Το «φάντασμα» του Φώτη Μακρή…
Η «κηδεία» των Εργασιακών Σχέσεων ετελέσθη ως γνωστόν προ δεκαμήνου, χοροστατούντος του «πρωθιερέως» Ανδρέα Λοβέρδου και των βοηθών του, Γ. Κουτρουμάνη, Άννας Ραγκούση-Νταλάρα, υπό τον «πλάγιο ήχο» της κ. Λούκας Κατσέλη στον καθεδρικό ναό του Μνημονίου, της Ενορίας Γ. Παπανδρέου του Γʼ.
Στη χορωδία των επιμνημόσυνων δεήσεων συμμετείχαν οι καλλίφωνοι «ιεροψάλτες» Γ. Παναγόπουλος (νυν πρόεδρος ΓΣΕΕ), Σπύρος Παπασπύρος (πρόεδρος ΑΔΕΔΥ), ενώ την εξόδιο τελετή παρακολούθησαν οι «τεθλιμμένοι» συγγενείς Χρήστος Πρωτόπαπας, Δ. Κουσελάς, Γ. Κουτσούκος, Δ. Μπράτης και άλλοι τινές του «κυβερνητικού συνδικαλισμού»…
Στις κόγχες του γοτθικού ρυθμού ναού, στον οποίο εψάλη η εξόδιος ακολουθία, οι παρευρισκόμενοι είχαν την αίσθηση ότι υπερίπτατο η μορφή –τινές ώφθησαν το «φάντασμα»– του αειμνήστου γενικού γραμματέα της ΓΣΕΕ της μετεμφυλιακής περιόδου, Φώτη Μακρή, του αυτοαποκαλούμενου, και «ηγέτη της εργατικής τάξης»…
Επικηδείους εξεφώνησαν ο Αριστείδης Δημητράτος, διατελέσας υπουργός Εργασίας την περίοδο του «Πρώτου Εργάτου» της «4ης Αυγούστου», Ιωάννη Μεταξά, αλλά και ο Ελευθέριος Γονής, υπουργός Εργασίας της μετεμφυλιακής περιόδου. Ο πρώτος των ομιλητών, διά μακρών κατακεραύνωσε τον «αντεργατικό νόμο» 2112 της «επαράτου περιόδου» του Ελ. Βενιζέλου, που καθιέρωνε αποζημιώσεις σε περιπτώσεις απολύσεως των εργαζομένων, καθώς και τις «αντεργοδοτικές» εκείνες νομοθετικές ρυθμίσεις, που ικανοποιούσαν τα «αναρχικά-
τρεσγιουνικά» εκείνα κηρύγματα ελάχιστων διασφαλίσεων των εργαζομένων έναντι του φάσματος της ανεργίας, της ασθένειας, του φόβου της ανέχειας και της ασθένειας.
Ο δεύτερος των ομιλητών εξύμνησε την αγαστή συνεργασία «Εργασίας-Κεφαλαίου», ανεμνήσθη των ενδόξων ημερών, καθ’ ας ο εργαζόμενος απησχολείτο από ανατολής μέχρι δύσεως ηλίου, εις σημείο ώστε οι… εργατικοί να στερούνται του χρόνου να τείνουν ευήκοον ους στις Σειρήνες των «αντεθνικώς δρώντων» και ομιλούντων περί επιπέδων, δήθεν, αξιοπρεπούς διαβιώσεως, και άλλων τινών εκπεμφθέντων σε εκείνη την Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο, περί «οκτώ ωρών εργασίας, οκτώ ωρών ύπνου, οκτώ ωρών μόρφωσης – διασκέδασης».
«Αυτοί οι επικίνδυνοι νεωτερισμοί μας έστειλαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», κατέληξε ο ομιλητής.
Στο περιθώριο της τελετής, κι ενώ προσφερόταν στο κυλικείο ο «καφές παρηγοριάς», τινές των ειδημόνων αναφέρθηκαν λεπτομερώς στη μακρά ιστορία του Εργατικού Ελληνικού Κινήματος. Και σημείωναν:
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η λεγόμενη «ρεφορμιστική» πτέρυγα του Κινήματος απώλεσε την ταξική της συνείδηση και εν ονόματι του «κομμουνιστικού κινδύνου» ετέθη στην υπηρεσία, με ιδιοτελείς προσωπικούς στόχους, της Εξουσίας!
Την περίοδο της «4ης Αυγούστου» –σημείωναv– και στον αστερισμό του «πρώτου Εργάτη», του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, το «συνδικαλιστικό κίνημα» κρατικοποιήθηκε, απετέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του καθεστώτος, ενώ οι εκπρόσωποί του συναγελάζονταν με τα «συνδικαλιστικά τμήματα» των κατασταλτικών μηχανισμών («Συνδικαλιστικό Τμήμα» των υπηρεσιών Ασφαλείας κ.λπ.)…
Και συνέχισαν:
Στην ανάταση της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944) το Εργατικό Κίνημα γνωρίζει μία περίοδο αυτονόμησης, η οποία όμως καταστέλλεται βιαίως με την έναρξη της κατάρας του Εμφυλίου. Ο «αντικομμουνισμός» καθίσταται, πλέον, επάγγελμα και δη προσοδοφόρο τη μετεμφυλιακή περίοδο, στη διάρκεια της οποίας θεμελιώνονται και οι μηχανισμοί εξαγοράς και διαφθοράς συνειδήσεων (π.χ. Ταμείο Εργατικών Στελεχών, Εργατική Εστία και άλλα συναφή).
