Η ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ ΣΕ ΝΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Οι αντικειμενικοί λόγοι είναι:

= η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και το άνοιγμα των συνόρων των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού,

= η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που προβάλλει την ιδέα μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και εντείνει τα μεταναστευτικά ρεύματα από τις φτωχότερες και δοκιμαζόμενες από πολέμους και φυσικές καταστροφές χώρες προς τις πλουσιότερες αγορές,

= η γεωγραφία της Ελλάδος και η γειτνίασή της με την Τουρκία, που αντιμετωπίζει τη λαθρομετανάστευση μέσα από το πρίσμα των δικών της επιδιώξεων, σε σχέση με την Ελλάδα και την Ευρώπη, και δεν συνεργάζεται για τον αποτελεσματικό έλεγχό της.

Όσο σημαντικοί όμως κι αν είναι οι αντικειμενικοί αυτοί λόγοι, δεν θα μπορούσαν από μόνοι τους να οδηγήσουν στη σημερινή κατάσταση, εάν η Ελλάδα αντιλαμβανόταν εγκαίρως το μέγεθος και τη δυναμική της λαθρομεταναστεύσεως και χάρασσε μια αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπιση και τον έλεγχό της.

Η Ελλάδα όμως, αντʼ αυτού, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Ανέλαβε ρόλο πρωτοπορίας στην Ευρώπη για τη «φιλελεύθερη», «ανθρωπιστική» και «προοδευτική» αντιμετώπιση της λαθρομεταναστεύσεως. Πώς έγινε αυτό το παράδοξο; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι πολύ απλή: Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, εκπορευόμενη από τα μεγάλα κέντρα του χρηματιστικού κεφαλαίου, πουλήθηκε στην ελληνική πολιτική αγορά ως «αριστερό», «προοδευτικό» προϊόν, γεγονός που προεκάλεσε σύγχυση με τον παραδοσιακό διεθνισμό της Αριστεράς. Στη σύγχυση αυτή συνέβαλε σημαντικά και η νεοφιλελεύθερη στροφή της ευρωπαϊκής Αριστεράς από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ80.

Η ανοχή επομένως και ο εναγκαλισμός της λαθρομεταναστεύσεως προεβλήθη ως «προοδευτική» υπόθεση, με τους αναπόφευκτους μάλιστα ανταγωνισμούς και υπερθεματισμούς μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και την υστεροβουλία της ψηφοθηρίας στο μέλλον, μετά τη νομιμοποίηση και την ένταξη των λαθρομεταναστών.

Η στάση αυτή της Ελλάδος, έγινε, βεβαίως, μαγνήτης για τους λαθρομετανάστες και τους διακινητές τους, ιδίως μετά τις διαδοχικές μαζικές νομιμοποιήσεις, που επιβεβαίωσαν στην πράξη την πολιτική αυτή.

•••

«ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ» ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Με το πνεύμα αυτό, η κυβέρνηση Σημίτη ανέλαβε επί ελληνικής Ευρωπαϊκής Προεδρίας, το έτος 2003, να καταστήσει τη μετανάστευση συντρέχουσα αρμοδιότητα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μέχρι τότε ήταν μόνο εθνική αρμοδιότητα. Η κάθε χώρα-μέλος διαχειριζόταν δηλαδή ως εθνική πολιτική τη μετανάστευση.

Μη φαντασθεί κανείς ότι η πρωτοβουλία αυτή είχε ως στόχο τη συνδρομή και την αλληλεγγύη της Ευρώπης για την αντιμετώπιση από την Ελλάδα της γιγαντούμενης λαθρομεταναστεύσεως. Εκφράσθηκε συγκεκριμένα με δύο Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Την 108/2003 και την 109/2003, που αφορούν αντιστοίχως τους επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες και το δικαίωμα της οικογενειακής επανενώσεως. Σύμφωνα με την πρώτη οδηγία, το καθεστώς του μονίμως διαμένοντος απονέμεται στους μετανάστες μετά πέντε έτη νόμιμης παραμονής. Σύμφωνα με τη δεύτερη, όλοι οι μετανάστες που αποκτούν το καθεστώς του μονίμως διαμένοντος έχουν το δικαίωμα της οικογενειακής επανενώσεως, το δικαίωμα δηλαδή να φέρουν και την οικογένειά τους.

