Άλλοθι οι αιχμές κατά της Δικαιοσύνης επειδή δεν βρήκαν τους δράστες
Δεν πέρασαν απαρατήρητες σε έγκυρους νομικούς κύκλους οι αναφορές σε βάρος της Δικαιοσύνης που υπάρχουν στο πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο της Ζήμενς. Αντίθετα σχολιάστηκαν και μέρος αυτών των σχολίων παραθέτουμε στο πλαίσιο του παλαιότερου ρεπορτάζ που σήμερα δικαιώνεται γύρω από το πόρισμα, τις επιπτώσεις του, αλλά και τις… παράπλευρες απώλειες και τα σοβαρά κενά που υπάρχουν στην εκτεταμένη έρευνα της Εξεταστικής Επιτροπής.
Σύμφωνα λοιπόν με νομικούς κύκλους, το μέρος του πορίσματος με το οποίο επιρρίπτονται ευθύνες στους δικαστικούς λειτουργούς που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την υπόθεση Ζήμενς για τη μη αποκάλυψη της ταυτότητας εκείνων που πήραν τις προμήθειες («μίζες») αποτελεί σύνθεση αυθαίρετων κρίσεων, σκέψεων και συμπερασμάτων, που δεν ερείδονται σε πραγματικά περιστατικά ή εξάγονται κατά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, και συνιστά ωμή συκοφαντία. Έχει στόχο τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και αποτελεί το προσχηματικό άλλοθι των μελών της πλειοψηφίας της Εξεταστικής Επιτροπής, που ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ, για την πλήρη αδυναμία της να εντοπίσει τους πολιτικούς εκείνους που χρηματίσθηκαν από στελέχη της Ζήμενς, παρότι διαβεβαίωνε συνεχώς ότι θα επιτύχει να αποκαλύψει τους δράστες.
Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, η Εξεταστική Επιτροπή για τη Ζήμενς δεν είχε αρμοδιότητα να ασχοληθεί με πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών λειτουργών, για τις οποίες αρμόδια είναι τα από το Σύνταγμα θεσμοθετημένα όργανα, και ως εκ τούτου με την ενέργειά της αυτή παρεβίασε το Σύνταγμα και την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που καθιερώνεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος.
Οι δικαστικοί λειτουργοί που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την υπόθεση Ζήμενς δεν είχαν και δεν έχουν λόγους να καλύψουν οποιονδήποτε, πολιτικό ή μη. Η αποκάλυψη όμως της ταυτότητας εκείνων που πήραν τις προμήθειες (μίζες) από τη Ζήμενς ήταν εξ αντικειμένου εξαιρετικά δυσχερής, αν όχι αδύνατη, διότι:
α) Δεν επιτεύχθηκε το άνοιγμα κρίσιμων λογαριασμών, που υπάρχουν κυρίως στην Ελβετία, λόγω της παρεμποδίσεως από τους ενδιαφερόμενους, αλλά και της απροθυμίας των εισαγγελικών αρχών της Ελβετίας να επιτευχθεί τούτο. Αυτό είχε ως περαιτέρω συνέπεια τη βραδύτητα ως προς την πρόοδο της προκαταρκτικής εξετάσεως.
β) Αυτοί που έδιναν τις προμήθειες (μίζες) δεν αποκαλύπτουν τους λήπτες, και
γ) Έχουν χρησιμοποιηθεί από τους δράστες (δότες και λήπτες) τεχνάσματα (π.χ. διακίνηση μέσω offshore εταιρειών κ.λπ.) που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αποκάλυψή τους.
Οι ίδιοι άλλωστε λόγοι οδήγησαν σε αδιέξοδο και την Εξεταστική Επιτροπή για την υπόθεση Ζήμενς.
Θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι διαρκούσης της λειτουργίας της Εξεταστικής Επιτροπής «απέδρασε» στη Γερμανία ο Β. Γιουνγκ, στον οποίο από το καλοκαίρι του 2009 είχαν επιβληθεί από τον ανακριτή Ν. Ζαγοριανό περιοριστικοί όροι (απαγόρευση απομάκρυνσης από τον τόπο κατοικίας του στην Πάρο και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα), θέμα για το οποίο τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής, που με το πόρισμά τους κατηγορούν τη Δικαιοσύνη, τήρησαν αιδήμονα σιωπή.
Και όμως το κόμμα τους, όταν τον Μάιο του 2009, και πριν απολογηθούν, είχαν φύγει στο εξωτερικό οι Χριστοφοράκος και Καραβέλας, επετίθετο κατά της Δικαιοσύνης, και ειδικότερα κατά του ανακριτή Ν. Ζαγοριανού, γιατί τους άφησε δήθεν να φύγουν, ενώ είναι γνωστό ότι δεν μπορούσε να λάβει μέτρα εναντίον τους πριν απολογηθούν. Ειδικότερα ο ανακριτής Ν. Ζαγοριανός έκανε το καθήκον του, όπως προκύπτει:
α) Από το γεγονός ότι το Εφετείο του Μονάχου, το οποίο αποτελείται από τακτικούς δικαστές, δύο φορές έκρινε πλήρες και νόμιμο το εκδοθέν σε βάρος του Χριστοφοράκου ένταλμα συλλήψεως και διέταξε την έκδοσή του. Θα αποτελούσε παραβίαση ανοικτών θυρών η προσπάθεια να εξηγήσει κάποιος γιατί το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας, μη αποτελούμενο στο σύνολό του από τακτικούς δικαστές, ανέτρεψε τις αποφάσεις του Εφετείου Μονάχου και παρέπεμψε την υπόθεση, ως προς το τρίτο ένταλμα, σε άλλο Εφετείο.
