Σύνταγμα στα «μέτρα» του Μνημονίου
Οι μαγικές λέξεις-σύμβολα που περιγράφουν την «οδό της σωτηρίας» συνοψίζονται στο τρίπτυχο: Επιμήκυνση του χρέους, μείωση του επιτοκίου δανεισμού, ευρωομόλογα… Η κυβέρνηση της χώρας μας μάλιστα εμφανίζεται ότι πρωταγωνιστεί στη διεκδίκηση των μέτρων αυτών που συνδέονται με τον μηχανισμό στήριξης της «ευρωζώνης» χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά ένα φτηνό επικοινωνιακό τέχνασμα: Πρώτον γιατί ουδέποτε συζήτησε, ουδέποτε διαπραγματεύθηκε, τόσο την περίοδο αποπληρωμής όσο και το ύψος των επιτοκίων, αλλά υπέγραψε στα «τυφλά» το Μνημόνιο και την επαχθή δανειακή σύμβαση. Δεύτερον, γιατί τα αιτήματα αυτά της χώρας μας αποτελούν ήδη δεδομένα, αποτελέσματα, στο αντίστοιχο Μνημόνιο της Ιρλανδίας. Τρίτο, και κυριότερο, είναι άραγε ικανά αυτά τα μέτρα να μας οδηγήσουν σε μια διέξοδο, να μας απελευθερώσουν από τα «σιδηρά δεσμά» του ΔΝΤ και των δανειστών μας; Γιατί αυτό είναι, τελικώς, το κρίσιμο ερώτημα.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα μέτρα πολύ περιορισμένα αποτελέσματα μπορεί να έχουν στην κρίση της «ευρωζώνης», αλλά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στρατηγική κατευνασμού των αγορών με ατελείς παρεμβάσεις που διατηρούν κυρίαρχο τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού-κερδοσκοπικού συστήματος και εμμένουν στην εφαρμογή ενός μονεταριστικού προτύπου που περιστέλλει τις επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) και αποβλέπει αποκλειστικά στη μείωση των ελλειμμάτων, οδηγεί την Ευρώπη στην παρατεινόμενη ύφεση και στην κοινωνική αποδιάρθρωση. Με ένα επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο: Ότι το ΔΝΤ, ως δομή πολιτικοοικονομικής κυριαρχίας, έχει εδραιωθεί μόνιμα στην Ευρώπη τόσο μέσω των Μνημονίων δανεισμού όσο και με τη μόνιμη εγκατάστασή του –ως ελεγκτικού μηχανισμού– στον ίδιο τον μηχανισμό στήριξης.
Σʼ ένα τέτοιο δυσμενές περιβάλλον, που διαμορφώνουν οι εξωτερικοί παράγοντες, η παραπαίουσα ελληνική οικονομία οδηγείται σε μια παρατεταμένη –και άγνωστης διάρκειας– περίοδο κρίσης. Θα πρέπει να εκτιμήσουμε ότι εάν οι εξελίξεις δεν ανατραπούν μας περιμένει ένας «μεγάλος χειμώνας» στο πέρας του οποίου οι δομές της χώρας, οικονομικές, θεσμικές, κοινωνικές, οι ανθρώπινες σχέσεις αλλά και οι αντιλήψεις και οι αξίες μας μερική μόνον σχέση θα έχουν με όσα πιστεύαμε, όσα ζούσαμε μέχρι σήμερα.
