ΥΠΟΘΕΣΗ SIEMENS – ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ: ΧΑΙΝΟΥΣΕΣ ΠΛΗΓΕΣ

Στη σημερινή μας παρουσίαση θα προσπαθήσουμε μια προσέγγιση στα δύο αυτά σοβαρά θέματα, για τα οποία έχουν γραφεί και λεχθεί πολλά και παραπλανητικά.
Υπόθεση Siemens: Για την εξερεύνηση της υπόθεσης αυτής συγκροτήθηκε Εξεταστική Επιτροπή από βουλευτές όλων των κομμάτων έπειτα από πρόταση της κυβέρνησης και σχετική απόφαση της Βουλής. Η Εξεταστική Επιτροπή, ύστερα από πολύμηνες προσπάθειες για τη συλλογή στοιχείων, δεν μπόρεσε να εξερευνήσει αυτήν την πολύπλοκη υπόθεση και να καταλήξει στους τυχόν υπευθύνους που προκάλεσαν αυτό το μεγάλο σκάνδαλο προμήθειας του ελληνικού Δημοσίου και των ΔΕΚΟ. Τελικά η Εξεταστική Επιτροπή «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν». Και τελικά για αυτό το θέμα περαιτέρω εξερεύνηση φαίνεται ότι θα ανατεθεί σε Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής.
Με το δεδομένο αυτό θα ήταν χρήσιμο να βοηθήσει η Προανακριτική Επιτροπή στο έργο της συλλογής στοιχείων που θα θεμελιώνουν τις ευθύνες αυτών που έχουν αναμειχθεί πραγματικά στην υπόθεση και έχουν κερδίσει ικανά χρηματικά ποσά.
Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι στο πόρισμα που κατέθεσε η Εξεταστική Επιτροπή αναφέρονται και πρόσωπα άσχετα με την υπόθεση, προφανώς για λόγους σκοπιμότητας. Δηλαδή να μην υπάρξει κανένα στοιχείο σε βάρος τους, ώστε να βγούνε όλοι λάδι. Γιατί όταν κατηγορείς αθώους, σίγουρα συγκαλύπτεις τους ένοχους. Σίγουρα εάν η Βουλή αποφασίσει τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής, θα πρέπει η επιτροπή αυτή να βαδίσει με ένα σχέδιο εξιχνίασης της υπόθεσης. Γιατί είναι ακριβώς μια υπόθεση ελέγχου οικονομικής διαχείρισης, και επιβάλλεται ο έλεγχος αυτός να πραγματοποιηθεί βάσει σχεδίου για τη συγκέντρωση στοιχείων, ώστε να μην αποτύχει.
Ο γράφων υπηρέτησε σαν προϊστάμενος της Υπηρεσίας Πάταξης Δασμοφοροδιαφυγής του υπουργείου Οικονομικών, αντιμετώπισε τρομερές δυσκολίες στον χειρισμό ελέγχων μεγάλων επιχειρήσεων (όπως π.χ. της ΑΓΕΤ, της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος, της υπόθεσης Αναστασίου κ.λπ.) και θα ήθελε να μεταφέρει τη σχετική εμπειρία του. Ειδικά στην υπόθεση της Siemens, ο έλεγχος πρέπει να ξεκινήσει από τη διερεύνηση της κανονικότητας των τιμών στις προμήθειες της Siemens στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σε όσες προμήθειες διαπιστωθούν υπερτιμολογήσεις, να κληθούν να καταθέσουν ένορκα τα μέλη των επιτροπών προμηθειών και οι πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι των αντίστοιχων ΔΕΚΟ. Όταν ρίξεις σ’ αυτούς τους ανθρώπους τη σκιά της πιθανής ευθύνης τους, τότε πλέον θα μιλήσουν. Αυτό είναι σίγουρο και διαπιστωμένο από πάρα πολλές υποθέσεις μεγάλων ελέγχων. Επίσης, συλλογή στοιχείων μπορεί να γίνει και μέσω ανταγωνιστών που έχουν λάβει και αυτοί μέρος στους ίδιους διαγωνισμούς προμηθειών, και οι οποίοι πολλές φορές είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν μια έρευνα, εφόσον διαπιστώσουν ότι πραγματικά γίνεται αναζήτηση της αλήθειας. Ίσως η Εξεταστική Επιτροπή δεν ήξερε (ή δεν θέλησε;) να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, και περιορίστηκε στην κλήση και εξέταση ανθρώπων άσχετων, που ήταν γνωστό ότι δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διερεύνηση της υπόθεσης αυτής.
