Σε απελπισία οι «χρήσιμοι» της εξωτερικής πολιτικής
Όποτε στα ελληνοτουρκικά οι ημέτεροι κυβερνώντες ετοιμάζονται (πάντα σχεδόν στα παρασκήνια, αφού δεν το αντέχουν το πολιτικό φως) για να δεχθούν σοβαρή συζήτηση με την Άγκυρα σχετικά με κάποια «τακτοποίηση» μεγάλων θεμάτων, τότε α) το πράγμα «χαλάει» διότι προσκρούει απελπισμένα στο τείχος των τουρκικών απαιτήσεων, που δεν αλλάζουν ούτε μισή φράση στα όσα διεκδικούν μονομερώς και εκβιαστικώς από τη δεκαετία του ʼ70 ως σήμερα, και β) οι φοβισμένοι κυβερνώντες των Αθηνών, θάβοντας τις διαψευσμένες ελπίδες τους, ενισχύουν τα πυρά της προπαγάνδας τους (με γνωστά πρόσωπα που «βγάζουν μάτι») προκειμένου να «απαντήσουν» στο πυκνό πυρ της κριτικής που δέχονται για την αξιοθρήνητη μυστική διπλωματία τους.
Στη φάση αυτή βρισκόμαστε πάλι σήμερα: Η από τον Οκτώβριο του 2009 «έφοδος φιλίας» του Γ. Παπανδρέου προς την Άγκυρα έμπλεξε και μάτωσε πάλι στα γρανάζια της σκληρής όσο και αλαζονικής πολιτικής των Ερντογάν – Νταβούτογλου. Τα ενδεχόμενα περί «ενεργειακής συνεργασίας» πήγαν πίσω και καθώς για μια ακόμη φορά η ατυχής μυστική διπλωματία του πρωθυπουργού «ξεφωνήθηκε» από πολιτικούς αναλυτές και πολιτικά πρόσωπα οι κατά Τσόμσκι «χρήσιμοι» της εκάστοτε εξωτερικής πολιτικής βγήκαν βιαστικοί στη σκηνή. Κοντά τους με γενικολογίες και ασυναρτησίες και ο ημέτερος καταπληκτικός υπουργός Εξωτερικών κ. Δρούτσας.
Μία μόνο διαφορά τούτη τη φορά. Οι ιδιαίτερα «καθώς πρέπει», που με πείσμα αρνούνται να δεχθούν ότι η υπεράσπιση εθνικών συμφερόντων προηγείται από κάθε ιδεοληπτικό δόγμα των εκάστοτε κυβερνώντων, βλέπουν σήμερα κάτι που τους τρομάζει: Παρότι έχουν πετύχει με «φίλους και γνωστούς» τη σιγή στη μεγάλη πλειοψηφία των Μέσων Ενημέρωσης στον τομέα της πληροφόρησης για εξελίξεις στις σοβαρές εξωτερικές υποθέσεις, ένας διαφόρων αφετηριών κόσμος «αντιρρησιών» σχηματίζεται πλέον στην Αθήνα και με μπαράζ επιχειρημάτων μαστιγώνει τους «αναθεωρητές» της ελληνικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας.
Οι ευλύγιστοι «χρήσιμοι», παρότι παιδιά μιας πολυτελούς κυβερνητικής προπαγάνδας που έστησαν οι «εκσυγχρονιστές» στη δεκαετία του ʼ90, ενός μηχανισμού που διαθέτει μέσα κοινωνικής προβολής και αφθονία βημάτων σε διάφορα Μέσα Ενημέρωσης για υπεράσπιση της πολιτικής ηγεσίας, δεν τα βγάζουν εύκολα πέρα πλέον, αντιμέτωποι με την κριτική εκείνων που επιμένουν να αναλύουν με την απλή γεωπολιτική λογική την ασκούμενη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Οι «χρήσιμοι» είναι θυμωμένοι επειδή για μια ακόμη φορά η αβαθής, κοσμοπολίτικη αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας -κατ’ αυθαίρετη υπόθεσή τους αρμονική απολύτως με τη «μοντέρνα» ευρωατλαντική αντίληψη των διεθνών πραγμάτων σε κλίμα «παγκοσμιοποίησης»- την οποία υιοθέτησαν από τη δεκαετία του ’90 οι λεγόμενοι «εκσυγχρονιστές», οδηγεί είτε σε απώλειες είτε σε κενό.
