ΟΤΑΝ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ
Οι χώρες της βόρειας Αφρικής που εξεγείρονται διεκδικούν κάτι πρωτογενές και αυτονόητο για μας, ελευθερία και καλύτερη διαβίωση. Καθόλου όμως αυτονόητο για τις χώρες αυτές και τους λαούς τους. Όπως η Ρωσία πέρασε από τη φεουδαρχία και τον τσαρισμό στον υπαρκτό σοσιαλισμό και έγινε Σοβιετική Ένωση χωρίς να γνωρίσει δημοκρατία, έτσι και οι αραβικές χώρες δεν έχουν καμιά παράδοση δημοκρατίας, κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας, άρα είναι λάθος να λέμε ότι εξεγείρονται για δημοκρατία. Εξεγείρονται για ελευθερία, πόλεμο με την πείνα και τη μιζέρια, αντίθεση στην προκλητικά εκτεταμένη οικογενειοκρατία των κυβερνώντων, εξεγείρονται για ζητήματα που μας είναι από άγνωστα έως ελάχιστα συγγενή. Γι’ αυτό και οι εξεγέρσεις τους διατηρούν κι έναν πρωτογονισμό στην έκφραση των ανθρώπων, με φανερή την έλλειψη οργάνωσης και στόχων. Είναι λαοί ανεκπαίδευτοι σε διαδηλώσεις, απεργίες, σύγκρουση με τα καθεστώτα. Από την άλλη πλευρά, τα καθεστώτα, αν καταφέρουν να ξεπεράσουν την έκπληξη και την αμηχανία των πρώτων ωρών/ημερών, αντιδρούν σκληρά και βίαια προκειμένου να θυμίσουν ότι αυτός είναι ο τρόπος που κυβερνούν και όσοι εξεγείρονται θα έχουν τη χειρότερη δυνατή τύχη αν αποτύχουν. Και το κράτος θα κάνει ό,τι μπορεί για την αποτυχία τους. Θέλουν να περάσουν από την αρχή και με ξεκάθαρο τρόπο το μήνυμα πως όποιος δεν είναι με τον πρίγκιπα, τον μονάρχη, τον σουλτάνο, τον πρόεδρο, τον πρωθυπουργό (όπως κι αν ονομάζουν την αυστηρά προσωποπαγή εξουσία που ελέγχει τα πάντα) είναι εναντίον του, με όσα αυτό σημαίνει. Για τα καθεστώτα αυτά η εξέγερση είναι κάτι όχι απλώς απίθανο αλλά αδιανόητο, ενώ συναρτάται με πολιτισμικά αρχέτυπα σεβασμού και υποταγής στον αρχηγό που έχουν να κάνουν και με το Ισλάμ. Έτσι τα πράγματα περιπλέκονται στην ανάλυση, κυρίως όταν χρησιμοποιούμε λάθος όρους και λανθασμένα παραδείγματα προκειμένου να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σήμερα στην Αίγυπτο, χθες στην Τυνησία, αύριο στην Υεμένη, την Αλγερία ή τη Λιβύη. Το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές τις χώρες έχουν κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν πρέπει να μας μπερδεύει και να μας παραπλανά. Πρόκειται για δημοκρατίες αραβικού τύπου που δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση με αυτό που γνωρίζουμε εμείς: κόμματα, πολυκομματισμό, Κοινοβούλιο, ελεύθερες εκλογές. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι δεν μοιάζουν και με τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες που σε αρκετές περιπτώσεις επέτρεπαν τη λειτουργία κομμάτων, μόνο που αυτά ήταν ή κόμματα-σφραγίδες ή παρακλάδια του Σοσιαλιστικού, του Κομμουνιστικού, του Εργασίας, του κόμματος που κυβερνούσε. Διατηρούν μεγαλύτερη αυτονομία από το κυβερνών κόμμα, έχουν πιο σαφή και συγκροτημένη υπόσταση, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα σηκώσουν το λάβαρο της αντιπολίτευσης κατά του κυβερνώντος κόμματος ζητώντας εκλογές με στόχο την ανατροπή του. Πολύ περισσότερο αν το κυβερνών κόμμα είναι απολύτως ταυτισμένο με τον ηγέτη της χώρας (στην περίπτωση που το έχει δημιουργήσει ή κληρονομήσει) μια και τότε τα αντιπολιτευόμενα κόμματα θα ζητούσαν όχι απλώς την ανατροπή της κυβέρνησης αλλά την ανατροπή του ηγέτη της χώρας, κάτι που είναι αδιανόητο και παραπέμπει σε πολιτική και εθνική ιεροσυλία. Στην περίπτωση Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, πρέπει να δούμε ότι δεν επρόκειτο για ένα από τα σκληρότερα προσωποπαγή καθεστώτα, αφού φρόντιζε να τηρεί τα δημοκρατικά προσχήματα με τη διενέργεια εκλογών, τις οποίες φυσικά κέρδιζε με υψηλά ποσοστά. Συγχρόνως το καθεστώς Μουμπάρακ είχε ενδυθεί τον μανδύα μιας δυτικής πολιτικής κουλτούρας, ενώ διατηρούσε αυξημένη νομιμοποίηση από τη Δύση (και από τις ΗΠΑ και από την Ευρώπη) έχοντας κατορθώσει να αναδειχθεί σε έγκυρο συνομιλητή του Ισραήλ, περιορίζοντας τη δράση σκληρών ισλαμικών ομάδων που κυριαρχούν σε γειτονικές χώρες. Ως παράγωγο αυτής της πολιτικής θεωρείται και η σκληρή στάση της Αιγύπτου προς τους «Αδελφούς Παλαιστίνιους» που δεν έβρισκαν όχι αδελφοσύνη από τη μεγάλη αραβική χώρα αλλά ούτε καν στήριξη στις επιθέσεις που συχνά δέχονταν από το Ισραήλ στα εδάφη που τελούν σε εμπόλεμη κατάσταση. Γι’ αυτό και η Δύση ήταν τόσο διστακτική στην επιχείρηση ανατροπής Μουμπάρακ. Χανόταν ένας συνομιλητής που καταλάβαινε τη γλώσσα και τις απαιτήσεις των δυτικών επί τριάντα χρόνια. Δεν είναι και λίγα…