Μια φορά και έναν καιρό

Πάνω από το κεφάλι του κρεμόταν μέσα σε βαρύτιμη κορνίζα η φωτογραφία του Φύρερ να τον κοιτάει βλοσυρός σαν να του λέει: «Πρόσεξε, γιατί ξέρουμε τι κουμάσι είσαι».

Η υπόνοια ότι είναι «κουμάσι» προέκυψε επειδή τελευταία περιόρισε αισθητά τον ναζιστικό χαιρετισμό με το τέντωμα του χεριού συνοδεύοντας το «χάιλ Χίτλερ» πράγμα που οφείλετο, όπως ευθαρσώς εξήγησε σε αρμόδιο λοχία των Ες-Ες, στον κίνδυνο να μπερδευτεί και να συμβεί η μοιραία παρεξήγηση. Και δεν είχε άδικο, διότι με τον ερχομό του, εποχούμενος της Μερσεντές του για να μεταβεί στην κομαντατούρα, είδε πολλούς Αθηναίους να αλληλοχαιρετιούνται με τεντωμένο το χέρι σαν ναζιστικά, με μόνη τη μικρή διαφορά πως είχαν και ανοικτή την… παλάμη. Αισθάνθηκε υπερήφανος βλέποντας πως οι Έλληνες είχαν εγκολπωθεί τις κοσμοθεωρίες τού 3ου Ράιχ, όταν όμως κάποτε επαίρετο για την εξάπλωση του ναζισμού μέχρι στον χαιρετισμό, γερμανομαθής τον έβγαλε από την πλάνη του. Του εξήγησε την ακριβή υβριστική σημασία της χειρονομίας, που χυδαϊστί αποκαλείται «μούντζα» και από τους λογοτεχνίζοντες «φάσκελο».

Ο στρατηγός μελαγχόλησε, έμεινε προς στιγμήν σκεπτικός και αμίλητος, ύστερα ξεστόμισε ένα ξερό «Ah, so!» κι έκτοτε απέφευγε τους πολλούς χαιρετισμούς μη γίνει κανένα τραγικό λάθος. Έτσι, κάθεται στο γραφείο του και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Κατ’ αρχάς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι ρεμπεσκέδες και παραλίγο να εκφραστεί δυσμενώς για τον Φύρερ που τον ξαπέστειλε δω χάμω. Ευτυχώς δάγκωσε εγκαίρως τη γλώσσα του και δεν του ξέφυγε κανένας χαρακτηρισμός από το εύηχο γερμανικό υβρεολόγιο, που θα άκουγε ο φαντάρος που καθόταν απ’ έξω κι έστηνε κάτι αυτάρες «να». Εκείνο που τον βασάνιζε ήταν γιατί προτιμούν οι Έλληνες να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια από την πείνα, ρυπαροί και τουμπανιασμένοι, γεμάτοι ψείρα, αντί να πάνε να πεθάνουν με δόξα και τιμή στο ανατολικό μέτωπο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι εθελοντές Ευρωπαίοι – και όχι μόνον. Και αν ήταν μονάχα αυτό, θα μπορούσε να πει γερμανιστί «γούστο τους και καπέλο τους», αλλά εδώ συνέβαιναν πράματα ανήκουστα, που δεν συνέβησαν πουθενά επί της Γης. Να βρίσκεται δηλαδή η χώρα υπό «extra large» κατοχή, να μην προφταίνουν οι γραφιάδες να γράφουν κατεβατά με τα «φερμπότεν», να γίνεται από κρατουμένους στις φυλακές συνωστισμός, σαν στη Σμύρνη το ’22, να παθαίνουν υπερκόπωση τα εκτελεστικά αποσπάσματα, και τούτοι εδώ τον χαβά τους. Να κάνουνε ό,τι ακριβώς απαγορεύεται και να σου σπάνε τα νεύρα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τράβηξαν και κάτι ξεγυρισμένες απεργίες, να το λες και να μη σε πιστεύουν. Άκου φίλε μου, είπε ο φον τάδε στον εαυτό του: «Απεργία εν καιρώ πολέμου σε κατεχόμενη χώρα!»… Έξυσε με το νυχάκι του μικρού δακτύλου τον κρόταφο και απεφάνθη ύστερα από σύντομη σκέψη: «Αυτό είναι σαμποτάζ»!

