Η αναμέτρηση της Νέας Δημοκρατίας με το μέλλον

Μετά τη θεαματική κατάρρευση των κομμουνιστικών προτύπων διακυβέρνησης και τις συνακόλουθες κοσμογονικές εξελίξεις της δεκαετίας του ’90, η έντονη ιδεολογικοποίηση και η οξεία πολιτική αντιπαλότητα των δύο πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών έδωσαν τη θέση τους στη διαρκώς αυξανόμενη απάθεια και αδιαφορία, ιδίως των νέων, για τα πολιτικά δρώμενα. Παράλληλα, η εδώ και περίπου τριάντα χρόνια μειωμένη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των προβλημάτων δημοσίου χαρακτήρα και η σταδιακή ηθική απαξίωση της πολιτικής, εξαιτίας της συμπεριφοράς ικανού τμήματος του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, διαμόρφωσαν τη σημερινή εκρηκτική κατάσταση απόρριψης αξιών, θεσμών και προσώπων. Ο αριστοτελικός ορισμός της πολιτικής ως φροντίδας, ως μέριμνας για τα κοινά συμφέροντα της πόλης, αδυνατεί πια να εμπνεύσει και να συνεγείρει την ελληνική κοινωνία, μεγάλο τμήμα της οποίας θεωρεί τη διατήρηση αποστάσεων από την πολιτική ως προϋπόθεση για την ηθική αναγέννησή της.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στην πολιτική, με την έννοια της ρηξικέλευθης αναδιαμόρφωσης των όρων λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, επιβάλλει την αναζήτηση εκείνων των μέσων που θα «ταρακουνήσουν» την ελληνική κοινωνία και θα της προσφέρουν τους λόγους αποκατάστασης της χαμένης εμπιστοσύνης της προς τον πολιτικό κόσμο της χώρας.
Αν η επιβολή ηθικών κανόνων αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση προς αυτήν την κατεύθυνση, η διαμόρφωση ενός πειστικού οράματος για το μέλλον συνιστά τον αναγκαίο όρο για την υπέρβαση της διεκπεραιωτικής διαχειριστικής λογικής, που φαίνεται ότι κυριαρχεί στην αντίληψη μεγάλης μερίδας του πολιτικού μας κόσμου. Μια τέτοια κυβερνητική προοπτική, ικανή να συνεγείρει το κοινό αίσθημα και να επαναφέρει την πολιτική σε πορεία δημιουργίας και προόδου, δεν μπορεί να αποκτήσει υπόσταση χωρίς την ιδεολογία. Διότι μόνον η ιδεολογία διασφαλίζει την απαιτούμενη ηθική ένταση, η οποία είναι απολύτως αναγκαία για να καλλιεργήσει συνείδηση αποστολής και να ενισχύσει την πίστη στον σκοπό, την αφοσίωση στον στόχο, την προσήλωση στο όραμα.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το καίριο σημείο του σύγχρονου προβληματισμού, που προκύπτει από δύο, εκ διαμέτρου αντίθετες, αντιλήψεις. Στην αντίληψη ότι πολιτική δεν είναι νοητή χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο, αντιπαρατίθεται η δημοφιλής, τελευταία, άποψη ότι, πλέον, η ιδεολογία δεν είναι αναγκαία για την πολιτική πράξη. Η άποψη αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι τα τείχη των ιδεολογιών έχουν πέσει και ότι η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση έχει επιβάλει τους δικούς της κανόνες, που στηρίζονται στον απόλυτο πραγματισμό και στην, κατά περίπτωση, αντιμετώπιση των εκάστοτε προβλημάτων.
Η άποψη αυτή μπορεί να είναι ελκυστική, κυρίως για εκείνους που επιδιώκουν τις εντυπώσεις περισσότερο από το αποτέλεσμα, αλλά ελάχιστα έως καθόλου ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας παραγωγικής και συνεπώς επωφελούς διακυβέρνησης. Εξυπηρετεί την επικοινωνιακή «αισθητική» των εντυπώσεων, το «φαίνεσθαι» της πολιτικής και όχι την ουσία της. Το εύρος των προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση (ακόμη και αν αυτά δεν έχουν την έκταση και την πολυπλοκότητα των σημερινών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας) προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κεντρικού κατευθυντηρίου οράματος, που, για να καταστεί πραγματικότητα, υπαγορεύει επιλογές και αποφάσεις απόλυτα σαφείς και καθορισμένες. Αυτή η αναγκαία οριοθέτηση των κυβερνητικών στόχων δεν μπορεί να προκύψει μέσα από μια διαρκή «αφαιρετική» αντιμετώπιση της πολιτικής. Ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί να αναδειχθεί μέσα από μια μονοσήμαντη συγκαταβατική ή συναινετική διάθεση ούτε μέσα από την ισοπεδωτική λογική που, μοιραία, συνεπάγεται η απουσία χρωμάτων και τόνων στην πολιτική αντιπαράθεση. Ουδέποτε είναι δυνατόν να συμφωνήσουν όλοι οι πολίτες σε όλα, γεγονός που, αυτόματα, υποδηλώνει την ύπαρξη διαφορετικών κοσμοθεωριών και συστημάτων ιδεών, ως προς την ερμηνεία του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνεπώς, η ίδια η φύση των πραγμάτων καθιστά την ιδεολογία, δηλαδή ένα συγκροτημένο πλαίσιο ιδεών που αξιοποιεί την ιστορική εμπειρία, διαμορφώνει όρους κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και αποβλέπει στην πραγμάτωση στόχων επικεντρωμένων στην αντιμετώπιση των ανθρωπίνων αναγκών και στην καταξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης, την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εφαρμογή της πολιτικής στην πράξη.
