηση της οικονομικής διακυβερνήσεως στην ΕΕ και τη σταθεροποίηση της Ευρωζώνης, θα αντιμετωπιζόταν, κατά κάποιον τρόπο, και το οξύ ελληνικό πρόβλημα. Συγκεκριμένα ότι, εκτός από την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους των 110 δισ., θα γινόταν επίσης αναπροσαρμογή του επιτοκίου και θα παραχωρούνταν νέα, χαμηλότοκα δάνεια. Η Ελλάδα θα μπορούσε με αυτά να αγοράσει δικά της ομόλογα, σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία, και να μειώσει έτσι αισθητά το εξωτερικό της χρέος, αυξάνοντας παραλλήλως την ικανότητά της να το διαχειρισθεί.

•••

ΚΕΡΑΥΝΟΣ Η ΕΞΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ «ΤΡΟΪΚΑΣ» ΓΙΑ ΠΩΛΗΣΗ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 50 ΔΙΣ.

Η εξαγγελία της «τρόικας», κάτω άλλωστε από συνθήκες ταπεινωτικές και προσβλητικές για τη χώρα, ότι πρέπει μέχρι το 2015 να προγραμματισθούν 50 δισ. ευρώ, τουλάχιστον, από την πώληση εθνικής περιουσίας για τη μείωση του εξωτερικού χρέους, έπεσε σαν κεραυνός.

Τι σήμαινε αυτό; Νέο, αυστηρότερο Μνημόνιο, με συμπλήρωση των μέτρων λιτότητας και περικοπών μ’ ένα δυσθεώρητο πρόγραμμα ξεπουλήματος εθνικής περιουσίας; Υποδεικνύεται από την κυβέρνηση ότι ο στόχος των 50 δισ. ευρώ συνδέεται με το εξωτερικό χρέος και όχι με το έλλειμμα, στη δραστική μείωση του οποίου στοχεύει το εφαρμοζόμενο Μνημόνιο. Το εξωτερικό όμως χρέος δεν είναι άσχετο με το Μνημόνιο και την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Η ύφεση στην οποία έχει περιπέσει η χώρα συμβαδίζει με τη γεωμετρική αύξηση, αντί για μείωση, του εξωτερικού χρέους, ως αποτέλεσμα των εφαρμοζομένων πολιτικών.

Η ευφορία των προηγουμένων ημερών μεταλλάχθηκε έτσι σε πολιτική νέων, σκληρότερων μέτρων. Είναι φανερό ότι η σχετικά μετριοπαθής γραμμή που είχε διαφανεί στους κόλπους της Ευρωζώνης υπεχώρησε. Επικράτησε η πολύ σκληρότερη γραμμή που εκπορεύεται κυρίως από τη Γερμανία, υπό την πίεση των δανειστών. Οι τελευταίοι κάνουν το παν για να αποφύγουν οποιοδήποτε «κούρεμα» των ομολόγων τους. Η γραμμή αυτή θυμίζει τις κραυγές που ακούγονται κάθε τόσο στον γερμανικό Τύπο ότι, αν οι Έλληνες δεν έχουν να πληρώσουν, τότε ας πουλήσουν τα νησιά τους. Το θέμα δεν έχει ακόμη κριθεί οριστικά. Θα αποτελέσει αντικείμενο της Ευρωπαϊκής Συνόδου της 25ης Μαρτίου. Ίδωμεν.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εξέλιξη αυτή παραπέμπει στις βασικές παραμέτρους του ελληνικού οικονομικού προβλήματος και στο ερώτημα ποια είναι η ενδεικνυόμενη πολιτική και στρατηγική για την έξοδο της χώρας από την κρίση και το άνοιγμα μιας νέας, σταθερής αναπτυξιακής στρατηγικής.

