Απαιτούν τα περισσότερα για να διασφαλίσουν τα πιο πολλά
ΔΕΝ είναι δυνατόν η Άγκυρα να προσδοκά λύση του Κυπριακού στη βάση των θέσεων που επαναδιετύπωσε ο κατοχικός της τοποτηρητής. Και οι οποίες εδράζονται σε πάγιες κι έωλες τουρκικές αντιλήψεις, που απολήγουν σε νομιμοποίηση της γεωπολιτικής διαιρέσεως της Μεγαλονήσου.
Θέσεις κραυγαλέα μαξιμαλιστικές κι εκ προοιμίου απορριπτέες. Αλλά τότε γιατί τις υπέβαλε; Γνωρίζοντας ότι θα εχρεώνετο με προφανή αδιαλλαξία και απροθυμίαν επομένως για διαπραγματευτική λύση του προβλήματος; Κάτι που αντιβαίνει στη διακηρυγμένη τακτική της Άγκυρας να βρίσκεται πάντα «ένα βήμα μπροστά» σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες επιλύσεως του Κυπριακού.
Βεβαίως η Τουρκία το παίζει εκ του ασφαλούς. Γιατί ένα νέο αδιέξοδο, ενώ δεν θα ήτο ασφαλώς επιθυμητό, την ίδια στιγμή δεν θα την ενοχλούσε ιδιαιτέρως, εάν αυτό τελικά προέκυπτε. Παρόλο που θα ήθελε -τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση- να διευκολυνθεί με διευθέτηση του προβλήματος, και για λόγους αναιρέσεως των οχλήσεων που αυτό της προκαλεί σε διάφορα επίπεδα και γιατί με ρυθμίσεις που θα εδράζονται σε συνομοσπονδιακές δομές διασφαλίζονται μεσοπροθέσμως οι μείζονες τουρκικοί στρατηγικοί στόχοι. Που απλουστευτικώς συνοψίζονται στην εμπέδωση κηδεμονευτικού ελέγχου σ’ αυτήν τη γεωγραφία.
Ο λόγος λοιπόν που η Τουρκία τεντώνει τόσο το σχοινί, επιμένοντας σε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, είναι γιατί:
1. Δεν δέχεται καμιά ουσιαστική πίεση απ’ οποιαδήποτε κατεύθυνση. Πλην κάποιων ανωδύνων για την ίδια υποδείξεων. Και πάντοτε μετά μειδιαμάτων ευγλώττου ανοχής! Οπότε και δεν συντρέχει λόγος αναδιπλώσεων. Οι οποίες και θ’ αναιρούσαν τις πάγιες επιδιώξεις της, που περνούν από την προοπτική του κατοχικού μορφώματος. Καθώς αυτό συνιστά μείζον στρατηγικό της προγεφύρωμα.
2. Θέλει να επιτύχει προς όφελός της αποφασιστική μετατόπιση της «μέσης τομής», η οποία φυσιολογικώς θ’ αναζητηθεί από αυτούς που παρεμβαίνουν μεσολαβητικώς (Ηνωμένα Έθνη και άλλους) προκειμένου να διαμορφωθεί ο αναζητούμενος ιστορικός συμβιβασμός.
3. Επιτείνοντας τον κίνδυνο αδιεξόδου, επιδιώκει να καταστήσει σε δεδομένη στιγμή αναπόφευκτες τις παρεμβάσεις τρίτων και συνακολούθως κάποιας μορφής επιδιαιτησία, την οποίαν η ελληνική πλευρά εκ προοιμίου -και καλώς- απορρίπτει.
Εν ολίγοις: Απαιτεί το άπαν ώστε να διασφαλίσει «το επιπλέον».
Ζητά τα περισσότερα ώστε να επιτύχει τα πολλά. Ενώ η ελληνική πλευρά, μετά τις κατά συρροήν διολισθήσεις, έχει από πολλού εν πολλοίς διασκελίσει τη διακηρυγμένη γραμμή ασφαλείας, που είχε κατ’ επανάληψιν θέσει. Οπότε και οι επόμενες εκχωρήσεις (ως φυσικό αποτέλεσμα του εκ των πραγμάτων αναπόδραστου πάρε-δώσε) θα τη φέρουν εκεί που μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήτο αδιανόητον ακόμη και να το σκεφθεί. Σε θέσεις δηλαδή που εθεωρούντο -και ήσαν- όχι απλώς απαράδεκτες, αλλά και ισοδύναμες με μοιραία κατάληξη.
Η προαποδοχή αίφνης παραμονής δεκάδων χιλιάδων εποίκων και η εκ προοιμίου συναίνεση σε μερισμό της εξουσίας (στη βάση της εκ περιτροπής ασκήσεώς της, όσον αφορά τη θέση του υπάτου πολιτειακού αξιώματος) συνιστούν εν προκειμένω μοιραίους πράγματι πυλώνες. Χωρίς τουλάχιστον αντισταθμιστικά οφέλη. Πρόκειται για μέρος επικινδύνων αναδιπλώσεων, για τις οποίες -εντίμως ομιλούντες- δεν ευθύνονται μόνον οι σημερινοί διαχειριστές του Κυπριακού. Με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Γιατί αυτά δεν ανέκυψαν εκ του μη όντος.
Ό,τι όμως και να συμβαίνει, αυτές οι αναδιπλώσεις μετατοπίζουν σε βάρος της ελληνοκυπριακής πλευράς το κόστος του προσδοκώμενου ιστορικού συμβιβασμού. Σε αντίθεση προς την τακτική της κατοχικής πλευράς.
Κι ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αποτελούμε το ανίσχυρο σκέλος της καταθλιπτικής ανισοσθένειας, είναι ανάγκη να προχαράξουμε με συνείδηση ιστορικής ευθύνης εκείνες τις τελικές γραμμές ασφαλείας, τις οποίες κι έναντι παντός κόστους δεν είναι δυνατόν αναδιπλούμενοι να διασκελίσουμε. Με γνώμονα πάντα τη διασφάλιση της ιστορικής συνέχειας του Κυπριακού Ελληνισμού, στη φυσική του γεωγραφία.