ΧΩΡΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ
Η Ελλάδα παρουσιάζει όλο και περισσότερο εικόνα αποδιοργανωμένης, παραιτημένης, κουρασμένης χώρας. Που βαδίζει επειδή απλώς έτσι πρέπει να συμβαίνει, βαδίζει όμως χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει και πώς θα φτάσει εκεί που πάει. Κινείται με την αρχή της αδράνειας και στο πλαίσιο μιας συνήθειας που προσδιορίζει τις κινήσεις όλων μας, κυρίως όταν αυτές είναι μηχανικές ή επαναλαμβανόμενες.
Η εικόνα που παρουσιάζουμε είναι κακή και απογοητευτική. Η οικονομία, η πραγματική οικονομία όχι αυτή των ραντιέρηδων, των κορακιών, των λιγούρηδων που εκπλειστηριάζουν τις μικρές περιουσίες των φτωχών και των μικρομεσαίων, δεν κινείται. Τα μαγαζιά δεν έχουν πελάτες, πουλάνε ελάχιστα, η αγορά ίσα που αναπνέει, οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν τους εργαζομένους κι όχι απλώς με μικρές καθυστερήσεις: Έχουν περάσει στην πρακτική του «έναντι», πάρε τώρα αυτά που έχω και βλέπουμε για τα υπόλοιπα. Ο εργαζόμενος με τη σειρά του δέχεται έτσι κι αλλιώς «τη ρύθμιση» έχοντας μπει στο κλίμα της μιζέριας και του φόβου της συνολικής απώλειας: Φοβάται, και όχι αβάσιμα, μήπως αύριο ξυπνήσει και δεν είναι στη δουλειά του ή μήπως δεν υπάρχει καν η ίδια η δουλειά στην οποία πήγαινε. Η χώρα δεν φαίνεται να έχει μπει σε δρόμο ανάκαμψης ούτε καν σε δρόμο ισορροπίας, ενώ διατηρεί το εγγενές μειονέκτημα ότι «δεν παράγει τίποτα». Με τη λέξη «τίποτα» συνήθως αναφερόμαστε αντιπαραθετικά στην παραγωγή των βιομηχανικών χωρών που ζουν έτσι κι αλλιώς (έστω και δύσκολα) παράγοντας πρώτες ύλες ή (και) διατηρώντας βαριά βιομηχανία. Για το πλέγμα της μη παραγωγής, ακινησίας της αγοράς, αλλά και της έλλειψης κατεύθυνσης φέρει ακέραια την ευθύνη η κυβέρνηση. Ο χρόνος της αναλώνεται στην προσπάθεια να εξηγήσει όσα και όπως μπορεί στην «τρόικα», που αποτελεί τη δύναμη επιτήρησης της χώρας. Υιοθετώντας φυσικά αυτήν την τακτική αφήνει στην άκρη το πρωτογενές έργο κάθε κυβέρνησης, που δεν είναι άλλο από τη φροντίδα της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η φροντίδα απουσιάζει με ηχηρό τρόπο, εδώ κι έναν, τουλάχιστον, χρόνο. Ο πρωθυπουργός διατυμπανίζει με περηφάνια πόσο καλά τα πάει έξω στις συνομιλίες του με τους ευρωπαίους εταίρους, περηφανεύεται ότι «εμείς δεν λακίσαμε», ενώ η ΝΔ το έκανε και ουσιαστικά «αυτή μας έσπρωξε στην ”τρόικα”». Και έτσι να είναι, του διαφεύγει -ηθελημένα προφανώς- η μικρή λεπτομέρεια του μη έργου της κυβέρνησης για τη χώρα: Προς το παρόν παράγει έργο (ό,τι και όσο παράγει) για τους δανειστές, για τρίτους που βρέθηκαν να είναι δανειστές και ελεγκτές της Ελλάδας. Ακόμα όμως κι αυτοί (και έτσι συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες) άνετα θα καταλάβουν και αναγκαστικά θα το δεχθούν (διότι γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού) ότι μια κυβέρνηση οφείλει να παραγάγει πρώτα (ή και) πρωτογενές έργο για τη χώρα, για τον λαό που την εξέλεξε. Και έργο δεν είναι η μεθόδευση λύσεων για την αποπληρωμή των χρεών, κυρίως όταν η μεθόδευση εντοπίζεται μόνον ή κυρίως στη συνεχή οικονομική αφαίμαξη των πολιτών που, έτσι κι αλλιώς, τα έβγαζαν πέρα είτε μετρημένα είτε δύσκολα.
Αν οι πολίτες αυτοί μέσω της στόχευσής τους από την κυβέρνηση νιώσουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα πια, τότε απλώς θα ξεμπερδέψουν με την κυβέρνηση που εξέλεξαν, ή σε πιο προχωρημένη κατάσταση θα πάψουν να αποτελούν «σιωπηρά πλειοψηφία» και θα αντιπαρατεθούν δυναμικά με όσες δυνάμεις ταυτίζονται στα μάτια και τις συνειδήσεις τους με καταστολή. Ολοένα και περισσότερο φαίνεται σε όλο και πιο πολλούς ότι η κυβέρνηση εκτελεί εντολές και υποτάσσεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις και πολιτικές που αποφασίζει ένα διευθυντήριο. Έτσι όμως δεν προχωρεί τίποτα. Και κυρίως η χώρα.