•••

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ. ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΕΞΙΣΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ
ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ

Κανείς δεν αμφισβητεί και δεν πρέπει να αμφισβητεί ότι την κύρια ευθύνη για το σημερινό κατάντημα της Ελλάδος τη φέρουν οι πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών. Παραλλήλως όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι υπάρχει επίσης μια σημαντική ευρωπαϊκή παράμετρος στο πρόβλημα. Υπάρχουν, κατά πρώτο λόγο, οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την ανολοκλήρωτη ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση, που έχει υπόβαθρο διαφορετικές οικονομίες, χωρίς κοινές πολιτικές και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Η έλλειψη κοινών πολιτικών παρεμποδίζει τη συγχωνευμένη ευρωπαϊκή ανάπτυξη και σύγκλιση, την ίδια ώρα που οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού περιορίζουν ασφυκτικά τις εθνικές στρατηγικές.

Η ενδιάμεση αυτή κατάσταση αποβαίνει σε βάρος κυρίως των χωρών με χαμηλή ανταγωνιστικότητα και ιστορική οικονομική καθυστέρηση, όπως είναι η Ελλάδα. Η λειτουργία, επιπλέον, χωρίς αλληλεγγύη, ενός κοινού νομίσματος σε διαφορετικές οικονομίες, που χαρακτηρίζονται από άνιση ανάπτυξη, θέτει σε πολύ μειονεκτική θέση τις ασθενέστερες χώρες. Πολύ χειρότερα όμως ακόμη, με δεδομένη την απορρύθμιση του διεθνούς οικονομικού συστήματος, ιδιαίτερα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, οι χώρες αυτές εκτίθενται σε μεγάλο κίνδυνο κερδοσκοπικών επιθέσεων εναντίον τους, χωρίς αποτελεσματική ευρωπαϊκή προστασία.

Ένα απτό παράδειγμα είναι η Ελλάδα. Ο πρώην βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν επεσήμανε στο πρόσφατο βιβλίο του «Πέρα από το Κραχ» ότι οι δανειακές ανάγκες της Ελλάδος εκτοξεύθηκαν, λόγω καθυστερημένης αντιδράσεως, από 30 δισ. ευρώ σε 110 δισ. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στοίχισαν δηλαδή στην Ελλάδα, μέσα σε ένα τρίμηνο, 80 δισ. ευρώ πρόσθετου εξωτερικού χρέους, όσο περίπου ο ετήσιος προϋπολογισμός της. Ακόμη και αν εκπληρωνόταν ο νέος στόχος που έθεσε η «τρόικα», για ιδιωτικοποιήσεις ύψους 50 δισ., που είναι στόχος υπέρμετρος και θα ισοδυναμούσε με κυριολεκτικό ξεπούλημα πολύ μεγάλου μέρους της εθνικής περιουσίας, αυτό θα κάλυπτε μόλις λίγο παραπάνω από το ήμισυ του κόστους της παραπάνω κερδοσκοπίας κατά της Ελλάδος.

Ασφαλώς έχει ευθύνη η Ελλάδα για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, το μεγάλο δημόσιο χρέος της και τα μεγάλα εσωτερικά της ελλείμματα. Αυτές οι αδυναμίες την κατέστησαν ασθενή κρίκο του ευρώ και στόχο των κερδοσκόπων. Η Ελλάδα όμως έχει ένα κοινό νόμισμα, η υπεράσπιση του οποίου δεν είναι μόνο δική της ευθύνη. Η ευρωπαϊκή προστατευτική ασπίδα ήρθε πολύ αργά και αυτό είχε συνέπεια η Ελλάδα να υποστεί μια τεράστια και σκανδαλώδη επιβάρυνση του εξωτερικού της χρέους.

Όπως όμως θα δούμε παρακάτω, αυτή δεν είναι η μόνη δυσμενέστατη για την Ελλάδα συνέπεια του τρόπου με τον οποίο είναι σήμερα διαρθρωμένη και λειτουργεί η Ευρωζώνη αλλά και συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.