Οι φίλοι των κυβερνώντων «χρήσιμοι» προκειμένου να υπερασπισθούν τον δικό τους μικρό «κόσμο», δεν θυμώνουν με την τουρκική πολιτική των ωμών στρατιωτικών απειλών και της καταπάτησης του διεθνούς δικαίου, δεν θυμώνουν με το, προσβλητικό πλέον, τουρκικό «αστείο» περί «διαφωνιών» πολιτικής ηγεσίας – στρατιωτικών στο Αιγαίο, αλλά θυμώνουν πολύ με τους συμπολίτες τους πολιτικούς αναλυτές που με συγκεκριμένα επιχειρήματα στη βάση πραγματικών στοιχείων που παράγονται από τον ελληνοτουρκικό «διάλογο» κρίνουν αυστηρά ή και αποδοκιμάζουν τα ατελέσφορα «ανοίγματα» της Αθήνας προς την αλαζονική, άκρως απαιτητική Άγκυρα.
Χαρακτηριστικό της αδυναμίας των «χρήσιμων» -σε πρώτη γραμμή και κάποιοι «κατεστημένοι» διεθνολόγοι- είναι ότι, αντί επιχειρημάτων προσφερομένων για μελέτη και πραγματικό διάλογο, καταφεύγουν στο φασιστοειδούς καταγωγής άθλημα του ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΣ απαξιωτικού χαρακτηρισμού εκείνων που δεν συμφωνούν με τις δικές τους απόψεις και με τις πολιτικές των κυβερνώντων. Οι εν λόγω «αναλυτές» ομιλούν, λοιπόν, σήμερα για «νεοεθνικιστές» (παλιότερα ομιλούσαν για «τουρκοφάγους») που όλοι μαζί αδιακρίτως, ως μπουλούκι πολιτικά τυφλών ή δυστυχισμένων φανατικών, δεν αντιλαμβάνονται τις αντικειμενικές εθνικές δυνατότητες και τα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου και βλέπουν όλοι μαζί ανοήτως «συνωμοσίες» στερούμενοι «ψυχραιμίας», «ρεαλισμού», «ορθολογισμού», «σύνεσης» και «καθαρής σκέψης». Τέτοια γράφουν.
Πρόκειται, υποστηρίζει ένας εξ αυτών, για «συγχορδία» μιας «ενισχυμένης ομάδας δεξιών και αριστερών υπερπατριωτών», που «έχει και πάλι σηκώσει κεφάλι» (προσοχή στις διατυπώσεις αυτές ενός «ψύχραιμου» επιστήμονα, καθηγητή Πανεπιστημίου με συμπεριφορά Βουρβώνου). ΜΗΔΕΝ επιχειρήματα, απόλυτη απουσία ενδιαφέρουσας πολιτικής σκέψης. Μόνο γενικόλογη σύσταση: «…Το τελευταίο πράγμα όμως που χρειαζόμαστε είναι να ανοίξουμε νέα μέτωπα με την Τουρκία, καθώς η χώρα αυτή προχωρεί προς τις εθνικές εκλογές της (τον Ιούνιο) και προς ένα αβέβαιο πολιτικό μέλλον». Ενδιαφέρων ο πληθυντικός και τα «νέα» μέτωπα (ποια είναι άραγε τα «παλιά» και πότε «τα ανοίξαμε» – εμείς και όχι η Τουρκία;). Φιλότιμη η προσπάθεια των φρουρών της πολιτικής Γ. Α. Παπανδρέου (εναρκτήριο έτος της το 1997 από τον Κ. Σημίτη) να εμφανίσουν «μικρούς» και «ιδιόρρυθμους» τους κύκλους των ασκούντων κριτική στον πρωθυπουργό και στον συναρπαστικό συνεργάτη του κ. Δρούτσα. Η «συγχορδία» αποτελείται, λέει, «από μικρής κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά, ανήσυχες τηλεοπτικές εκπομπές, εγχώρια και ομογενειακά μπλογκ αλλά και προσωπικότητες με διεθνή ακτινοβολία στην Ελλάδα και στον κόσμο, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης». Αυτοί είναι οι «νεοεθνικιστές μας», λέει ένας νηφάλιος καθηγητής («Καθημερινή» 23/1)…
(Ο διαπρεπής, διεθνούς ακτινοβολίας Β. Μαρκεζίνης δεν αναφέρεται, γιατί η περίπτωσή του… διαολίζει τους «χρήσιμους»).