β) Από το γεγονός ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ’ αριθμ. 1866/2009 βούλευμά του έκρινε ότι ο ανακριτής Ν. Ζαγοριανός εκπληρώνει με επιμέλεια, αμεροληψία και αντικειμενικότητα τα καθήκοντά του και έτσι απέρριψε την αίτηση για εξαίρεσή του που είχαν καταθέσει οι κατηγορούμενοι Σκαρπέλης και Γεωργίου.
γ) Από το γεγονός ότι δικαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που έκριναν ότι δεν τέλεσε τα αδικήματα της καταχρήσεως εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος, για τα οποία είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, και συνέπεια αυτού ήταν το ότι δεν τον έθεσαν σε προσωρινή αργία.
δ) Από το γεγονός ότι οι εφέτες ειδικοί ανακριτές που ορίσθηκαν από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών για την υπόθεση Ζήμενς, καίτοι παρήλθαν 18 σχεδόν μήνες αφότου ανέλαβαν τα καθήκοντά τους και παρά τα «πιεστικά» έγγραφα που απέστειλε προς αυτούς ο πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής Σήφης Βαλυράκης, δεν εξέδωσαν συμπληρωματικό ένταλμα συλλήψεως σε βάρος του Χριστοφοράκου για το χρονικό διάστημα 2004-2007.
Και τούτο γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία και δυνατότητα θεμελιώσεως κατηγοριών για το χρονικό διάστημα 2004-2007, όπως είχαν ανακοινώσει και στους Εισαγγελείς του Μονάχου. Εξάλλου είναι εμφανές ότι το μέρος του πορίσματος των μελών του ΠΑΣΟΚ στην Εξεταστική Επιτροπή που αφορά τη Δικαιοσύνη όχι μόνον δεν είναι αντικειμενικό και αμερόληπτο, αλλά ακόμη περισσότερο διαπνέεται από μονομέρεια και συγκεκριμένη στόχευση, αφού αγνοεί τα στοιχεία που οδηγούν σε συμπεράσματα αντίθετα από εκείνα στα οποία καταλήγει. Όπως:
α) Επικαλούμενο έγγραφα του επίτιμου αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ι. Παπανικολάου και την ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής αόριστη κατάθεσή του, δέχεται ότι ο ανακριτής Ν. Ζαγοριανός «χειραγωγείτο», μολονότι είναι γνωστό ότι ο εν λόγω αντιπρόεδρος έχει αρχειοθετήσει τη σε βάρος του Ν. Ζαγοριανού υπόθεση για το ζήτημα της δήθεν «χειραγωγήσεώς» του.
β) Ενώ για να στηρίξει τη θέση του για δήθεν παρανομίες του ανακριτή Ν. Ζαγοριανού, επικαλείται τα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και Εφετών, τα οποία διέταξαν την παράδοση στους κατηγορουμένους Σκαρπέλη κ.λπ. των εγγράφων που αφορούσαν την υπόθεση του C4Ι, και το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που απέρριψε το αίτημα του ανακριτή Ν. Ζαγοριανού για χωρισμό των δύο υποθέσεων (υπόθεση της συμβάσεως 8002/1997 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ και υπόθεση της συμβάσεως του 2003 για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων): 1) Αγνοεί το γεγονός ότι με το υπ’ αριθμ. 1866/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών απορρίφθηκε η αίτηση των κατηγορουμένων Σκαρπέλη και Γεωργίου για εξαίρεση του ανακριτή Ν. Ζαγοριανού, επειδή «εκπλήρωνε με επιμέλεια, αντικειμενικότητα και αμεροληψία τα καθήκοντά του», και 2) αγνοεί το υπ’ αριθμ. 410/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο, ύστερα από αίτημα των ορισθέντων εφετών ειδικών ανακριτών, διέταξε τον χωρισμό των πιο πάνω δύο υποθέσεων, επειδή δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, επικρίνοντας μάλιστα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών επειδή είχε αρνηθεί τον χωρισμό των υποθέσεων.
Ακόμη πρέπει να σημειωθεί:
Η δυνατότητα να αποκαλυφθούν οι πολιτικοί και άλλα τρίτα πρόσωπα που πήραν τις προμήθειες (μίζες) βρίσκεται στα χέρια των ίδιων των πολιτικών. Αρκεί να το θελήσουν. Ας ψηφίσουν λοιπόν διάταξη με την οποία να καταστεί δυνατός ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων όλων των πολιτικών που υπέγραψαν τις συμβάσεις με τη Ζήμενς και ανέθεσαν έργα και προμήθειες σ’ αυτήν αλλά και των πολιτικών ή τρίτων που ήταν αρμόδιοι για την εκτέλεση των συμβάσεων, πριν να εισέλθουν στην πολιτική και μέχρι σήμερα. Από τον έλεγχο που θα ακολουθήσει υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να αποκαλυφθεί η ταυτότητα αυτών που εισέπραξαν τις προμήθειες (μίζες). Έτσι μόνον θα κατασιγάσει η οργή των ελλήνων φορολογημένων που επιβαρύνθηκαν, σύμφωνα με τις καταθέσεις στελεχών της μητρικής Ζήμενς, με το ποσόν εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, που ήταν οι προμήθειες (μίζες).