Μια φορά και έναν καιρό
Ο Γιάννης «ηράσθη εμμανώς» τη Βασιλική, ήταν δε Βασιλική κορασίς ετών δεκαέξι, προικισμένη με άπειρα φυσικά προσόντα, ορατά διά γυμνού οφθαλμού, έστω και αν ο οφθαλμός έπασχεν από τράχωμα. Αίσθημα το οποίον οι πάντες γνώριζαν, πλην ευτυχώς του πατρός της, που ήτο αγριάνθρωπος, μπροστά στον οποίον ο πεντηκοντακέφαλος Κέρβερος, ο φύλαξ του Άδη, ήταν ένα χαριτωμένο σκυλάκι του καναπέ, κάτι σαν πεκινουά να πούμε. Διότι ως ενάρετος άνθρωπος φιλοδοξούσε να παραδώσει στον νυμφίο τη θυγατέρα του άμωμη, άσπιλη και αγνή, με αγνότητα διαπιστωμένη αρμοδίως πλην του συζύγου της και από τη μητέρα του, για να μην τους κάνουν βούκινο στα σοκάκια.
Όσο η Βασιλική μεγάλωνε, την πατρική φιλοδοξία υποκατέστησε ο φόβος μήπως την πρώτη νύχτα του γάμου, πριν αλέκτορα φωνήσαι, τον ξυπνούσε ο γαμπρούλης του και του έλεγε «κυρ Ευθυμάκη, πάρ’ την και τρίφ’ τηνα στην κασίδα σου…», λόγος υπερεπαρκής για να γίνει θηριώδης υπερασπιζόμενος την αρετή της μικράς. Η Βασιλική ήταν εγγεγραμμένη στη Λέσχη Εργαζομένου Κοριτσιού, όπου παρεδίδοντο μαθήματα οικοκυρικής, πολύτιμο εφόδιο για μια μέλλουσα νοικοκυρά.
Δίδασκαν δηλαδή στα κορίτσια της γειτονιάς πώς γίνεται μια σωστή μπουγάδα, πόσο λουλάκι χρησιμοποιείται στα ασπρόρουχα, πώς καρικώνονται τα τσουράπια και πώς πιάνουν με το βελονάκι τους πόντους στις γυναικείες κάλτσες. Τους έδιναν επίσης χρήσιμες κοινωνικές συμβουλές, όπως π.χ. ότι σε δύσκολες εποχές δεν κρεμούν στο τσιγκέλι του απόπατου για τη γνωστή χρήση εφημερίδες, διότι αποκαλύπτεται τι διαβάζει η οικογένεια. Καθότι δεν νοείται να σας δίνει ο περιπτεράς συνωμοτικά διπλωμένη την εφημερίδα κι εσείς να την κρεμάτε φως-φανάρι. Έρχεται, ας πούμε, ένας σπιούνος επισκέπτης σας που είναι και ολίγον δυσκοίλιος. Διαβάζει κατά την προσπάθειά του τα ανατρεπτικά της φυλλάδας και καρφώνει «όπου δει» τι καπνό φουμάρετε. Γι’ αυτό να προτιμάτε τα περιοδικά. Κατόπιν γινότανε μάθημα μαγειρικής, και μάλιστα σε ώρα που δάσκαλοι και μαθητές πεινούσαν. Μάθαιναν στα κορίτσια τη διαδικασία για τον μπακαλιάρο πλακί, που ευγενικά προφέρεται «βακαλάος», τη σούπα ρεβίθια και τα φασόλια γίγαντες, που τα λένε στη Θεσσαλονίκη «ελέφαντες». Φαγητά με κρέατα, όπως λόγου χάριν «φιλετάκια εσκαλόπ μπρεζέ με σος ανγκλέζ», δεν διδάσκονταν, ως τελείως περιττά. Άλλωστε ούτε πυρηνική φυσική διδάσκονταν.
Φύσει φιλομαθής, η Βασιλική δεν περιορίστηκε στην εκμάθηση της εγκεκριμένης από το υπουργείο ύλης, αλλά έμαθε από τις μεγαλύτερες στα διαλείμματα πλείστα όσα… προφορικά, τα οποία και αποστήθισε λεπτομερώς, χωρίς να χρειαστεί να κρατήσει σημειώσεις όπως έκανε με τα υλικά της φανουρόπιτας. Κολλητή της έγινε η Μαρία, για την οποία η κοινή γνώμη ήταν διχασμένη. Μερικοί τη θεωρούσαν χαζοβιόλα, ενώ οι περισσότεροι την αποκαλούσαν «σιγανό ποταμάκι». Μεταξύ των πρώτων ήταν και ο αγριάνθρωπος πατέρας της Βασιλικής, που για τον λόγο αυτόν επέτρεπε στην κόρη του να τη συναναστρέφεται. Το αδύνατο σημείο της φιλίας τους ήταν ότι κατοικούσαν στους αντίποδες. Στη Νέα Σμύρνη η Μαρία, τέρμα Αχαρνών η Βασιλική, ενώ η Λέσχη Εργαζομένου Κοριτσιού, όπου ήταν συμμαθήτριες, στεγαζότανε στην Καλλιθέα. Ποδαράτη ερχότανε στο μάθημα η Μαρία, αλλάζοντας δύο τραμ η Βασιλική, έχοντας πάνω από το κεφάλι της τη δαμόκλειο σπάθη μην καθυστερήσει στην επιστροφή, γιατί ο αγροίκος πατέρας της ήξερε απέξω τα δρομολόγια των τραμ καλύτερα κι από τον γενικό διευθυντή της Πάουερ.
