ΨΕΥΤΟΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Το τερατώδες του πράγματος θα ήταν αρκετό να αναδειχθεί με την απλή αναδρομή σ’ ένα σύγχρονο παράδειγμα. Οι Κούρδοι, π.χ., αρχαιότατος λαός, που μνημονεύεται από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, είναι ένα έθνος είκοσι πέντε περίπου εκατομμυρίων, το οποίο όμως δεν έχει κράτος. Εάν κάποια στιγμή κατορθώσει ο λαός αυτός να συγκροτήσει το δικό του κράτος, θα ισχυρισθούν οι παραγωγοί του «1821» ότι τότε θα έχει γεννηθεί το κουρδικό έθνος;

•••

ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Είναι προφανές ότι γίνεται σκόπιμη σύγχυση μεταξύ της ευρωπαϊκής έννοιας του έθνους και του εθνικού κράτους και του κράτους που διαμορφώνεται σε έθνος, όπως συνέβη στις χώρες του Νέου Κόσμου, που εποικίσθηκαν από μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Λατινική Αμερική). Ακόμη όμως και αυτές, μέχρι την ανεξαρτησία τους από τις ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις, αλλά και πολύ αργότερα, διατηρούσαν έντονα εθνικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα στο επίπεδο της κυρίαρχης ελίτ.

Κοντά σ’ αυτήν την ομάδα χωρών που σφυρηλάτησαν μια νέα κοινή εθνική ταυτότητα, με αφετηρία το κοινό κράτος, υπάρχει μια άλλη μεγάλη ομάδα χωρών που διαμορφώθηκαν επίσης ή προσπαθούν ακόμη να διαμορφωθούν σε «έθνη», με αφετηρία το κράτος. Είναι το πλήθος των χωρών της Αφρικής κυρίως, αλλά και της Ασίας. Οι χώρες αυτές κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάλυση του αποικισμού. Στις χώρες αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν κατακερματισμένες σε φυλές και ισάριθμες γλώσσες, τα αποικιακά σύνορα έγιναν κρατικά και «εθνικά» σύνορα, παρότι αυτά δεν αντιστοιχούσαν πάντα σε κάποιου είδους εθνικά ή εθνοτικά σύνορα. Είχαν χαραχθεί αυθαιρέτως από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις κατά το μοίρασμα των αποικιών. Στην περίπτωση όμως αυτή τα κρατικά σύνορα και το κράτος έγιναν αφετηρία για τη διαμόρφωση μιας κοινής κρατικής και εθνικής συνειδήσεως.

•••

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Η διαμόρφωση του εθνικού κράτους στην Ευρώπη ακολούθησε αντίστροφη ακριβώς πορεία, έστω και αν στη συνέχεια το κράτος, ως έκφραση και ενσάρκωση του έθνους, ενίσχυσε, με τους θεσμούς, την κρατική ιδεολογία και οργάνωση και την παιδεία του, την εθνική ιδέα και συνείδηση.

Καταλυτικό ρόλο για τη διαμόρφωση του εθνικού κράτους στην Ευρώπη διεδραμάτισαν, ασφαλώς, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση. Θα έλεγε όμως κανείς ότι η καθοριστική επίδραση στην εξέλιξη αυτή έχει ακόμη βαθύτερες ρίζες. Φτάνει μέχρι την Αναγέννηση, που έφερε στο προσκήνιο τις ιδέες και τις δημοκρατικές αξίες της κλασικής πόλεως. Το εθνικό κράτος της Ευρώπης, στη δημοκρατική του εκδοχή, όπως ήταν το γαλλικό αρχέτυπο, ήταν μια προσπάθεια αντιγραφής της κλασικής πόλεως, σε μια άλλη, πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική και πληθυσμιακή κλίμακα και σε επίπεδο εθνικών συνόρων.

Το να ισχυρισθεί κανείς ότι τα έθνη στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν από τα κράτη, ακόμη και στη Βαλκανική Χερσόνησο, είναι ισχυρισμός που αντιμάχεται την ιστορική αλήθεια και την πραγματικότητα, ακόμη και τη σημερινή. Αρκεί να δει κανείς τι έγινε προσφάτως στη Γιουγκοσλαβία. Η κατά τα άλλα «πολυπολιτισμική» Γιουγκοσλαβία διεσπάσθη σε έξι διαφορετικά κράτη, με βάση την αρχή της εθνότητας. Οι λόγοι είναι γνωστοί. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι το κοινό κράτος κατέρρευσε, υπό τη συνδυασμένη πίεση εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών διαφορετικών εθνοτήτων.