Οι οδηγίες αυτές, υπό ομαλές συνθήκες νόμιμης μεταναστεύσεως, δεν θα είχαν τίποτε το επιλήψιμο, γιατί κάθε χώρα που δέχεται μετανάστες θα συνυπολογίζει τη μόνιμη εγκατάστασή τους και την οικογενειακή επανένωση. Υπό συνθήκες όμως μαζικής και ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως, όπως αυτή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Στις μαζικές νομιμοποιήσεις προστίθενται η μονιμοποίηση των μεταναστών και ο νόμιμος πολλαπλασιασμός τους με την οικογενειακή επανένωση.

Το ίδιο πνεύμα επιδείχθηκε και από τις επόμενες κυβερνήσεις, που συνέχισαν τις μαζικές νομιμοποιήσεις, την πολιτική ανοχής και τις διακηρύξεις για «πολυπολιτισμική» κοινωνία. Η στρατηγική πρωτοβουλία που ανέλαβε ο γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί για τη διαμόρφωση ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση δεν στηρίχθηκε επαρκώς και δεν αξιοποιήθηκε από την Ελλάδα ως ευρωπαϊκή ασπίδα κατά της λαθρομεταναστεύσεως. Αντιθέτως, υπονομεύθηκε με νέα μαζική νομιμοποίηση.

Η τελευταία κυβέρνηση δεν περιορίσθηκε, άλλωστε, στην ψήφιση μιας ακόμη μαζικής νομιμοποιήσεως, ενώ η χώρα βρίσκεται σε τόσο δεινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Έσπευσε, επιπλέον, να καταργήσει το ισχύον ελληνικό δίκαιο για την ιθαγένεια και να εισαγάγει το λεγόμενο δίκαιο του εδάφους. Την αρχή δηλαδή ότι είναι Έλληνας όχι όποιος έχει ελληνική καταγωγή αλλά όποιος γεννιέται στην Ελλάδα.

Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση αυτή, με τα παιδιά των παρανόμων μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα και των μονίμως διαμενόντων μεταναστών, που δεν έχουν την ελληνική υπηκοότητα; Πρέπει, δηλαδή, με τη λογική αυτή, τα παιδιά, π.χ., των τούρκων εποίκων στην κατεχόμενη Κύπρο να θεωρηθούν ως νόμιμοι Κύπριοι, εφόσον γεννήθηκαν στην Κύπρο, ανεξάρτητα από την αρχή ότι «παράνομος νόμιμον ου ποιεί»;

Γιατί, κατά δεύτερον λόγο, η Ελλάδα να επισπεύδει προς μια τέτοια κατεύθυνση, όταν αντιμετωπίζει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με τη μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση;

Τα ερωτήματα αυτά έγιναν αδυσώπητα για τον ελληνικό λαό, που βλέπει νʼ αλλάζει γύρω του ραγδαία η χώρα, να γκετοποιείται το κέντρο των Αθηνών, να δημιουργούνται Άγιοι Παντελεήμονες στις πιo λαϊκές συνοικίες στην πρωτεύουσα και αλλού σʼ όλη την Ελλάδα, να βρίσκονται σε συνεχή κατάσταση πολιορκίας από λαθρομετανάστες τα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας, νʼ ανεβαίνει στα ύψη η εγκληματικότητα και η ανασφάλεια και να τρέχει ακόμη ασταμάτητα στον Έβρο το ποτάμι των λαθρομεταναστών.