Πονούν τους σεμνούς και συνετούς της εξωτερικής πολιτικής το «ΠΑΡΟΝ», τα «Επίκαιρα», το «Άρδην», οι εκπομπές, τα μπλογκ και οι διεθνείς προσωπικότητες. Και βέβαια, οι «χρήσιμοι» παρακάμπτουν πονηρά το γεγονός ότι δεν γράφουν σε «μικρής κυκλοφορίας» εφημερίδες οι Στ. Λυγερός, Κ. Ιορδανίδης («Καθημερινή»), Κύρα Αδάμ («Ελευθεροτυπία» Κ. Αγγελόπουλος, Δ. Κωνσταντακόπουλος («Επενδυτής»), Ν. Μελέτης, Γ. Δελαστίκ («Έθνος»), όλοι αυτοί οι πρώτης σειράς πεπειραμένοι πολιτικοί συντάκτες και αναλυτές εξωτερικής πολιτικής εδώ και χρόνια – μια «εθνική Ελλάδας» στον χώρο αυτόν, μια κατηγορία δημοσιογράφων που πάντοτε εξαιρετικά «ενοχλούσε» και συχνά εξόργιζε όλα τα «καλά παιδιά» του υπουργείου Εξωτερικών και των εκλεκτών συνεργατών του.
Δεν τρομάζουν άδικα φυσικά οι καλοί μας. Από τέτοια «κακά παιδιά» της δημοσιογραφίας δεν ηττήθηκαν κατά κράτος τα «Νταβός» Ι και ΙΙ, δεν τραυματίστηκαν βαριά η «Μαδρίτη» και το «Ελσίνκι», δεν τσαλακώθηκε για τα καλά το Σχέδιο Ανάν; Και τώρα δεν είναι το «άγρυπνο μάτι» των ίδιων «κακών παιδιών» που πάλι δεν αφήνει τον Γιώργο και τη μικρή παρέα του να «βελτιώσουν» παραπέρα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Και μήπως δεν έχουν λόγο να ανησυχούν οι κυβερνώντες και οι πιο στενοί φίλοι τους όταν δίπλα στους παραπάνω βετεράνους των όχι «μικρής κυκλοφορίας» εφημερίδων αμφισβητούν τα άνευ ανταλλαγμάτων «ανοίγματα» προς την Τουρκία και έγκυροι αρθρογράφοι μεγάλων εφημερίδων και πολιτικών περιοδικών, όπως π.χ. ο Μιχ. Ιγνατίου, ο Ν. Κοτζιάς, η Ζέζα Ζήκου, ο Σπ. Σουρμελίδης, ο Γιάννης Τριάντης, ο Α. Αθανασίου, οι μαχητικοί αρθρογράφοι στο δικό μας «ΠΑΡΟΝ»;
Λάθος εκτιμήσεις, αστοχίες, υπερβολές; Φυσικά υπάρχουν και τέτοια πράγματα σε γραπτά εκείνων που ασχολούνται με τα εν λόγω θέματα, όποια κι αν είναι η αφετηρία των σκέψεων και της ανάλυσής τους. Αναπόφευκτο αυτό. Αλλά ο μικρός κόσμος των «χρήσιμων», λόγω φτώχειας επιχειρημάτων και ενώπιον σκληρής καταφανούς πραγματικότητας, πριν απ’ όλα επιζητεί την καταγγελία, τη δυσφήμηση της άλλης άποψης, τη ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ «καταδίκη» κάθε σκέψης και στάσης που βρίσκεται έξω από το «πολιτικά ορθό» της κυβερνητικής πολιτικής.
Και μια απορία, κλείνοντας: Άραγε, κατατάσσονται στους «νεοεθνικιστές» ο Κώστας Καραμανλής, που ως πρωθυπουργός στήριξε τον Τάσσο Παπαδόπουλο και με τον τρόπο του πολέμησε την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, ή ο Πέτρος Μολυβιάτης, που σε συμφωνία τότε με τον πρωθυπουργό υπολογισμένα «πάγωσε» τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες για το Αιγαίο, εκτιμώντας ότι κάθε «προχωρημένη» κουβέντα με την Άγκυρα έκρυβε σοβαρούς κινδύνους; Ή μήπως η πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη υπερασπιζόμενη σθεναρώς (όπως δηλώνει και σήμερα) το «όχι» για τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ, στο Βουκουρέστι, ανήκει στους… «νεοεθνικιστές»; (Ερωτάται αυτό διότι, απ’ ό,τι γνωρίζει η Αθήνα, η κ. Μπακογιάννη εκτιμάται ιδιαίτερα από τους συνετούς καθηγητές του κύκλου των «χρήσιμων».)
«ΤΟ ΠΑΡΟΝ»