Εκείνοι που προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες στη διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων είναι οι υπεύθυνοι των προμηθειών, οι ανταγωνιστές και ασφαλώς οι επικεφαλής των επιχειρήσεων και Οργανισμών.
Υπό το βάρος των κατηγοριών όλοι αυτοί σπάνε τη σιωπή τους και κατονομάζουν τα πρόσωπα (πολιτικά ή υπηρεσιακά) που άσκησαν πίεση ή επιρροή στην υπόθεση αυτή. Εάν στις προμήθειες της Siemens υπήρχαν και ανταγωνιστές που συμμετείχαν στους διαγωνισμούς για την ανάδειξη του μειοδότη, θα πρέπει να είχαν εξεταστεί, φρονούμε, από την Επιτροπή της Βουλής.
Επίσης, στη διαλεύκανση τέτοιων υποθέσεων, πολύ σπουδαίο ρόλο παίζει η έρευνα του «πόθεν έσχες» όλων των εμπλεκομένων πολιτικών ή υπηρεσιακών προσώπων με έρευνες των προσωπικών τραπεζικών τους λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν. Έρευνες για συμμετοχή σε επιχειρήσεις, για αγορά μετοχών, σε υποθηκοφυλακεία για ακίνητα, για συμμετοχή σε off shore εταιρείες κ.λπ.
Η Εξεταστική Επιτροπή είχε την άνεση χρόνου να δράσει για να μπορέσει να προσδιορίσει τα πρόσωπα εκείνα για τα οποία θα υπήρχαν «πείθοντα στοιχεία» για παράνομο χρηματισμό. Δεν αξιοποίησε όμως τις παραπάνω πηγές και προσπάθησε με μετάβαση στη Γερμανία να συγκεντρώσει στοιχεία. Και εκεί συνάντησε απροσπέλαστο τείχος. Ενώ αν αξιοποιούσε σωστά τις εγχώριες πηγές θα μπορούσε να είχε αποτέλεσμα. Αυτή τουλάχιστον είναι η άποψη η δική μας, από την εμπειρία μας τέτοιων ελέγχων την περίοδο 1982-1986. Επίσης η Εξεταστική Επιτροπή έπρεπε να αξιοποιήσει την υπόθεση Τσουκάτου και Μαντέλη και να προχωρήσει στον έλεγχο των ταμείων τουλάχιστον των δύο κομμάτων εξουσίας, δηλαδή ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Από εκεί θα αντλούσε ορισμένα στοιχεία.
Ελπίζουμε ότι αν τελικά η Βουλή αποφασίσει να παραπέμψει την υπόθεση Siemens σε Προανακριτική Επιτροπή για περαιτέρω διερεύνηση και αναζήτηση ευθυνών, η Επιτροπή αυτή θα θελήσει να ακολουθήσει τους κανόνες της Ελεγκτικής για να καταλήξει σε ένα θετικό αποτέλεσμα.
Θα ήταν μεγάλη προσφορά στην κάθαρση του πολιτικού σκηνικού της χώρας μας, εάν η υπόθεση Siemens, που προκάλεσε το τεράστιο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, αχθεί σε αίσιον πέρας, ώστε να χτυπηθεί το πολυπλόκαμο τέρας της διαφθοράς που επικρατεί στη διαχείριση των κοινών. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε περιπτώσεις υπερτιμολόγησης ή παράδοσης ελαττωματικών ειδών υπάρχουν συνήθως οι μίζες. Έτσι νομιμοποιούνται συνήθως οι παρανομίες των προμηθευτών.