Κάπου εκεί παρεμβάλλεται ο Γιάννης, που ήταν φίλος με τα αδέλφια της Μαρίας και κάποιο απόγευμα καθώς τριγύρναγε στην Καλλιθέα τη συνάντησε μαζί με τη φίλη της, που μόλις είχαν σχολάσει, κι εκεί μπροστά στο αμαξοστάσιο των τραμ έγινε η γνωριμία. Τα περαιτέρω παραλείπονται ως ευκόλως εννοούμενα.
Το τέρμα Αχαρνών εκείνα τα χρόνια ήταν διάσημο, μαζί με όλη την οδό Αχαρνών, που θεωρείτο πάντοτε «πολύ αν-βογκ». Και τι δεν είχε η περιοχή… Αρχίζοντας από το θέατρο «Δελφοί», όπου προπολεμικά στεγάστηκε η Μάντρα του Αττίκ, γράφοντας ιστορία, προχωρώντας προς την αριστοκρατική πλατεία Βικτωρίας με τα νεοκλασικά σπίτια και προσπερνώντας την κλινική του καθηγητή Μέρμηγκα, έφτανες στη συνεχώς χτιζόμενη εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Υπήρχαν και δύο πασίγνωστες ταβέρνες: του «Τζίμη του χοντρού» και τα « Παλιάμπελα» με την εκλεκτή κουζίνα. Κάποτε ο Τζίμης αποφάσισε να «εικονογραφήσει» την ταβέρνα με χιουμοριστικές σκηνές μπεκρήδων. Ανέθεσε τότε σε νεαρό με εύθυμη φλέβα καλλιτέχνη τη δημιουργία. Αλλά, αν και ευσυνείδητος και εργατικός ο ζωγράφος, το έργο έμενε ημιτελές. Σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της πιάτσας, αυτό οφείλετο στο γεγονός ότι ο πελάτης δεν πλήρωνε αν δεν ολοκληρωνόταν το έργο, ο δε καλλιτέχνης αρνείτο να βάλει πινελιά αν δεν πληρωνόταν… Λίγο πριν από το τέρμα υπήρχε ο κινηματογράφος «Άρης» και το ζαχαροπλαστείο «Καλόθετου», επί δε της οδού Κύμης στο νούμερο 7 καθόταν ο μεγάλος Χρήστος Χαιρόπουλος συντροφιά με το πιάνο και τις συνθέσεις του: «… Θα ζήσω ξανά στη ρουτίνα / που τόσο η καρδιά μου μισεί… / Μακριά απ’ το καλό μου / μακριά απ’ την Αθήνα / αγάπες μου δυο μου / η Αθήνα και συ…». Τραγουδάκι γεμάτο αίσθημα, παραγγελιά της Ροζίτας Σεράνο, που τραγουδούσε σε κοσμικό κέντρο της Αθήνας κι είχε «τσιμπηθεί» με νεαρό σημαιοφόρο του Πολεμικού Ναυτικού. Αυτή ήταν πάνω κάτω η γειτονιά της Βασιλικής, γύρω στα 1948 με ’50.
Έπαιρνε η κοπελιά το πράσινο τραμ νούμερο 6, που είχε αφετηρία την αρχή της οδού Μητροπόλεως, όπου το σινεμά «Ούφα», που έγινε αργότερα θέατρο «Κυβέλης», και κατηφορίζοντας έπιανε Μοναστηράκι και από την Αθηνάς, την 3ης Σεπτεμβρίου και την πλατεία Βάθης ντογρού για τέρμα Αχαρνών. Τη διαδρομή αυτή ουδέποτε τόλμησε να την πραγματοποιήσει ο Γιάννης. Με το μεγάλο του αμόρε συναντιόταν σε μέρος χλοερό και απάγκιο, κάνοντας κοπάνα και προτιμώντας να μάθει μέσες άκρες, πρακτικά, όσα οι μεγαλύτερες της δίδαξαν θεωρητικά. Κάποιοι ψύλλοι άρχισαν να κυκλοφορούν στα αυτιά του πατέρα της, αλλά αποδείξεις δεν είχε. Ήρθαν οι διακοπές των Χριστουγέννων και έμεινε ρέστος ο Γιαννάκης. Μεγάλος ο καημός. Μάλιστα την Πρωτοχρονιά, που ήταν και η γιορτή της, δεν το νταγιάντισε. Παρακάλεσε τη Μαρία και αγγάρεψε τον φίλο του τον Νίκο να γίνουν μια παρέα και να περάσουν μπροστά από το σπίτι της για ένα νοητό Χρόνια Πολλά. Όπερ και εγένετο. Πέρασαν δυο τρεις φορές, σφυρίζοντας άγαρμπα ο Γιάννης. Κάποτε άκουσε. Έριξε ένα παλτό στην πλάτη και βγήκε. Περπάτησαν όλο σορόπια και συμφώνησαν να εξαφανιστούν λιγουλάκι και να συναντηθούν σε κανένα τέταρτο για να φύγουν ξανά όλοι μαζί. Στρίβοντας όμως στη γωνία, αντικρίζουν τον πατέρα της με τη ζωστήρα του στο χέρι και αρχινάει τη Βασιλική «να και τούτη να κι η άλλη».
Ο Γιάννης, η Μαρία και ο Νίκος ακόμα τρέχουν…