Δεν είναι απορίας άξιον ότι, με την επιδεικνυόμενη επισήμως πολιτική ανοχής της λαθρομεταναστεύσεως από τις διαδοχικές κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, η Ευρώπη βολεύθηκε με τη Συμφωνία του Δουβλίνου ΙΙ. Η τελευταία προβλέπει την επαναπροώθηση στην Ελλάδα όσων λαθρομεταναστών νομιμοποιούνται στην Ελλάδα και μεταβαίνουν μετά, εκμεταλλευόμενοι τον χώρο Σένγκεν, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ακόμη όμως και με τη συμφωνία αυτή, δεν σταμάτησαν οι ευρωπαϊκές ανησυχίες για το μεταναστευτικό πρόβλημα στα ελληνικά σύνορα και τον χειρισμό του. Οι ανησυχίες αυτές εκφράσθηκαν και εκφράζονται μάλιστα μʼ έναν διπλό τρόπο, που φωτίζει μʼ ένα παράξενο φως το παράλογο της ακολουθούμενης πολιτικής στη λαθρομετανάστευση. Η Ελλάδα, που κατακλύζεται από λαθρομετανάστες, λόγω της ανεκτικής πολιτικής της, καταγγέλλεται ότι δεν εφαρμόζει, υπό αξιοπρεπείς όρους, το ευρωπαϊκό ανθρωπιστικό δίκαιο για το άσυλο. Ταυτοχρόνως, καταγγέλλεται ότι δεν τηρεί τους όρους του χώρου Σένγκεν, επιτρέποντας την αθρόα είσοδο λαθρομεταναστών. Απειλείται γιʼ αυτό ότι θα εκδιωχθεί από τον χώρο Σένγκεν. Οι απειλές ενετάθησαν κατά την τελευταία περίοδο, μετά την αύξηση της λαθρομεταναστεύσεως, κυρίως από τον Έβρο, κατά 322% το 2010, σε σχέση με το 2009, ως αποτέλεσμα του νέου ενθαρρυντικού μηνύματος που έστειλε η τελευταία μαζική νομιμοποίηση. Είναι ενδεικτική από την άποψη αυτή η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση του αναπληρωτή προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, ο οποίος ζήτησε την εκδίωξη της Ελλάδος από τον χώρο Σένγκεν.

Υπό την πίεση των δεδομένων αυτών και έπειτα από δημόσια παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση εξήγγειλε, διά του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, αλλαγή πολιτικής. Την κατασκευή, πρώτον, φράκτη 12,5 χλμ. στον Έβρο, ως μέρος ενός συστήματος αποτροπής και, δεύτερον, την απέλαση όλων των παρανόμων μεταναστών από την Ελλάδα.

•••

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΑΠΟ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
ΜΕ ΕΓΧΩΡΙΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ

Είναι προφανές ότι η προκλητική κατάληψη της Νομικής Αθηνών από λαθρομετανάστες, με εγχώρια καθοδήγηση και πολιτική κάλυψη, έχει στόχο την ακύρωση οποιασδήποτε αλλαγής στην ακολουθούμενη πολιτική και μια νέα μαζική νομιμοποίηση όλων των λαθρομεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα.

Η κατάληψη όμως της Νομικής, υπό τις γνωστές συνθήκες, είναι ενδεικτική και από άλλες απόψεις. Δείχνει, πρώτον, πόσο ισχυρός είναι ακόμη ο πολιτικός παραλογισμός σε ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στην αντιμετώπιση ενός μέγιστου θέματος, όπως η λαθρομετανάστευση, που αν δεν ελεγχθεί, απειλεί την ίδια την εθνική υπόσταση της χώρας.

Αναδεικνύει, δεύτερον, για μια ακόμη φορά, τη θλιβερή κατάσταση ανομίας και παρακμής που επικρατεί στα πανεπιστήμια, με πρόσχημα, κατʼ αρχάς, το πανεπιστημιακό άσυλο, αλλά και γενικότερα με τον θεσμοθετημένο ρόλο των κομματικών φοιτητικών παρατάξεων, τον συνεπόμενο κομματικό έλεγχο των πανεπιστημίων και την ουσιαστική κατάλυση της ακαδημαϊκής αυτοτέλειας, αξιοκρατίας και αριστείας.

Υπογραμμίζει, τρίτον, τον ρόλο ακραίων μειοψηφιών, που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην ανομία που επικρατεί στους πανεπιστημιακούς χώρους για νʼ αναπτύσσουν «επαναστατική» δήθεν δράση και να εμφανίζονται ως προστάτες και υπερασπιστές των λαθρομεταναστών, στο πρόσωπο των οποίων βλέπουν μια νέα στρατηγική εφεδρεία για την «εξέγερση» κατά του «συστήματος».

Η λαθρομετανάστευση, που αφέθηκε, δυστυχώς, με τόση ακρισία, αδράνεια και παραλογισμό να πάρει τεράστιες και εκρηκτικές διαστάσεις, είναι εν δυνάμει μια βόμβα, που αναπόφευκτα θα εκραγεί, εάν δεν ληφθούν εγκαίρως αποφασιστικά μέτρα για τον περιορισμό και τον έλεγχό της.