Η συγκρότηση επίσης της Ευρώπης από εθνικά κράτη, μετά την κατάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, που κυριαρχούσαν σ’ ένα μεγάλο μέρος της, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται έξω από την ιστορία των ανταγωνισμών, των επιρροών, των ισορροπιών και των συγκρούσεων μεταξύ των λαών της και κυρίως μεταξύ των μεγάλων δυνάμεών της, αλλά και των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου.

Είναι προφανές, επομένως, ότι ο ισχυρισμός πως το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε δήθεν μετά το 1821, μετά δηλαδή τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, δεν είναι μόνο ανιστόρητος. Είναι ταυτόχρονα και συκοφαντικός. Υποβάλλει την ιδέα ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι Έλληνες. Δεν έχουν καμία σχέση με το ελληνικό ιστορικό παρελθόν και την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Καμία σχέση, π.χ., με την Ακρόπολη, τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και οποιοδήποτε άλλο σύμβολο της ελληνικής Ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.

Πρόκειται για μια άλλη εκδοχή της θεωρίας του Φάλμεραϊερ, ενταγμένη στο σύγχρονο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, με την αρωγή και τη μισθοφορά επιχωρίων ανταποκριτών και αναμεταδοτών. Σαφής στόχος είναι η εθνική αποδόμηση της Ελλάδος, παρουσιαζόμενη ευσχήμως ως «εκσυγχρονισμός», «διεθνισμός» και «προοδευτική πολυπολιτισμική» πολιτική.

•••

ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΔΕΝ
ΚΑΤΕΛΥΘΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΤΟΝ 5ο ΑΙΩΝΑ Μ.Χ., ΟΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ. ΕΖΗΣΕ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Αυτοί που θέλουν να αμφισβητήσουν την ελληνική συνέχεια αγνοούν συστηματικά το Βυζάντιο. Τον ρόλο ειδικότερα που διεδραμάτισε στη συνέχεια του Ελληνισμού, μέσα από την ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού και την ιδέα της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, όπως επίσης και στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνειδήσεως κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας.

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που ονομάσθηκε σκοπίμως, εκ των υστέρων, από δυτικούς μελετητές Βυζάντιο, γιατί ακριβώς τη θεωρούσαν αυτοκρατορία των «αιρετικών» Ελλήνων και όχι έκφραση και συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεν κατελύθη ποτέ από τις βαρβαρικές εισβολές του 5ου αιώνα μ.Χ. Αυτές που σάρωσαν την Ευρώπη και τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Η Ανατολική λοιπόν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε, χωρίς διακοπή, την ιστορική πορεία της, από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα στους Μέσους Χρόνους, μέχρι ειδικότερα τη λατινική άλωση το 1204, κατά τη Δʼ Σταυροφορία, και την τελική πτώση του 1453.

Ο Χριστιανισμός άλλαξε καθοριστικά τους πολιτιστικούς όρους των ελληνικών και εξελληνισμένων πληθυσμών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από καταβολής όμως ο Χριστιανισμός ταυτίσθηκε με τον Ελληνισμό. Τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια γράφτηκαν απευθείας στα ελληνικά, όπως επίσης οι Πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου και τα πρώτα άρθρα πίστεως και χριστιανικής θεολογίας. Η ιστορική ταύτιση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και η ιδέα της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που μεταμόρφωσαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε ελληνική ουσιαστικά αυτοκρατορία, με δεδομένο το γεγονός ότι στο ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κυριαρχούσαν οι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί. Ήδη από τον καιρό του Ιουστινιανού η ελληνική γλώσσα είχε αρχίσει να γίνεται επίσημη γλώσσα του κράτους (δημοσίευση στα ελληνικά των λεγομένων «Νεαρών», συμπληρωματικών νόμων στον Ιουστινιάνειο Κώδικα). Ο Ηράκλειος, διαπιστώνοντας την πραγματική κατάσταση, κατέστησε τα Ελληνικά, τη γλώσσα του Ακαθίστου Ύμνου, που χρονολογείται από τότε, αρχές δηλαδή του 7ου αι., επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας.

