Ασκήθηκε δίωξη κατά των Ελβετών που πήγαν να δημοπρατήσουν σπάνιο αρχαίο ελληνικό νόμισμα
Όπως αποκάλυψε το «ΠΑΡΟΝ της Κυριακής», οι ελληνικές δικαστικές αρχές έχουν ζητήσει από την Ελβετία, από τον Φεβρουάριο του 2010, με αίτημα δικαστικής συνδρομής τον επαναπατρισμό ενός μοναδικού στο είδος του αρχαίου ελληνικού νομίσματος (ασημένιο οκτάδραχμο του 5ου αιώνα π.Χ.) που αποδίδεται στον βασιλιά της Βισαλτίας ΜΩΣΣΕΩΣ). Το σπάνιο αυτό ασημένιο οκτάδραχμο, που διεκδικεί σήμερα η Ελλάδα, αποτελεί προϊόν λαθρανασκαφής και εξήχθη πριν από μερικά χρόνια παράνομα στο εξωτερικό. Τον Οκτώβριο του 2009 εντοπίστηκε από τις ελληνικές αρχές λίγο πριν δημοπρατηθεί έναντι 116.500 ελβετικών φράγκων (98.000 ευρώ) σε γνωστό ξενοδοχείο της Ζυρίχης από τον ελβετικό οίκο εμπορίας νομισμάτων «Numismatica Ars Classica ΝΑC AG». Κατόπιν συντονισμένων ενεργειών των ελληνικών και ελβετικών αρχών δεσμεύτηκε τελικά από την ελβετική αστυνομία πριν ολοκληρωθεί η δημοπρασία και αλλάξει χέρια.
Η Εισαγγελία Ζυρίχης ικανοποίησε τον Δεκέμβριο του 2010 το ελληνικό αίτημα δικαστικής συνδρομής και διέταξε με οριστική απόφαση την κατάσχεση του νομίσματος για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου. Το νόμισμα θα παραμείνει δεσμευμένο από τις ελβετικές αρχές μέχρι να αποφανθεί αμετάκλητα το ελβετικό Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο, στο οποίο έχει προσφύγει ο ελβετικός οίκος, ο οποίος αρνείται τις κατηγορίες και ισχυρίζεται ότι κατέχει το επίμαχο νόμισμα νόμιμα.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Σερρών άσκησε ήδη ποινικές διώξεις για τρία κακουργήματα κατά των νομίμων εκπροσώπων του ελβετικού οίκου εμπορίας αρχαίων νομισμάτων και παρέπεμψε την υπόθεση σε τακτικό ανακριτή, ο οποίος θα συνεχίσει την έρευνα και ακολούθως θα καλέσει τους ελβετούς κατηγορούμενους να απολογηθούν. Οι υπεύθυνοι του ελβετικού οίκου της Ζυρίχης αντιμετωπίζουν κακουργηματικές κατηγορίες για αποδοχή και απόπειρα διάθεσης μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σύμφωνα με τον νόμο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα («ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»). Παράλληλα, η ποινική δίωξη στρέφεται και κατά παντός τρίτου υπευθύνου που μεσολάβησε στη διαμετακόμιση του νομίσματος από την Ελλάδα στην Ελβετία. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ελληνική ποινική νομοθεσία περί προστασίας των ελληνικών αρχαιοτήτων εφαρμόζεται ακόμα και σε αξιόποινες πράξεις που έχουν λάβει χώρα στο εξωτερικό, ενώ οι προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διεκδίκηση του αρχαίου αυτού νομίσματος από ελληνικής πλευράς στέλνουν ηχηρό μήνυμα στον χώρο της αρχαιοκαπηλίας και του διεθνούς παράνομου εμπορίου των ελληνικών αρχαιοτήτων, που υποδηλώνει τη διεθνή παρουσία της Ελλάδος για την προστασία και τη διαφύλαξη της πολιτιστικής της κληρονομιάς.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες από τις δικαστικές αρχές, ο ελβετικός οίκος δημοπρασίας αρχικά έδειξε ότι είναι διατεθειμένος να επιστρέψει εξωδίκως το νόμισμα στην Ελλάδα, στην πορεία όμως έθεσε ως όρο στις ελληνικές αρχές την παροχή γραπτών εγγυήσεων ότι δεν θα διωχτούν ποινικά οι εκπρόσωποί του, όρος που φυσικά δεν έγινε αποδεκτός. Ο δικηγόρος Ηλίας Σ. Μπίσιας, που χειρίζεται την υπόθεση αυτή στην Ελβετία εκπροσωπώντας το ελληνικό Δημόσιο, δήλωσε στο «ΠΑΡΟΝ» σχετικά με τις εξελίξεις ότι «θα πρέπει να αναμένουμε με υπομονή την απόφαση της ελβετικής δικαιοσύνης, η οποία θα αποφανθεί για την επιστροφή ή μη του νομίσματος στην πατρίδα μας. Πρόκειται πράγματι για μια δύσκολη υπόθεση. Ωστόσο, στην υποθετική περίπτωση που το ελβετικό δικαστήριο σχηματίσει τελικώς κρίση υπέρ των ισχυρισμών του ελβετικού οίκου που δημοπράτησε το ελληνικό νόμισμα και αρνηθεί την απόδοσή του στην Ελλάδα, η ελληνική δικαιοσύνη θα κινηθεί ανεξάρτητα, θα συνεχίσει την έρευνα και αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό που έχει συλλέξει μέχρι σήμερα θα καλέσει όλους τους εμπλεκόμενους να λογοδοτήσουν ενώπιόν της. Σε περίπτωση που κριθεί από τα ελληνικά δικαστήρια η ενοχή των κατηγορουμένων σε σχέση με το επίμαχο νόμισμα και διαταχθεί η δήμευσή του, θα έχουμε βέβαια δύο αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις σε δύο χώρες για το ίδιο αντικείμενο. Για την Ελλάδα όμως το ασημένιο οκτάδραχμο που διεκδικούμε δεν θα πάψει να αποτελεί προϊόν εγκλήματος και να είναι ανεπίδεκτο συναλλαγής, ενώ η κυριότητά του αναμφισβήτητα θα ανήκει και θα παραμείνει στο ελληνικό Δημόσιο».