Το τελευταίο που χρειάζεται είναι η ανεύθυνη δράση ακραίων ομάδων και κομματικών φοιτητικών παρατάξεων, που μπορεί να επενεργήσει ως καταλύτης αναταραχών και αναφλέξεων.

•••

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΝΑ ΣΤΕΙΛΕΙ
ΣΑΦΕΣ ΜΗΝΥΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ
ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΟΧΗΣ

Η ελληνική κοινή γνώμη, που αντιμετώπισε στωικά μέχρι τώρα την έκρηξη της λαθρομεταναστεύσεως, είδε προσφάτως με έκπληξη να πλημμυρίζει η πλατεία Κοτζιά από μουσουλμάνους μετανάστες για δημόσια προσευχή. Είδε, στη συνέχεια, την επιδεικτική κατάληψη από τους ίδιους, για τον ίδιο σκοπό, των προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βλέπει τώρα λαθρομετανάστες να καταλαμβάνουν, έστω με την πολιτική κάλυψη ακραίων ομάδων, τη Νομική Αθηνών, για να εκβιάσουν, με απεργία πείνας, τη νομιμοποίησή τους και νʼ ανοίξουν, βεβαίως, τον δρόμο για τη νομιμοποίηση των εκατοντάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα.

Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί και δεν πρέπει να συνεχισθεί. Οφείλει η κυβέρνηση να καταστήσει σαφή την πολιτική της και να στείλει μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση. Τα όσα εξαγγέλθηκαν πρέπει να γίνουν τάχιστα πράξη και να συμπληρωθούν με όσα άλλα μέτρα είναι αναγκαία για τον αποφασιστικό έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως. Απτό παράδειγμα είναι η Ισπανία, που κατόρθωσε να θέσει υπό απόλυτο έλεγχο τα σύνορά της. Ανήγειρε γιʼ αυτό διπλό φράκτη, στο ενδιάμεσο του οποίου περιπολεί ο στρατός. Περισσότερο όμως από τα τεχνικά εμπόδια, αυτή διαδήλωσε την πολιτική βούλησή της να μην επιτρέψει οποιαδήποτε ανοχή στη λαθρομετανάστευση και συσπείρωσε τον ισπανικό λαό και τις πολιτικές δυνάμεις γύρω από τον εθνικό αυτό στόχο.

Στη χώρα μας εξακολουθούν ακόμη σημαντικές πολιτικές δυνάμεις να προσποιούνται ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και ότι οποιαδήποτε λογική αντίδραση στη λαθρομετανάστευση είναι δήθεν «ρατσισμός», «ξενοφοβία», «ακροδεξιά», «φασισμός» και πάει λέγοντας.

Θα πρέπει να υπομνησθεί στις δυνάμεις αυτές ότι η σύμπλευση με τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης, που αντιμάχεται για προφανείς λόγους το έθνος, το εθνικό κράτος και την εθνική ταυτότητα, δεν είναι «αριστερή» και «προοδευτική» πολιτική, όπως παρουσιάζεται.

Η παγκοσμιοποίηση επιδιώκει σε διεθνές επίπεδο την άυλη αυτοκρατορία των αγορών του χρηματιστικού κεφαλαίου, πάνω από εθνικά σύνορα και εθνικά κράτη. Η λαθρομετανάστευση, που γιγαντώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90, δεν είναι άσχετη με την παγκοσμιοποίηση που θέλει ενιαία παγκόσμια αγορά. Είναι γνωστό ότι κάθε ενιαία αγορά περιλαμβάνει ήδη ή τείνει προς τρεις βασικές ελευθερίες: ελευθερία κινήσεως κεφαλαίων, κυκλοφορίας προϊόντων, κυκλοφορίας εργαζομένων.

Η μεγάλη διεθνής κρίση έδειξε το πραγματικό πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης, πίσω από την οποία κρύβεται μια απίστευτη απορρύθμιση του διεθνούς χρηματιστικού συστήματος και μια αχαλίνωτη κερδοσκοπία ενός νέου, ανορθόδοξου καπιταλισμού εικονικής οικονομίας.