Η ελληνική γλώσσα, έλεγε ο Ελύτης, είναι η ανεμόσκαλα που συνδέει τον σύγχρονο Ελληνισμό με τον κόσμο του Ομήρου. Πολύ ορθή επισήμανση, γιατί τα ελληνικά, αντίθετα με αυτό που έγινε με τα λατινικά στη Δύση, δεν είχαν οποιαδήποτε βίαιη αλλαγή ή διακοπή με την εισβολή και την επικράτηση ξένων λαών, που ίδρυσαν, πάνω στα ερείπια της αυτοκρατορίας, τα δικά τους κράτη. Τα ελληνικά κυριαρχούσαν στην Ανατολή και επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με το Βυζάντιο συνέχισαν την κυριαρχία τους στην κοινωνία και έγιναν, στη συνέχεια, επίσημη γλώσσα του κράτους.

Η συνέχεια αυτή, παρά τις ιστορικές περιπέτειες, τις καταστροφές και την ξένη κατάκτηση, επέζησε και μέσα από τους αιώνες της οθωμανικής δουλείας και έφτασε στο στόμα των Νέων Ελλήνων, φτωχή και παραφθαρμένη, αλλά πάντα δυνατή και ακμαία.

Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, επηρεασμένος από τις προκαταλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί επί αιώνες στη Δύση κατά του Βυζαντίου, λόγω του Εκκλησιαστικού Σχίσματος του 1050, των Σταυροφοριών και της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους το 1204, δεν ήθελε να ακούσει για το Βυζάντιο και το αντιμετώπιζε προκατειλημμένα ως έναν απλό βαρβαρικό Μεσαίωνα, αντίστοιχο εκείνου που επικράτησε σταδιακά στη Δύση, μετά τις βαρβαρικές επιδρομές και την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

•••

ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ;

Για το τι ήταν όμως το Βυζάντιο, και ειδικότερα η πρωτεύουσά του Κωνσταντινούπολη, είναι χαρακτηριστικός ένας ύμνος που έγραψε γι’ αυτήν, ως επιτομή του έργου του για την άλωση του 1453, ο μεγάλος, ίσως ο μεγαλύτερος των βυζαντινολόγων, Στήβεν Ράνσιμαν.

Ο ίδιος άσκησε αυστηρότατη κριτική στους ευρωπαίους διαφωτιστές για την προκατειλημμένη στάση τους απέναντι στο Βυζάντιο και ανέδειξε τη ζωντανή συνέχεια του Ελληνισμού, που θρήνησε ως εθνική συμφορά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και τίμησε και ύμνησε ως ηρωτομάρτυρα τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Γράφει συγκεκριμένα ο Ράνσιμαν: «Για χίλια εκατό χρόνια στεκόταν στον Βόσπορο μια πόλη όπου το πνεύμα αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και η μάθηση και τα γράμματα του κλασικού παρελθόντος ήταν αντικείμενο μελέτης και διαφυλάσσονταν. Χωρίς τη βοήθεια των βυζαντινών σχολιαστών και γραφέων, θα γνωρίζαμε ελάχιστα σήμερα για τη λογοτεχνική παραγωγή της Αρχαίας Ελλάδος. Αυτή ήταν επίσης μια πόλη οι ηγεμόνες της οποίας επί αιώνες είχαν εμπνεύσει και ενθαρρύνει μια σχολή Τέχνης χωρίς αντίστοιχο στην ανθρώπινη ιστορία, μια τέχνη που προέκυπτε από ένα συνεχώς διαφοροποιούμενο μείγμα της ψυχρής εγκεφαλικής αισθήσεως των Ελλήνων για την αρμονία των πραγμάτων και ενός έντονου θρησκευτικού αισθήματος, που έβλεπε στα έργα τέχνης την ενσάρκωση του θείου και τον καθαγιασμό της ύλης.

Αυτή ήταν, επιπλέον, μια μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλη, όπου, παράλληλα με τα εμπορεύματα, ανταλλάσσονταν ελεύθερα οι ιδέες, και της οποίας οι πολίτες έβλεπαν τους εαυτούς τους όχι ως μία φυλετική ενότητα, αλλά ως κληρονόμους της Ελλάδας και της Ρώμης, καθαγιασμένους από τη χριστιανική πίστη».

