ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΡΟΛΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΩΝ
Η έλλειψη κανόνων στη δημόσια ζωή οδηγεί στην ανάδειξη εξωθεσμικών παραγόντων, που επηρεάζουν την κοινή γνώμη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Οι κανόνες αυτοί δεν επιβάλλεται να είναι γραπτοί. Έχουν κυρίως να κάνουν με το μορφωτικό και πολιτισμικό επίπεδο των κοινωνιών αλλά και με την ποιότητα διακυβέρνησης που διαθέτουν αυτές οι κοινωνίες. Η σημερινή Ελλάδα δεν φαίνεται να διαθέτει σε ικανοποιητική ποσότητα κάτι από τα προηγούμενα κι έτσι παράγοντες της δημόσιας ζωής αναλαμβάνουν ρόλο τιμητή και επικεφαλής των εξελίξεων. Οι πιο ευεπίφοροι παράγοντες σε αυτούς τους ρόλους είναι τα ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης (και ειδικότερα τα τηλεοπτικά κανάλια) που έχουν μάλιστα και επιπλέον λόγους να «ενδώσουν» στον πειρασμό της υποκατάστασης ρόλων, αφού οι ιδιοκτήτες τους διαπλέκονται οικονομικά με το κράτος και την Πολιτεία. Τα κανάλια αυτά εκμεταλλεύονται το κενό που υπάρχει στην πειστική και αποτελεσματική άσκηση εξουσίας και παρεμβαίνουν διά των επωνύμων στελεχών τους προσπαθώντας να εκφράσουν «το κοινό αίσθημα», την «κοινή λογική», με στόχο την καθοδήγηση του τηλεοπτικού (τεράστιου σε όγκο) κοινού σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ένα όχημα σε αυτήν την πορεία είναι η συστηματική προσπάθεια απαξίωσης των καθ’ ύλην αρμόδιων φορέων εξουσίας, κάτι που μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα αν αναδείξει κανείς τις παραλείψεις και τις ανεπάρκειές τους. Στον βαθμό μάλιστα που αυτή η ανάδειξη παίρνει συστηματική μορφή, εύκολα το τηλεοπτικό κοινό μπορεί να συλλέγει εμπειρίες για το πόσο «άχρηστοι, ανάξιοι και επικίνδυνοι είναι οι πολιτικοί», άρα και τα κόμματά τους. Επόμενη ακριβώς σκέψη είναι ο τρόπος και το υλικό αντικατάστασής τους, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε στη λογική του αναλώσιμου πολιτικού / κόμματος, οδηγούμενοι στην επικυριαρχία των Μέσων Ενημέρωσης. Αλλά το Μέσο Ενημέρωσης που επιδίδεται σε αυτές τις μεθόδους δεν είναι πια τέτοιο, έχει ήδη μεταβληθεί (από την ίδια την επιλογή του να είναι κάτι άλλο) σε κάτι διαφορετικό που στοχεύει σε άλλες αρμοδιότητες και εξουσίες. Στην περίπτωση τηλεοπτικού Μέσου, η εγγενής αλαζονεία μέρους των στελεχών του έχει καταστήσει από προφανή έως εξόφθαλμη την επιδίωξη απαξίωσης κάθε άλλου παράγοντα της δημόσιας ζωής πλην των φορέων και εκφραστών του βραδινού λόγου λίγο μετά τις οκτώ. Τόσο προφανή, που αχρηστεύεται -επειδή ακριβώς αποκαλύπτεται- ο αρχικός στόχος της απαξίωσης: Όσο πιο συκοφαντημένοι και άχρηστοι παρουσιάζονται οι πολιτικοί τόσο πιο αναγκαίος και χρήσιμος καταγράφεται ο ρόλος των επιχειρηματιών, των leaders του χρήματος, των εξωπολιτικών «δημιουργικών παραγόντων» της χώρας. Στην εποχή μάλιστα της παγκοσμιοποίησης και της βαθιάς οικονομικής κρίσης, δεν μοιάζει εξαιρετικά αναγκαίος ο ρόλος των πολιτικών, άρα άλλοι θα έρθουν να αναλάβουν αυτούς τους ρόλους, με μεγαλύτερη ίσως επιτυχία. Οι τάσεις αυτές υπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια, όμως μόνο την τελευταία διετία παρουσιάζονται σε τόσο μεγάλη έκταση και ένταση. Έχει παίξει ρόλο στην ανάπτυξη του φαινομένου τόσο η πλήρης αποτυχία της κυβέρνησης Καραμανλή και η παράδοση της χώρας στα χρέη όσο και η άχρωμη διακυβέρνηση Παπανδρέου, που παρουσιάζει τη χώρα εξαιρετικά συνεργάσιμη με εξωεθνικά κέντρα οικονομικών και άλλων αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι κάθε φορά που κάποιο μέλος της κυβέρνησης εκφράζει αντιρρήσεις σε εντολές της «τρόικας» και του Μνημονίου, πριν «καταγγελθεί» από τους ανάλογους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, παραδίδεται στην ανάκριση ή στη χλεύη (ή και στα δύο) μεγάλου καναλιού. Συνήθως καταγγέλλεται ως υπεύθυνος για την οπισθοδρόμηση της χώρας, χαρακτηρίζεται παλαιοκομματικός σοσιαλιστής, εκφραστής του παρελθόντος ή ακροδεξιός ανά περίπτωση. Υπάρχει σχετική ποικιλία. Αν αυτά αποτύχουν ή δεν πετύχουν τον στόχο τους, ο «ένοχος» προσδιορίζεται ως γραφικός, εργολαβία που αναλαμβάνουν να συνεχίσουν άλλοι σε άλλα Μέσα Ενημέρωσης, που συχνά σχετίζονται με το τηλεοπτικό κανάλι.
Τα φαινόμενα υποκατάστασης εξουσιών έχουν χώρο μόνο σε αδόκιμες δημοκρατίες και ανεπαρκή πολιτικά συστήματα. Είναι ζητούμενο να αποδειχθεί αν όντως υπάρχει θέμα (και υπόβαθρο) υποκατάστασης ή απλώς πρόκειται για δοκιμή διαπλεκόμενων συμφερόντων απέναντι σε ένα σύστημα που δοκιμάζεται και -ίσως πρόσκαιρα- πάσχει.