Έδειξε επίσης τη σημασία και την αναγκαιότητα του εθνικού κράτους ως εκφραστή της κυριαρχίας ενός λαού, εγγυητή της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας του και τελευταίου καταφυγίου του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που απειλούν τη ζωή, το βιοτικό του επίπεδο και το μέλλον του.

Είναι χρήσιμο να υπογραμμισθεί επίσης στο σημείο αυτό ότι η πορεία της παγκοσμιοποίησης προβληματίζει ακόμη και τα ίδια τα κέντρα που την προώθησαν, γιατί διαπιστώνουν τη διάζευξη μεταξύ των ιδιωτικών συμφερόντων των πολυεθνικών και άλλων εταιρειών και του εθνικού δημοσίου συμφέροντος, όπως επίσης τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας από τον δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο προς την Ασία και τις μεγάλες αναδυόμενες δυνάμεις.

Θα πρέπει, τέλος, να γίνει υπόμνηση ότι η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, εφόσον επιδιώκει την υπέρβαση και την αποδόμηση του έθνους, δεν επενδύει, βεβαίως, στην εθνική ιδέα και στην άκρα Δεξιά, που παραδοσιακά υπερακοντίζει γιʼ αυτήν. Επενδύει, αντιθέτως, στα «οικουμενικά» ανθρώπινα δικαιώματα και σʼ έναν δικό της «διεθνισμό», τον οποίο συγχέει επιτηδείως με τον παραδοσιακό διεθνισμό της Αριστεράς.

•••

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΙΑ ΤΟ
ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ

Παρακολουθούμε από καιρό το φαινόμενο όλοι οι λαθρομετανάστες που φτάνουν στα ελληνικά σύνορα να παρουσιάζονται, όλοι ανεξαιρέτως, ως πολιτικοί πρόσφυγες και να ζητούν άσυλο. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει ανθρώπους που βρίσκονται σε δεινή θέση στη χώρα τους να επιχειρούν να μπουν στην Ευρώπη, επικαλούμενοι κάθε πρόσχημα. Η κατάσταση όμως αυτή ακυρώνει στην ουσία την έννοια του ασύλου, που είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη και περιπλέκει αφάνταστα την αποτελεσματική διαχείρισή του και την αντιμετώπιση της λαθρομεταναστεύσεως.

Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο άσυλο που κάνει στα απομνημονεύματά του ο πρώην βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, γνωστός υπέρμαχος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της παγκοσμιοποίησης. Γράφει συγκεκριμένα. «Η Βρετανία, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κληρονόμησαν το σύστημα και το αίσθημα του ασύλου, που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά, μετά την εμπειρία του ολοκαυτώματος. Οι οδυνηρές ιστορίες προσφύγων που έφευγαν από τον Χίτλερ και τους ναζί και απωθούνταν πίσω, δημιούργησαν ένα ορισμένο δίκαιο και αισθήματα αποτροπιασμού. Η θέση που κυριάρχησε ήταν ότι όποιος ζητούσε άσυλο, αυτό σήμαινε ότι καταδιωκόταν και ότι θα έπρεπε επομένως να του επιτραπεί η είσοδος στη χώρα. Αυτό ήταν απολύτως κατανοητό την επομένη της τρομερής εμπειρίας του ολοκαυτώματος.

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο ήταν εντελώς εξωπραγματικό στο τέλος του 20ού αιώνα. Η βάση ήταν εντελώς ψευδής γιατί ο ισχυρισμός των συντριπτικά περισσοτέρων αιτητών ασύλου δεν ήταν ειλικρινής. Το να αποδείξει όμως κανείς το αντίθετο είναι σχεδόν αδύνατο. Ο συνδυασμός των δικαστηρίων, που διαπνέονταν από φιλελεύθερο ένστικτο, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την απόλυτη αντίληψή τους σχετικά με την επιστροφή κάποιων σε μια ανασφαλή κοινότητα, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, που αναφέρεται σταθερά στις συνθήκες της Γερμανίας της δεκαετίας του ʼ30, σήμαιναν πρακτικά ότι όποιος κατόρθωνε να μπει στη Μ. Βρετανία και να ζητήσει άσυλο, ήταν διαβολικό έργο να επιτύχει κανείς την επαναπροώθησή του».