•••

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΟΜΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ «1821», ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ, ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΚΟΙΝΟΙ ΛΗΣΤΕΣ

Αντίθετα με το πνεύμα που τόσο παραστατικά εκφράζει ο Ράνσιμαν, η τηλεοπτική παραγωγή «1821» φτάνει στο σημείο να μην κάνει καμία αναφορά στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, σύμβολο και ορόσημο για τη νεοελληνική εθνική συνείδηση και ταυτότητα. Κάνει το ίδιο συστηματικά και για πολλά άλλα σύμβολα εθνικής συνέχειας, εθνικού αγώνα και εθνικής συνειδήσεως και ταυτότητας.

Η περιορισμένη χρονική έκταση της παραγωγής δεν είναι η πραγματική αιτία για την παράλειψη κάθε αναφοράς στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όταν, αντιθέτως, γίνεται αναφορά στον Μωάμεθ, κατακτητή της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά περίεργη άλλωστε σύμπτωση, το ίδιο ακριβώς έγινε και στο περίφημο βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, που άφησε εμβρόντητο το Πανελλήνιο με τις περιβόητες θέσεις της για την ελληνική Ιστορία και τον διαβόητο «συνωστισμό» στην προκυμαία της Σμύρνης. Κατά τον ίδιο τρόπο, απουσιάζει κάθε αναφορά στους ηρωικούς αγώνες των Σουλιωτών και στον χορό του Ζαλόγγου των Σουλιωτισσών. Γίνεται, αντιθέτως, εκτενής αναφορά στον Αλή Πασά, που εκθειάζεται ποικιλοτρόπως για την ανάπτυξη και την πρόοδο που έφερε στα Γιάννενα. Για τους ίδιους, προφανώς, λόγους, οι Κλέφτες και οι Αρματωλοί υποβαθμίζονται ως σύμβολα εθνικού αγώνα και εθνικής προσφοράς. Παρουσιάζονται ως κοινοί κλέφτες και ληστές, «που καταδιώκονταν από κοινού από Έλληνες και Οθωμανούς» και οι οποίοι, όταν συλλαμβάνονταν, ανασκολοπίζονταν, κομματιάζονταν και υφίσταντο γενικά κάθε είδους άλλον μαρτυρικό παραδειγματικό θάνατο. Δεν γλυτώνει από την κακομεταχείριση των παραγωγών του «1821» ούτε ακόμη ο πρώτος του Αγώνα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, για τον οποίο αφήνονται αχαρακτήριστοι υπαινιγμοί.

Υποβάλλεται γενικά η ιδέα ότι η συνύπαρξη των υποδούλων Ελλήνων με την οθωμανική εξουσία δεν ήταν και τόσο προβληματική, μέχρι τουλάχιστον το 1700. Η κατάσταση κατά την επόμενη περίοδο άλλαξε και οι σχέσεις οδηγήθηκαν σε πλήρη ρήξη και σύγκρουση το 1821, γιατί, ως αποτέλεσμα κακής πολιτικής ορισμένων σουλτάνων, αφέθηκαν να εμφιλοχωρήσουν ως μεσάζοντες μεταξύ της οθωμανικής εξουσίας και των ελλήνων ραγιάδων οι κοτζαμπάσηδες. Οι τελευταίοι, ενεργώντας ως άπληστοι τελώνες, έστρεψαν τους ραγιάδες κατά της οθωμανικής εξουσίας. Με απλά λόγια, υποστηρίζεται εμμέσως ότι, αν υπήρξε σύγκρουση, αυτή δεν οφειλόταν σε εθνική καταπίεση και εθνική αντίσταση, αλλά σε κοινωνικούς λόγους, λόγω της εκμεταλλεύσεως των ραγιάδων από τους κοτζαμπάσηδες, έπειτα από αβλεψία και λάθος της οθωμανικής εξουσίας!

Με παρόμοιο τρόπο, αναδεικνύεται επιτηδείως και προβάλλεται η υποτακτική σχέση του Πατριαρχείου προς την οθωμανική εξουσία για να διαβληθεί και να υποβαθμισθεί ο ρόλος της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας στην Επανάσταση του 1821. Είναι γνωστό ότι ο Πατριάρχης ήταν εξαρτημένος από την οθωμανική εξουσία, με υποθηκευμένο μάλιστα το ίδιο το κεφάλι του. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ κατήγγειλε και αφόρισε τους επαναστάτες του 1821, προσπαθώντας, μεταξύ άλλων, να περισώσει από τις διώξεις και τις σφαγές τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας, όπου ήταν ανυπεράσπιστοι. Αυτό όμως δεν στάθηκε ικανό εμπόδιο για τον σουλτάνο για να μη διατάξει τον απαγχονισμό του. Η στάση που τήρησε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, όπως και άλλοι Πατριάρχες στο παρελθόν, δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό ρόλο που διεδραμάτισε η Εκκλησία κατά τη διάρκεια της μακράς δουλείας και κατά την Επανάσταση του 1821.