•••

Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση άρχισε ως ένα εγχείρημα περιφερειακής Ενώσεως, με πρόταξη της οικονομικής ενοποιήσεως και με βασική αρχή την Κοινοτική Προτίμηση. Μετά τις κατακλυσμικές διεθνείς αλλαγές, ως συνέπεια της πτώσεως της Σοβιετικής Ενώσεως, η Ευρωπαϊκή Ένωση ταυτίσθηκε με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία εκπορεύθηκε τότε δυναμικά από τις ΗΠΑ, με την έπαρση του νικητή του Ψυχρού Πολέμου και τη θριαμβεύουσα ιδεολογία των ανοικτών αγορών και του νεοφιλελευθερισμού. Ήδη, η λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», εμπνεόμενη από τα δόγματα της Σχολής του Σικάγου του Μίλτον Φρίντμαν, είχε προετοιμάσει το κλίμα, ιδιαίτερα με την πολιτική Ρήγκαν στην Ουάσινγκτον και Θάτσερ στο Λονδίνο. Μέσα στο κλίμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε κάνει μεγάλα βήματα, ήδη από τη δεκαετία του 1980, προς τη θεσμοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού ως καταστατικής πολιτικής της Ενώσεως. Προς την κατεύθυνση αυτή έκανε στροφή και σε ορισμένες χώρες πρωτοστάτησε η Ευρωπαϊκή Αριστερά.

Η ταύτιση με την παγκοσμιοποίηση ήρθε ως αποκορύφωμα της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού. Εκφράσθηκε με την αθρόα υπογραφή συμφωνιών ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου, αλλά και συμφωνιών για την εγκαθίδρυση περιφερειακών ζωνών ελευθέρου εμπορίου. Εκφράσθηκε επίσης γενικά με την προώθηση και την άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με ιδεολογικό πρόταγμα την κυριαρχία, την «αυτονομία» και την «αυτορρύθμιση» των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις και την περιθωριοποίηση του ρόλου του κράτους.

Είναι προφανές ότι η έννοια και η πολιτική της παγκοσμιοποίησης συγκρούονται με την έννοια μιας περιφερειακής Ενώσεως, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρώτη έχει στόχο τη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς. Η δεύτερη έχει θεωρητικά στόχο την πολιτική Ένωση, πάνω στη βάση μιας κοινής αγοράς ελευθέρου ανταγωνισμού των χωρών-μελών και νομισματικής ενώσεως. Πώς όμως διασφαλίζεται η διακηρυσσόμενη ως στόχος σύγκλιση και συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν τα ανοικτά σύνορα προς κάθε κατεύθυνση, που απαιτεί η παγκοσμιοποίηση, υπονομεύουν, αν δεν καταργούν στην πράξη, την αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως και νοθεύουν τον εσωτερικό ελεύθερο ανταγωνισμό, εφόσον αυτός συγχέεται με τον ελεύθερο ανταγωνισμό σε διεθνές επίπεδο;

Είναι φανερό ότι οι πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, που εξάγουν προϊόντα τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση. Επωφελούνται από το καθεστώς των ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών για να προωθήσουν τις εξαγωγές τους και υποφέρουν λιγότερο από τις εισαγωγές προϊόντων μικρής προστιθέμενης αξίας, όπως τα γεωργικά προϊόντα, τα προϊόντα βιοτεχνίας και ελαφράς βιομηχανίας, εφόσον δεν εξαρτώνται από τα προϊόντα αυτά. Προφανώς, η κατάσταση δεν είναι η ίδια για τις λιγότερο αναπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες. Οι τελευταίες βλέπουν την αγορά τους να πλημμυρίζει από ξένα προϊόντα, μέσα από τα ανοικτά σύνορα της παγκοσμιοποίησης, την παραγωγή τους να καταστρέφεται σε ολόκληρους τομείς, χωρίς καμία δυνατότητα παρεμβάσεως και προστασίας, και τις εξαγωγές τους να καθηλώνονται και να υποχωρούν λόγω ακριβού ευρώ, την ίδια στιγμή που οι εισαγωγές ενισχύονται γιατί γίνονται φθηνότερες με το ευρώ.

Παρέλκει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε άλλες επιπτώσεις και συνέπειες της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι η μαζική λαθρομετανάστευση, η άνοδος της ανεργίας και η έκρηξη της εγκληματικότητας. Από την άποψη των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης η Ελλάδα κατέχει, δυστυχώς, την πρώτη θέση. Σ’ αυτό δεν είναι, βεβαίως, άμοιρες οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας, που ακολούθησαν και ακολουθούν ανερμάτιστες πολιτικές, χωρίς στρατηγικό σχέδιο, και σπατάλησαν τεράστιους πόρους και μοναδικές ευκαιρίες για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας και της οικονομίας της.