Πάταξη της φοροδιαφυγής: Η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο στη Βουλή για ψήφιση που προβλέπει σκληρά μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Είναι γεγονός ότι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα είναι εκτεταμένη. Και υπερβαίνει περίπου το 30% του ΑΕΠ, γεγονός που μειώνει αισθητά τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαχέεται σε όλα τα εισοδήματα και σε όλη την οικονομική δραστηριότητα. Αλλά οι κύριες εστίες της δασμοφοροδιαφυγής εμφανίζονται στις δραστηριότητες των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο περιορισμός της δασμοφοροδιαφυγής πρέπει να ξεκινήσει από τη μελέτη και τον εντοπισμό των γενεσιουργών αιτίων που την προκαλούν. Αναζητώντας τα αίτια, επισημαίνουμε ότι έχει διαπιστωθεί ότι η φοροδιαφυγή φουντώνει σε καταστάσεις όπως: α) η έλλειψη φορολογικής συνείδησης των πολιτών, β) η άμυνα των φορολογουμένων ενάντια στο σπάταλο κράτος, στις αδικαιολόγητες φοροαπαλλαγές και στη διαφθορά του πολιτικού κατεστημένου και του κρατικού μηχανισμού, γ) οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές που δημιουργούν ισχυρότατο κίνητρο κέρδους από την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, δ) η ρευστότητα και οι συχνές αλλαγές του φορολογικού συστήματος και ε) η αβάσταχτη γραφειοκρατία που παρατηρείται στις σχέσεις φορολογούσας αρχής και φορολογουμένων.
Η κυβέρνηση με τα μέτρα που έλαβε (και που σκοπεύει να λάβει) δεν μπόρεσε να χτυπήσει κανένα από τα γενεσιουργά αίτια της φοροδιαφυγής. Αντίθετα τα μέτρα που ελήφθησαν ερασιτεχνικά την περασμένη χρονιά και αυτά που πρόκειται να ληφθούν μέσα στη φετινή χρονιά επιδεινώνουν σημαντικά τους παράγοντες εκείνους που προκαλούν τη γιγάντωση του φαινομένου.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο για να περιορίσει τα γεννεσιουργά αίτια της φοροδιαφυγής. Και κυρίως δεν προσπάθησε να οικοδομήσει φορολογική συνείδηση στους πολίτες. Έριξε όλο το βάρος της στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, για να μην κακοφανεί στους δανειστές μας. Όλα τα φαινόμενα που κατεδαφίζουν τη φορολογική συνείδηση τα γιγάντωσε. Το σπάταλο κράτος παρέμεινε αχτύπητο. Και χτυπήθηκαν μόνο οι αποδοχές των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Οι φορολογικοί συντελεστές αυξήθηκαν, καθώς επίσης και οι παράπλευρες (φορολογικές) επιβαρύνσεις των πολιτών. Η φορολογική γραφειοκρατία επιδεινώθηκε και οι φορολογούμενοι βρέθηκαν περικυκλωμένοι από έναν κλοιό ελέγχων.
Γι’ αυτό και τα φορολογικά έσοδα του κράτους δεν κατέστη δυνατόν να αυξηθούν, παρά τα δρακόντεια μέτρα που έλαβε και σκοπεύσει να λάβει η κυβέρνηση. Οι φορολογούμενοι βρέθηκαν σε άμυνα και διακατέχονται από το αίσθημα ότι τα χρήματα που καταβάλλουν για τη φορολογία καταλήγουν στις τσέπες ορισμένων επιτήδειων.
Και το μεγάλο σφάλμα του ελεγκτικού μηχανισμού του κράτους είναι ότι δεν ξεκίνησε τους ελέγχους από τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά προσπάθησε να πετύχει αύξηση των φορολογικών εσόδων με το ξεζούμισμα των μικρομεσαίων φορολογουμένων. Και βλέπουμε ένα καφενείο με δύο τραπέζια να επιβαρύνεται με 20.000 ευρώ πρόστιμο από το ΣΔΟΕ για παράβαση φορολογικών διατάξεων! Οι έλεγχοι έπρεπε να ξεκινήσουν από τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες εμφανίζουν καθαρά κέρδη στο 1-2% του τζίρου. Πράγμα εντελώς απαράδεκτο. Και όμως το υπουργείο Οικονομικών ανέχεται την κατάσταση αυτή εδώ και πολύ καιρό.
Θα μπορούσαμε να προτείνουμε πολλά μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής σε άλλη παρουσίασή μας και σημειώνουμε ότι δεν συμφωνούμε με το περιεχόμενο του φορολογικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε για ψήφιση και με τα αστυνομικής φύσεως μέτρα που θεσπίζει.


Σχολιάστε εδώ