Ακόμη και το παιδομάζωμα υποβαθμίζεται και σχεδόν αποσιωπάται. Αρκεί όμως ως απάντηση σ’ αυτό ένα δημοτικό τραγούδι, που κατέγραψε με τον δικό του, μοναδικό τρόπο την τραγική αυτή πλευρά της Τουρκοκρατίας:

«Ανάθεμά σε βασιλειά και τρις
ανάθεμά σε,
με το κακόν όπ’ έκαμες, και
το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντες, τους πρώτους, τους παπάδες,
να μάσης παιδομάζωμα,
να κάνεις γιανιτσάρους.
Κλαίν’ οι γονέοι τα παιδιά,
κ’ οι αδελφαίς τ’ αδέλφια.
Κλαίγω κ’ εγώ και καίγομαι
και όσο ζω θα κλαίω.
Πέρσυ πήραν την γυναίκα μου, φέτο τον αδελφόν μου».

(Αραβαντινού, «Ηπειρωτικά», σελ. 218. Το δημοτικό τραγούδι αναφέρεται στον σουλτάνο Σελίμ Β΄, περί το 1565.)

Τα παραδείγματα είναι πολλά και παρέλκει συστηματική υπόδειξη και απαρίθμησή τους. Κατατείνουν όλα προς τον ίδιο στόχο: Να υπονομευθούν, να υποβαθμισθούν, να παραμερισθούν και να γκρεμισθούν τα σύμβολα που ανακρατούν την εθνική ιδέα, που έρχεται από πολύ μακριά, με τελευταίο ιστορικό σταθμό, πριν από την Επανάσταση, το Βυζάντιο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τα λόγια του μεγάλου νεοπλατωνικού βυζαντινού φιλοσόφου Πλήθωνος Γεμιστού: «Εσμέν γαρ Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» («Γιατί είμαστε Έλληνες κατά το γένος, όπως το μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία»).

Οι Έλληνες, λοιπόν, κύριοι παραγωγοί του «1821», δεν ανεκάλυψαν ότι ήταν Έλληνες μετά την Επανάσταση, γιατί τους το είπε ο Κοραής. Ήταν Έλληνες και γι’ αυτό επανεστάτησαν και διεκδίκησαν την εθνική τους ελευθερία, χύνοντας ποταμούς αιμάτων. Οι επονομασίες Γραικός, Ρωμιός ή Έλληνας ήταν έννοιες ταυτόσημες, όπως είναι και σήμερα.

Με διαστρέβλωση της Ιστορίας και της πραγματικότητας, επιδιώκεται να παρουσιασθεί η Επανάσταση του 1821 και η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους όχι ως εθνική ελληνική παλιγγενεσία, αλλά ως γέννηση δήθεν ενός νέου έθνους, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τον Ελληνισμό, την τρισένδοξη ιστορία του και την πολιτιστική κληρονομιά του.

Οι ιδεολόγοι και προαγωγοί της προσεγγίσεως αυτής αποσκοπούν ουσιαστικά να αποκόψουν τον ελληνικό λαό από τις εθνικές, ιστορικές και πολιτιστικές ρίζες του και να τον καταστήσουν εύκολη λεία στην «πολυπολιτισμική» και «διεθνιστική» προπαγάνδα της παγκοσμιοποίησης.