Η Ελλάδα καταβάλλει σήμερα, με το περίφημο Μνημόνιο, μεγάλες προσπάθειες για να μειώσει και να μηδενίσει σε εύθετο χρόνο τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό της. Η Γερμανία προτείνει μάλιστα να περιληφθεί στο συζητούμενο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, το οποίο θα συνοδεύει το Ευρωπαϊκό Σταθεροποιητικό Ταμείο για την προάσπιση του ευρώ και της Ευρωζώνης, όρος για τη συνταγματοποίηση της απαγορεύσεως των ελλειμμάτων. Να περιληφθεί δηλαδή στο Σύνταγμα άρθρο με το οποίο να απαγορεύονται τα ελλείμματα.

Πώς όμως δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται τα ελλείμματα στην Ελλάδα; Η άμεση απάντηση είναι η αλόγιστη πολιτική δαπανών των κυβερνήσεων, που προτάσσουν το πολιτικό κόστος και τους κομματικούς και πολιτικούς στόχους των συμφερόντων της οικονομίας και της χώρας.

Αυτό είναι ορθό, αλλά δεν είναι το μόνο. Οι λόγοι δεν ανάγονται μόνο στην εσωτερική πολιτική. Το έλλειμμα, π.χ., στο εμπορικό ισοζύγιο, που μεγεθύνεται συνεχώς κατά τα τελευταία χρόνια με την πλημμυρίδα των εισαγωγών από τρίτες χώρες, πώς αναπληρώνεται; Πώς αναπληρώνεται η φθίνουσα πορεία της εθνικής παραγωγής και η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες πολύ σημαντικού αριθμού ελληνικών επιχειρήσεων; Είναι προφανές ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του παραγομένου εθνικού προϊόντος, του εμπορικού ισοζυγίου, των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του εξωτερικού χρέους της χώρας. Πολλά μπορούν να γίνουν για το νοικοκύρεμα του κράτους, την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, την περιστολή αλόγιστων δαπανών. Δεν αρκούν όμως να αντισταθμίσουν την πίεση που ασκείται μέσα από τα ανοικτά σύνορα. Χρειάζεται οικοδόμηση μιας πιο ανταγωνιστικής οικονομίας, η οποία όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με όρους νεοφιλελευθερισμού της παγκοσμιοποίησης. Χρειάζεται μια ελάχιστη εθνική και ευρωπαϊκή προστασία, στη λογική της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ως περιφερειακής Ενώσεως και Συμπολιτείας κρατών. Χρειάζεται επίσης, ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδος, ένα στρατηγικό σχέδιο αναπτύξεως.

•••

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ

Είναι γνωστό ότι σχεδόν κάθε νέα κυβέρνηση εκπονεί έναν νέο αναπτυξιακό νόμο, με κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Αν η μέθοδος αυτή ήταν αποτελεσματική, θα είχε ήδη αποδώσει. Γνωρίζουμε όμως όλοι ότι τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν μέχρι τώρα με τους νόμους αυτούς είναι πενιχρά και αμφιλεγόμενα.

Οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας από τους σημαντικότερους είναι η απουσία συγκεκριμένου στρατηγικού σχεδίου για την ανάπτυξη. Η απουσία είναι εμφανής και στην πολιτική της σημερινής κυβερνήσεως. Αναμένεται η πραγματοποίηση επενδύσεων και η προώθηση της αναπτύξεως με την ψήφιση απλώς ενός νόμου που παρέχει κίνητρα και ευνοϊκούς όρους. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Υπάρχει ανάγκη στρατηγικού σχεδίου αναπτύξεως, μέσα στο οποίο να εντάσσονται ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, όπως επίσης και οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι. Το στρατηγικό αυτό σχέδιο πρέπει να θέτει περιφερειακούς και εθνικούς στόχους και να διαμορφώνει στρατηγικές σχέσεις και συνεργασίες σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, κατά πρώτο λόγο με αναδυόμενες δυνάμεις και χώρες που έχουν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τη χώρα μας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του κράτους είναι πολύ σημαντικός, άσχετα από το αν έχει δυσφημισθεί και διαβληθεί από τις καταχρήσεις των κομμάτων, τις αθέμιτες συναλλαγές, τον συντεχνιακό συνδικαλισμό και τη διαφθορά. Όταν δεν υπάρχουν κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές που να προστατεύουν τη χώρα, όταν η πολιτική της παγκοσμιοποίησης με την οποία, κακώς, έχει συνταυτισθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει σε μειονεκτική θέση τη χώρα, όταν επιπλέον η Ελλάδα αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα στον περίγυρό της, το κράτος δεν μπορεί να περιθωριοποιηθεί, κατά τις επιταγές του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, ούτε να αντικαθίσταται από τις «Ανεξάρτητες Αρχές». Ανεξάρτητες από ποιον; Από την κυβέρνηση που λογοδοτεί στον ελληνικό λαό; Αυτές σε ποιον λογοδοτούν;