Πράγματι λίγο καιρό πρωτύτερα δειλά δειλά έγινε η πρώτη απεργία. Αρχή έκαναν την 14η Απριλίου του 1942 οι δημόσιοι υπάλληλοι με «απαράδεκτα συντεχνιακά αιτήματα». Αν και ήταν προφανές ότι η πράξη οφείλετο στην έμφυτη οκνηρία του κλάδου, που αρέσκεται στο αραλίκι, οι αρχές κατοχής απειλούσαν και έτριζαν τα δόντια, η δε κυβέρνηση Τσολάκογλου σκεπτόταν στα σοβαρά ν’ αποκαλέσει τους απεργούς «κοπρίτες», μπας και συνετισθούν. Αλλά μπα. Πού τέτοια τύχη. Αφού άφησαν να περάσει το γλυκό καλοκαιράκι με τα μπάνια του λαού και τα ολόφρεσκα φερμπότεν, καθώς δε οι Γερμανοί νικούσαν σε όλα τα μέτωπα, και πήρε ο αποτέτοιος τους αέρα, τότε ξύπνησαν στους Ελληναράδες τάσεις εθνικιστικές κι έτσι και το ρίξει ο ρωμιός στο ρέμπελο, άντε εσύ συμμάζεψέ τον. Και να πεις πως οι Γερμανοί μένανε με σταυρωμένα χέρια; Και βασανιστήρια είχαν και κρεμάλες στήνανε, και χωριά καίγανε, και σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως μπαγλάρωναν, αλλά δω πέρα κανενός το αυτί δεν ίδρωνε. Έτσι, ύστερα από εκείνη την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων που ήταν σαν πρόβα τζενεράλε, σήκωσαν και πάλι κεφάλι και από τις 7 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν σειρά απεργιών που κράτησαν ολόκληρη βδομάδα. Πρωτοπόροι τώρα ήσαν οι τροχιοδρομικοί, οι τραμβαγέρηδες, με το αμαξοστάσιο-σφηκοφωλιά στην Καλλιθέα απ’ όπου εξελίχθηκαν σε ομάδα κρούσης. Δεν ακούστηκε το καμπανάκι του τραμ στις ράγες, και οι «ταλαίπωροι Αθηναίοι εστερήθησαν μεταφορικού μέσου ίνα μεταβώσιν εις τας εργασίας των…» θα έγραφαν οι εφημερίδες στηλιτεύοντας την αναλγησία μιας δράκας ατόμων, αν δεν απεργούσαν κι αυτές. Από κοντά και οι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν πάρει πια το κολάι και θεωρούνταν βετεράνοι στο είδος. Ζήλεψαν και οι τραπεζιτικοί, κατεβάζουν τα ρολά στις τράπεζες. Μπορούσαν να υστερήσουνε οι σιδηροδρομικοί; Οι εργάτες ηλεκτρισμού; Οι φαμπρικούδες; Νέκρωσε η πρωτεύουσα. Έξαλλοι οι Γερμανοί χτυπούν ανελέητα καθώς τα πρωτόγνωρα συμβαίνοντα ξεπερνούν κάθε φαντασία και η κατοχική κυβέρνηση, που αντιδρά σπασμωδικά, έχει όλη την καλή διάθεση να συλλάβει τους απεργούς. Αλλά αλίμονο, απεργεί και η… Αστυνομία!

Έτσι περίπου είχε η κατάσταση όταν έφτασε στην Ελλάδα ο von τάδε με ένα «memorandum» στη τσέπη να κάνει «πολιτική επιστράτευση», διότι οι αγορές απαιτούσαν εργατικά χέρια για τις πολεμικές ανάγκες. Είχε ακούσει βέβαια πως οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και να μην περιμένει από δαύτους χαΐρι και προκοπή, γιατί με τη φαυλότητά τους βούλιαξαν τον τόπο σαν το «Λουζιτάνια». Ξεσπάθωσε ο «von».

«Θα τους ‘ξηγήσω εγώ» είπε και έβαλε την 21η Φεβρουαρίου 1943 φαρδιά πλατιά την τζίφρα του «General…» στο διάταγμα επιστρατεύσεως. Αυτό ήτανε. Πάτησε στον κάλο τον Έλληνα κι έγινε το «έλα να δεις» Να οι διαμαρτυρίες, να οι διαδηλώσεις, να οι απανωτές απεργίες. Γενικός ξεσηκωμός. Έβγαλε τα τεθωρακισμένα στους δρόμους να ξεμουδιάσουν, μπας και τα δούνε και κιοτέψουν, αλλά πέρα βρέχει. Έτριζε η Αθήνα συθέμελα από το ξύπνημα ολόκληρου λαού και έγινε το μοναδικό, το ανεπανάληπτο, το απίστευτο: Στις 5 Μαρτίου ανεκλήθη η πολιτική επιστράτευση. Κανένας Έλληνας, όσο πεινασμένος και ρακένδυτος αν ήταν, εργάτης στην πολεμική βιομηχανία δεν θα πήγαινε… Όπλα και οβίδες που θα σκότωναν συμμάχους δεν θα βγαίνανε απ’ τα χέρια του.

Συντετριμμένος ο στρατηγός ομολόγησε στο Βερολίνο πως απέτυχε να βάλει την Ελλάδα στο τσεπάκι του. Μια σειρά από «Φλάχτεν φλούχτεν» ήταν η απάντηση, που σε ελεύθερη μετάφραση σήμαινε: «Υπομονή. Έχει ο καιρός γυρίσματα…».


Σχολιάστε εδώ