Όταν ο Κων/νος Καραμανλής, με τη γνωστή διορατικότητά του, υπογράμμιζε, στην ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας, τη διαρκή προσαρμογή του (τότε) νέου κόμματος στις εκάστοτε συνθήκες, ασφαλώς και δεν υπονοούσε τον σταδιακό ιδεολογικό του παροπλισμό. Αντιθέτως, τόνιζε την αυτονόητη προσήλωση ενός δυναμικού, και όχι στατικού, φιλελευθέρου κόμματος στη δυνατότητα άντλησης νέων ιδεών και αντιλήψεων, που διαμορφώνει η διαρκής εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας, μέσα από την επιστήμη, την τέχνη και την εν γένει κοινωνική εμπειρία. Πρόκειται για σαφή αποτύπωση της αποστροφής προς τη δογματική ακαμψία, που είναι παντελώς ασυμβίβαστη με την πρωταρχικότητα της ελευθερίας, ως θεμελιώδους καταστατικής αρχής ενός φιλελεύθερου κόμματος. Πράγμα που κάθε άλλο παρά συμβιβάζεται με τη δογματική αναγόρευση του «μεσαίου χώρου» ως καταλυτικού παράγοντα διαμόρφωσης της στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα υπό τις σημερινές συνθήκες.
Η περί μεσαίου χώρου αντίληψη, με την έννοια της διαρκούς και ατέρμονος αναζήτησης επιλογών και λύσεων, οι οποίες δεν δημιουργούν αντιπαλότητες, εντάσεις και τριβές, αλλά αμβλύνουν τις «γωνίες» και «μαλακώνουν» τις αντιστάσεις, καταλήγει να αποκλείει από τις πολιτικές επιλογές τον ριζοσπαστισμό, την καινοτόμο προοπτική και την «προωθημένη» λογική που απαιτεί η διακηρυγμένη πρόθεση σύγκρουσης με κατεστημένες δομές και αραχνιασμένες νοοτροπίες. Είναι αυτονόητο ότι ο δημοκρατικός διάλογος, η εξάντληση των δυνατοτήτων εξεύρεσης συναινετικών λύσεων, η προσπάθεια συγκερασμού αντιτιθεμένων απόψεων και η επίμονη διερεύνηση τρόπων αποφυγής δυσμενών επιπτώσεων των κυβερνητικών αποφάσεων πρέπει να προηγούνται. Αλλά, αν αυτή η επιδιωκόμενη εξισορρόπηση τάσεων και συμφερόντων αποτύχει, τι πρέπει να γίνει για να προωθηθούν κυβερνητικό πρόγραμμα, προεκλογικές δεσμεύσεις και υπεσχημένη προοπτική κοινωνικής ευημερίας και προόδου; Ουσιαστικά δεν υπάρχει δίλημμα, πολλώ μάλλον καθ’ όσον οι περισσότερες των αντιδράσεων, σε μια τολμηρή και με προοπτικές για το μέλλον κυβερνητική πολιτική, προέρχονται, κατά κανόνα, από στυγνές συντεχνιακές αντιλήψεις, από διάθεση συντήρησης (ή και επαύξησης) προκλητικών προνομίων, από μεθοδευμένη αντιπολιτευτική αδιαλλαξία και από ιδεολογική μονολιθικότητα. Η πρόσφατη διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία κατέδειξε ότι η δογματική αγκύλωση της Αριστεράς και η αντιπολιτευτική μονομανία του ΠΑΣΟΚ κατέστησαν εκ προοιμίου δεδομένη την αντίδρασή τους σε όλες τις μεταρρυθμιστικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, που, εντούτοις, σήμερα έχουν αποδειχθεί απαραίτητες και αναπότρεπτες.
Με αυτά τα δεδομένα, η υποτιθέμενη στρατηγική του μεσαίου χώρου, η οποία σκόπιμα προβάλλεται ως δήθεν αφορμή αντιπαλότητας μεταξύ… «Σαμαρικών» και… «Καραμανλικών» από τους μόνιμους θιασώτες της περιχαράκωσης της Νέας Δημοκρατίας σε επικοινωνιακά αρεστές αντιθέσεις, κάθε άλλο παρά απηχεί την αγωνία της ελληνικής κοινωνίας για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Στόχος όλων αυτών των «καλοθελητών» είναι να εγκλωβισθεί η Νέα Δημοκρατία σε κατάσταση διαρκούς ομφαλοσκόπησης, αντί να διαμορφώσει συνθήκες ανατροπής του σημερινού πολιτικού κατεστημένου.
Όμως, έχουν γνώση οι φύλακες. Επειδή ο Αντώνης Σαμαράς γνωρίζει άριστα ότι πολιτικός αγώνας χωρίς ιδεολογικό αγώνα είναι καταδικασμένος και πολιτική κυριαρχία χωρίς ιδεολογική επιρροή είναι αδύνατη, έχει από καιρό διακηρύξει και αγωνίζεται για τις μεγάλες τομές που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία:
– η έμφαση στην Ιδεολογία της Παράταξης,
– το κλείσιμο των λογαριασμών με το Παρελθόν,
– η επιστροφή στην Πολιτική
– και η προτεραιότητα στο Πολιτικό Ήθος,
αποτελούν τις ρητά καθορισμένες προϋποθέσεις της ανασυγκρότησης της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να αναμετρηθεί με το μέλλον.


Σχολιάστε εδώ