Η άκριτη επίσης ιδιωτικοποίηση της εθνικής περιουσίας γνωρίζουμε πού οδηγεί. Σε κοινωνική πόλωση, οικονομική ολιγαρχία και έλεγχο του εθνικού πλούτου από ξένα συμφέροντα. Αφαιρεί επίσης από το κράτος πολύτιμα εργαλεία παρεμβάσεως τα οποία έχει στη διάθεσή του, στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης μεικτής οικονομίας.

Ο ορίζοντας θα αποδειχθεί ότι δεν είναι τόσο σκοτεινός εάν φωτισθεί με τη φλόγα μιας στρατηγικής αναπτυξιακής πολιτικής, με συγκεκριμένο σχέδιο. Η Ελλάδα έχει τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες. Από την ενέργεια και τον τουρισμό μέχρι την εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου και του πλούτου της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης (ΑΟΖ), την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με φοβικά σύνδρομα αντί να σπεύσει να την κατοχυρώσει με διεθνή ερείσματα και συμμαχίες. Από την ποιοτική γεωργία και τις υψηλές υπηρεσίες μέχρι τον μεγάλο ορίζοντα των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας, εάν αποφασίσει, επιτέλους, να βάλει τάξη και να φέρει δημιουργική επανάσταση στα αναρχούμενα και δεινοπαθούντα ελληνικά πανεπιστήμια και αξιοποιήσει παραλλήλως το μεγάλο δυναμικό των αποδήμων ελλήνων επιστημόνων.

Η ελπίδα και η αισιοδοξία για το μέλλον έχουν στέρεη βάση, εάν επικρατήσει η κοινή λογική και χαραχθεί μια πορεία που να εμπνέει και να συνεγείρει δημιουργικά τον ελληνικό λαό. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να είναι προς μεγαλύτερη ακόμη διεθνοποίηση, ιδιωτικοποίηση, παγκοσμιοποίηση και νεοφιλελευθερισμό, που προβάλλονται ως δήθεν λύση και σωτηρία της Ελλάδος. Είναι προς την κατεύθυνση της μεικτής οικονομίας, του στρατηγικού σχεδιασμού, της σκληρής διαπραγματεύσεως με τους ευρωπαίους εταίρους για τη μείωση των επιτοκίων και του χρέους, εφόσον ένα μεγάλο μέρος του προέρχεται από κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά του ευρώ και από επιπτώσεις της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, με την οποία ταυτίσθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι επίσης προς την κατεύθυνση του ελέγχου της λαθρομεταναστεύσεως, που έχει πάρει δραματικές διαστάσεις, με την άκριτη ανοχή κυβερνήσεων και πολιτικών δυνάμεων. Οι τελευταίες εξακολουθούν ακόμη, με πολλή ακρισία, να επαίρονται για την πολιτική τους αυτή και να την προβάλλουν ως «πρωτοποριακή» και «προοδευτική».

Η Ελλάδα έζησε, στη μακραίωνη ιστορία της, πολλές περιπέτειες και κρίσεις. Η διαφορά με τη σημερινή έγκειται στην επιτάχυνση της ιστορίας, που καθιστά δραματική και ιδιαιτέρως επώδυνη κάθε καθυστέρηση, αδράνεια ή αβλεψία. Επιβάλλεται επομένως ιδιαίτερη εγρήγορση και δράση.


Σχολιάστε εδώ