Είναι χρήσιμο να έχει υπʼ όψιν της η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός τις επισημάνσεις του πρώην βρετανού πρωθυπουργού, γιατί έσπευσαν να δημιουργήσουν, με ειδικό νομοσχέδιο, μια μεγάλη Υπηρεσία Ασύλου, που θα διεκπεραιώνει, υποτίθεται, γρήγορα τις λιμνάζουσες χιλιάδες αιτήσεις για παροχή πολιτικού ασύλου. Μερίμνησαν μάλιστα να περιλάβουν στους αξιολογητές και κριτές των ειδικών επιτροπών την Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που ασχολούνται με τους «πρόσφυγες», για να προλάβουν, προφανώς, καταγγελίες ότι η Ελλάδα δεν εγκρίνει αρκετές αιτήσεις ασύλου.

Είναι γνωστή όμως η άκρατη, δωρεάν γιʼ αυτήν, γενναιοδωρία της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, όπως επίσης των γνωστών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, που αντιμετωπίζουν τους πάντες ως «πρόσφυγες», πολιτικούς ή οικονομικούς.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναθέσει καθήκοντα που άπτονται της εθνικής της κυριαρχίας και της εθνικής της συνοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσει ότι, πέρα από την περιστολή της καταχρηστικής απονομής ασύλου, οφείλει να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στην ανάσχεση των λαθρομεταναστών στα σύνορα, με όσες δυσκολίες κι αν έχει αυτό, και στην ταχύτερη δυνατή επαναπροώθηση και απέλαση των παρανόμων μεταναστών. Μόνο η επίδειξη απόλυτης αποφασιστικότητας θα στείλει το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι και δήθεν πύλη για την άλλη Ευρώπη.

Η απόφαση πέντε ευρωπαϊκών χωρών να αναστείλουν προσωρινά την εφαρμογή των προνοιών της Συμφωνίας του Δουβλίνου ΙΙ είναι καλή είδηση για την Ελλάδα και αναγνώριση του μεγάλου προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Είναι, ταυτόχρονα, μια ένδειξη ότι αν, επιτέλους, αποφασίσει η Ελλάδα να εφαρμόσει μια αυστηρή πολιτική και να θέσει οριστικά τέρμα στην πολιτική της ανοχής, θα βρει συμπαράσταση και αλληλεγγύη στην Ευρώπη. Σε αντίθετη όμως περίπτωση, ας μην αναμένει ότι οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα αυτές του χώρου Σένγκεν, θα παρακολουθήσουν παθητικά τη συνέχιση της ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως στην Ελλάδα και τη διαρροή της, στη συνέχεια, στις χώρες τους. Θα επανέλθει δριμύτερη η Συμφωνία Δουβλίνο ΙΙ, συνοδευόμενη και από άλλα μέτρα.

Γιατί πρέπει, επιτέλους, να μας πιέζουν άλλοι να κάνουμε αυτό που αποτελεί για μας ύψιστο θέμα και που εξελίσσεται ήδη σʼ ένα άλλο μεγάλο εθνικό μας πρόβλημα;

ΥΓ.: Η υπογραφή, την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου, συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας για την επανεισδοχή των λαθρομεταναστών, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπολείπεται όμως πολύ από το να ικανοποιεί την πλευρά μας. Παραπέμπεται η εφαρμογή της, για τους υπηκόους τρίτων χωρών, ύστερα από τέσσερα χρόνια και προβλέπει την εφαρμογή της επανεισδοχής τρία χρόνια μετά την παράνομη είσοδό τους. Προβλέπεται μόνο ταχύτερη και αμεσότερη διαδικασία για μια ζώνη 20 χλμ. κοντά στα σύνορα.

Αναμένεται επίσης να δούμε εάν και πώς θα εφαρμοσθεί η συμφωνία αυτή για την Ελλάδα και την Κύπρο. Η συμφωνία αυτή δεν πρέπει να αναστείλει την κατασκευή του φράκτη στον Έβρο και τη λήψη όλων των άλλων αναγκαίων μέτρων. Ο φράκτης είναι και ένα μήνυμα προς την Άγκυρα. Εάν δεν συνεργασθεί για την ανάσχεση της λαθρομεταναστεύσεως, ο φράκτης θα εξελιχθεί σε τείχος μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρώπης.


Σχολιάστε εδώ