Η επταετία των «Συνταγματαρχών» διακινείται στον συνδικαλιστικό τομέα στα βήματα της «4ης Αυγούστου» και στον απόηχο των πρακτικών της μετεμφυλιακής περιόδου.
Τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, οι επαγγελματίες συνδικαλιστές αναδύονται στην επιφάνεια και μεταλλάσσονται σε κομματικούς επαγγελματίες συνδικαλιστές(!), καθίστανται ένα ισχυρό τμήμα του συντεχνιακού κομματικού συστήματος και από τους κυριότερους νομείς των ωφελημάτων της Εξουσίας. Είναι, πλέον, οι συνδιαχειριστές της Εξουσίας στον τομέα των ακμαίων κρατικών επιχειρήσεων, αλλά και σ’ όλο το εύρος της δημοσιοϋπαλληλίας.
Στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, εκεί όπου η ταξική συνείδηση υπερισχύει της ατομικής ιδιοτέλειας, οι εκπρόσωποι του συνδικαλιστικού κινήματος γνωρίζουν τη μεθοδευμένη καταδίωξη και περιθωριοποίηση εκ μέρους της εργοδοσίας, και στις περιπτώσεις της ανυποχώρητης δράσης η τελευταία μετέρχεται, με τη συνδρομή της Εξουσίας, στη μεθοδευμένη πρακτική της διάσπασης των εργατικών σωματείων σε φίλια ή μη της εργοδοσίας.
Μάλιστα, η Εξουσία (εποχή υπουργίας Κ. Λάσκαρη)… καταργεί και την Πάλη των Τάξεων!
Στη διαδρομή των τελευταίων 35 χρόνων, οι επαγγελματίες συνδικαλιστές αποσπούν ιδιαίτερα προνόμια, απαλλάσσονται της εργασίας και μεταμορφώνονται σε μια προνομιούχο τάξη, η οποία αριθμεί δεκάδες χιλιάδες μέλη, που επιβιώνoυν κατά τρόπο παρασιτικό εις βάρος των συναδέλφων τους και εν τέλει της εθνικής οικονομίας!
Αυτή η εξαγορά είναι προϊόν συναλλαγής με Εξουσία και Εργοδοσία. Ο «συνδικαλιστής» θέτει υπεράνω των συμφερόντων των εργαζομένων, τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, το κομματικό συμφέρον. Και βεβαίως το κομματικό σύστημα, ευγνώμον για την προσφορά αυτή, προωθεί τους «συνδικαλιστές» σε αξιώματα βουλευτών και υπουργών!
Το συνδικαλιστικό κίνημα, αναντιρρήτως στις Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες, διακατέχεται από πολιτική ιδεολογία. Είναι συνάμα και πολιτικό κίνημα. Αλλά ουδέποτε αποδέχεται την ιδιότητα της κομματικής θεραπαινίδας. Κρίνει, επικρίνει, ή ακόμη συντάσσεται με κομματικούς μηχανισμούς, των οποίων τα προγράμματα προωθούν τα εργατικά συμφέροντα, αλλ’ επ’ ουδενί συστοιχίζεται με μικροκομματικές επιδιώξεις με την απάρνηση ή την υπονόμευση των συμφερόντων των εργαζομένων.
Τη δραματική, αν όχι τραγική, αυτήν περίοδο, που διαβιοί ο Τόπος και ο Ελληνικός Λαός, περίοδο κατά την οποία το Κράτος Κοινωνικής Πρόνοιας, δημιούργημα των τελευταίων εκατό ετών, έχει εξαερωθεί από την κυβερνητική πρακτική και η Χώρα γνωρίζει την οικονομική υποτέλεια και τη μειωμένη εθνική αξιοπρέπεια, η «ηγεσία» του Συνδικαλιστικού Κινήματος, στο πρόσωπο του προέδρου της ΓΣΕΕ, κ. Γ. Παναγόπουλου, απλώς εν είδει πένθους, τρέφει επιμελώς ατημέλητο υπογένειο και υποκοντοθωρίζει «συλλαβές»… διαμαρτυρίας!
Στο δε κυβερνητικό σχήμα, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί, καθώς και κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι, πρώην συνδικαλιστές (Γ. Κουτρουμάνης, Δ. Κουσελάς, Χρ. Πρωτοπαπάς κ.ά.) πρωτοστατούν σε κατάργηση εργατικών κατακτήσεων, μείωση μισθών και συντάξεων, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, υπονόμευση του Κράτους Κοινωνικής Πρόνοιας, και εν ολίγοις στην επαναφορά της βαρβαρότητας της εποχής του Μεσοπολέμου στον τομέα των εργατικών δικαιωμάτων!
Βεβαίως, στους εν θριξί ακκιζόμενους «συνδικαλιστές» θα ήταν μάταιο να παραπέμψει κανείς στη θυμοσοφία του Μεγάλου Κρητικού:
• «Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μία προσταγή…
– Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου…
– Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητική προσταγή.
– Φτάσε όπου δεν μπορείς!..»
(Ν. Καζαντζάκης: «Αναφορά στον Γκρέκο»).
Ακόμη, θα ήταν ματαιότερο οι επαγγελματίες αυτοί του συνδικαλισμού να νιώσουν δόνηση ψυχής από τους διαλογισμούς του «καταραμένου» για το ελληνικό κατεστημένο, εξόριστου της Αντίπολης:
• «Κράτα γενναία τα στενά που σου εμπιστεύτηκα, μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στον δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας…».