Ασφαλώς, η τηλεοπτική παραγωγή «1821» δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα της διεξαγόμενης συστηματικής εκστρατείας για εθνική αποδόμηση της χώρας:

• Έχει προηγηθεί, από χρόνια τώρα, η ίδια προσέγγιση και ιδεολογία σε σχολικά βιβλία, με ακραίο παράδειγμα το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, που δεν είναι όμως το μόνο.
• Έχει προταθεί ως επίσημη κυβερνητική πολιτική, προσφάτως, η υποβάθμιση του μαθήματος της Ιστορίας σε προαιρετικό από υποχρεωτικό.
• Έχει ετοιμασθεί από χρόνια το λεγόμενο κοινό βιβλίο Ιστορίας της ΝΑ Ευρώπης, με υποστήριξη του Ιδρύματος Σόρος. Το βιβλίο κινείται πάνω στη βάση της «πολυπολιτισμικής» δήθεν προσεγγίσεως, με πρόσχημα την υπέρβαση των εθνικιστικών διαφορών και φανατισμών στην περιοχή και την καλλιέργεια πνεύματος φιλίας και συνεργασίας. Στη συγγραφή του δεν πήρε μέρος κανένας έλληνας ιστορικός. Ασκούνται όμως συνεχείς πιέσεις στο υπουργείο Παιδείας για να το εισαγάγει στα σχολεία ως βοηθητικό εγχειρίδιο.
• Διάφορα τμήματα σε ελληνικά πανεπιστήμια προωθούν συστηματικά μια ανάλογη ιδεολογική γραμμή, εμπνεόμενα από την «πολυπολιτισμική» πολιτική της παγκοσμιοποίησης, την οποία παρουσιάζουν ως «διεθνιστική», «σύγχρονη» και «προοδευτική».

•••

Η ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΜΑΖΙΚΗ, ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ ΕΠΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Είναι φανερό ότι βρίσκεται από χρόνια σ’ εξέλιξη μια συγκεκριμένη πολιτική, που έχει στοχοποιήσει την εθνική ταυτότητα της χώρας και προωθεί συστηματικά, σε διάφορα επίπεδα, την εθνική αποδόμησή της. Η πολιτική αυτή εντάσσεται στις επιδιώξεις της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, εξειδικευμένης στον χώρο των Βαλκανίων και φορτισμένης με τα προβλήματα της περιοχής και ευρύτερες γεωπολιτικές βλέψεις και σχέδια. Η πολιτική αυτή προβάλλεται ως «προοδευτική», «διεθνιστική» και «πολυπολιτισμική» και συγχέεται σκοπίμως, για προφανείς λόγους, με τον διεθνισμό της παραδοσιακής Αριστεράς.

Συνυφασμένη με την πολιτική αυτή είναι η μαζική, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση και η ανοχή προς αυτήν. Η μαζική, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση είναι εγγενής πτυχή της παγκοσμιοποίησης και δημιουργεί αντικειμενικά τους αναγκαίους δημογραφικούς όρους για την προπαγάνδιση και την προώθηση της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας. Γίναμε, δυστυχώς, μάρτυρες στην Ελλάδα πολιτικών ηγετών της χώρας που, ενεργώντας στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης, κάτω από ξένη πολιτική και ιδεολογική επιρροή, δήλωναν, σε μια χώρα με 97% εθνική συνοχή και κρίσιμα εθνικά προβλήματα, ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική». Ο καθένας αντιλαμβάνεται και το διαπιστώνει τριγύρω του πώς γίνεται «πολυπολιτισμική» και τι σημαίνει ακριβώς αυτό. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που πρωτοστάτησαν στην πολιτική αυτή, στο πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, ανακρούουν πρύμνα. Τελευταίος στη σειρά, ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος δήλωσε, μετά τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, ότι η «πολυπολιτισμική» πολιτική απέτυχε και εξήγγειλε δραστική αλλαγή πολιτικής.

Η ελληνική λοιπόν «πρωτοπορεία», τόσο στην υποστήριξη της «πολυπολιτισμικής» πολιτικής, που ουσιαστικά συνιστά το ψευδώνυμο της εθνικής αποδόμησης, όσο και στην ανοχή της μαζικής, ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως, που δημιουργεί τους όρους γι’ αυτήν, είναι εκτός κάθε λογικής και σώφρονος πολιτικής. Είναι λυπηρό επίσης ότι τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς πρωτοστατούν στην πολιτική αυτή, συγχέοντας τον αριστερό διεθνισμό και τη διεθνή αλληλεγγύη με τον διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης και την άλλη ιδεολογική προπαγάνδα της.

Δεν αρκεί σε κάθε κρίσιμη περίσταση να πράξουμε το καθήκον μας. Είναι πολύ σημαντικό επίσης να γνωρίζουμε ποιο είναι αυτό.


Σχολιάστε εδώ