Θα πρέπει όμως, σύμφωνα με τη στρατηγική των «αφεντικών» μας, να αποτραπεί το «απρόοπτο» στην εξέλιξη αυτή: Ένα τέτοιο «απρόοπτο» μπορεί να αποτελέσει μια γενικευμένη –και μη ελεγχόμενη– κοινωνική έκρηξη, ή ακόμα η ανάδειξη μιας εναλλακτικής πολιτικοκοινωνικής εξουσίας που θα δρομολογήσει τη ρήξη με τους πολιτικοοικονομικούς όρους του Μνημονίου και της Σύμβασης. Σʼ ένα πρώτο επίπεδο αποτροπής τέτοιου είδους εξελίξεων, προβάλλεται το αίτημα της συναίνεσης, της συμφωνίας προς το Μνημόνιο τόσο των πολιτικών κομμάτων όσο και των κοινωνικών φορέων. Αίτημα το οποίο δεν διατυπώνεται μόνο από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και από τους επιτηρητές-δανειστές μας, ένιοι –και μάλιστα κορυφαίοι– των οποίων δεν δίστασαν να ψέξουν τον κ. Α. Σαμαρά διότι δεν «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις»…
Αυτήν την περίοδο μάλιστα διαδίδεται έντονα ότι «πακέτο» του μηχανισμού στήριξης (που θα περιλαμβάνει πιθανώς την επιμήκυνση, τη μείωση των επιτοκίων και το ευρωομόλογο) για να περιλάβει τη χώρα μας θα πρέπει να έχει την υπογραφή, την πλήρη συναίνεση των κομμάτων –εννοούν φυσικά την αξιωματική αντιπολίτευση– ώστε να μπορεί να προχωρήσει το πρόγραμμα αυτό χωρίς τον κίνδυνο να ανατραπεί εάν αλλάξουν οι πολιτικοι-κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί και προκύψει «κάποιου τύπου» αντιμνημονιακή κυβέρνηση.
Σʼ ένα δεύτερο επίπεδο επιδιώκεται η συνταγματική θεμελίωση του νεοφιλελεύθερου προτύπου, η θεσμική κατοχύρωση και νομιμοποίηση των βίαιων αλλαγών, της θεσμικής διάλυσης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, που αφορούν συνολικά το κράτος πρόνοιας. Οι τροποποιήσεις που θα προταθούν –ομολογούν κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες– θα πρέπει να σηματοδοτούν και να κατοχυρώνουν το «πέρασμα» στη «νέα εποχή», αυτήν του Μνημονίου και των μηχανισμών της αγοράς.
Τέτοιου είδους «τροποποιήσεις» αφορούν την αποδέσμευση του κράτους από την παροχή δωρεάν παιδείας και τη συνταγματική νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Μέσα στην ίδια «λογική» το κράτος θα αποσυρθεί από κάθε είδους παρέμβαση σε κοινωνικού τύπου θεσμίσεις (σύνταξη, ασφάλιση, υγεία) αλλά και από δημόσιες-παραγωγικές δραστηριότητες. Θα εναρμονιστεί δηλαδή το Σύνταγμα, ως ύπατος θεμελιωτικός θεσμός, με τους κανόνες της αγοράς, αλλά και με τις «αξίες» που κυριαρχούν στους μηχανισμούς του ανταγωνισμού.
Χρυσή ευκαιρία για τη δρομολόγηση μιας τέτοιας εξέλιξης μπορεί να αποτελέσει μια (αιφνιδιαστική) προκήρυξη «πρόωρων εκλογών» με το «σκεπτικό» ότι η παρούσα κυβέρνηση επιδιώκει την «αναδιοργάνωση» των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος μέσω «σημαντικών» συνταγματικών μεταρρυθμίσεων…
Στην πραγματικότητα, μέσα από τέτοιου τύπου «μεταρρυθμίσεις», το πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν θα αποκτήσει την αυτονομία του, αλλά θα υποταχθεί πλήρως –και μάλιστα με τη συνταγματική «βούλα»– στους μηχανισμούς της αγοράς και στην υπερεξουσία των τραπεζών και του ΔΝΤ, εγκλωβίζοντας την κοινωνία σε μια μακρά περίοδο καθήλωσης και αποδιοργάνωσης. Ας ελπίσουμε ότι η κοινωνία θα αντιδράσει και θα αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη που θα θέσει μια συνταγματική «ταφόπλακα» στο μέλλον και στην υπόσταση της χώρας και του λαού της.