Στρατηγικές ανακατατάξεις στην περιοχή και ελληνική πολιτική
H αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, ιδιαίτερα έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, έχει, βεβαίως, μακρά προϊστορία. Ο συνδυασμός της όμως προσφάτως μ’ έναν σχεδόν ευθέως ομολογούμενο νεοοθωμανισμό και ισλαμισμό, που αρθρώνονται με τη φιλοδοξία της αναδείξεώς της σε περιφερειακή δύναμη, την έφερε σταδιακά σε σύγκρουση με το Ισραήλ, στενό στρατηγικό της εταίρο προηγουμένως. Η ρήξη επήλθε ύστερα από ένα μακρό παιχνίδι επιτήδειων ισορροπιών. Εκτιμήθηκε, προφανώς, ότι η στενή στρατηγική σχέση με το Ισραήλ λειτουργούσε ως τροχοπέδη και ότι ήταν τελικά ασυμβίβαστη με την πολιτική του μεγάλου ανοίγματος προς τον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο, που θεωρείται απαραίτητο στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου από την Τουρκία ηγεμονικού περιφερειακού ρόλου.
Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται, βεβαίως, το βάρος της ανατροπής αυτής. Πιστεύει όμως ότι μπορεί να οριοθετήσει τις ζημίες στο διμερές τουρκοϊσραηλινό επίπεδο και ν’ αποτρέψει την επέκτασή τους στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Λαμβάνει σ’ αυτό υπ’ όψιν:
= Πρώτον, τη σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στη στρατηγική θέση και τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας.
= Δεύτερον, τη σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στις σχέσεις με τον μουσουλμανικό κόσμο, που αντιπροσωπεύει σήμερα έναν πολύ σημαντικό διεθνή παράγοντα.
Η Άγκυρα πιστεύει επίσης ότι:
= Οι στρατηγικές οικονομικές σχέσεις που ανέπτυξε με τη Ρωσία,
= το νέο μετασοβιετικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε στην περιοχή και το νέο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης,
= τα μεγάλα οικονομικά της συμφέροντα στα ανατολικά της σύνορα, και,
= η υποστήριξη που αντλεί στις ΗΠΑ από το ισλαμικό λόμπι πετρελαίου, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, την καθιστούν περισσότερο ανεξάρτητη από την αμερικανική πολιτική και περισσότερο αυτόνομη στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς.
Απομένει, βεβαίως, να δούμε τη συνέχεια του ανοίγματος αυτού, που περιέχει μεγάλες αντιφάσεις και παγίδες για την τουρκική πολιτική και αντιμετωπίζεται με πολλές επιφυλάξεις και δυσπιστία από πολιτικές δυνάμεις του εσωτερικού, αλλά και εξωτερικές, με πρώτες τις ΗΠΑ.
•• •
Νέα δεδομένα για Ελλάδα
και Κύπρο
Σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο είναι γνωστό ότι η Άγκυρα αξιοποίησε τις στρατηγικές σχέσεις με το Ισραήλ:
α. Για να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική υπέρ των θέσεων και απόψεών της. Συνέσφιξε γι’ αυτό, με τη βοήθεια του Ισραήλ, τις σχέσεις της με το πολύ ισχυρό εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ.
β. Για να ενισχύσει και να προωθήσει την ενταξιακή της προοπτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
γ. Για να αναπτύξει, πέραν των οικονομικών σχέσεων, προνομιακές στρατιωτικές σχέσεις με το Ισραήλ, ειδικότερα στον τομέα των εξοπλισμών πολύ υψηλής τεχνολογίας και της αεροπορικής εκπαιδεύσεως.
Η ρήξη με το Ισραήλ καθιστά από την άποψη αυτή ανετότερη τη θέση της Ελλάδος και της Κύπρου. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που δεν καταμετράται και η επιρροή του Ισραήλ στην αρνητική για την Ελλάδα και την Κύπρο διαμόρφωση των αμερικανικών θέσεων και σε μικρότερο βαθμό των ευρωπαϊκών. Αντιστρόφως, είναι δυνατό, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η επιρροή του Ισραήλ να ασκηθεί υπέρ των ελληνικών θέσεων και απόψεων. Το πόσο βαθιά θα τροποποιηθεί η πολιτική του Ισραήλ έναντι της Τουρκίας θα εξαρτηθεί από την εκτίμηση του κατά πόσον η ρήξη είναι τελεσίδικη και διπλωματικά μη αναστρέψιμη, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, για το εγγύς, τουλάχιστον, μέλλον.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές ότι το Ισραήλ θα επιδιώξει να ενισχύσει τα ερείσματά του δυτικότερα. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πολύ κοντινή του Κύπρο δεν θα είχε κανέναν λόγο να ευνοήσει αναβαθμισμένη στρατηγική παρουσία της Τουρκίας, που θα δημιουργούσε σύνδρομο μουσουλμανικής περικυκλώσεως του Ισραήλ από τη Δύση.
•• •
Τεράστια υποθαλάσσια κοιτάσματα φυσικού αερίου και συμφωνία οριοθετήσεως της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) Κύπρου – Ισραήλ
Κοντά στους παραπάνω πολύ σημαντικούς λόγους, προσετέθη προσφάτως η ανακάλυψη μεγάλων υποθαλασσίων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) του Ισραήλ και η συμφωνία οριοθετήσεως της ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Η συμφωνία αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η οριοθέτηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκμετάλλευση από την Κύπρο των πολύ μεγάλων επίσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου που έχουν εντοπισθεί στη δική της ΑΟΖ. Δεύτερον, γιατί με την υπογραφή της συμφωνίας απερρίφθησαν οι προκλητικές τουρκικές αξιώσεις και διεκδικήσεις ακόμη και στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Η Άγκυρα προβάλλει ως άλλοθι για τις αξιώσεις της αφενός «τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων» και αφετέρου τις γνωστές από το Αιγαίο αμφισβητήσεις της για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ των νησιών.
Με την υπογραφή της συμφωνίας με το Ισραήλ, που έρχεται ύστερα από εκείνες που υπεγράφησαν με την Αίγυπτο και τον Λίβανο, η Κύπρος ασκεί τα δικαιώματά της στην ΑΟΖ, όπως απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, και δημιουργεί ευνοϊκό πλαίσιο συμμαχιών και ερεισμάτων για την εκμετάλλευση του υποθαλασσίου πλούτου που της ανήκει.
Δεν αποκλείεται να επανέλθει η Άγκυρα με την αποστολή πολεμικών σκαφών στην κυπριακή ΑΟΖ και με απειλές. Το διπλωματικό τοπίο όμως σήμερα είναι αρκετά διαφορετικό και η Άγκυρα έχει πολύ μικρότερο πεδίο ελιγμών και προκλήσεων. Σημειώνεται σχετικά ότι η αμερικανική εταιρεία Noble Energy, που έχει συμφωνία εκμεταλλεύσεως των ισραηλινών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, είναι η ίδια που έχει υπογράψει παρόμοια συμφωνία με την Κύπρο για την εκμετάλλευση των γειτονικών κοιτασμάτων στο οικόπεδο 12 της κυπριακής ΑΟΖ.
Σημειώνεται επίσης ότι ήδη από την εποχή του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, που είχε καταστήσει την ΑΟΖ μέρος μιας νέας στρατηγικής για το Κυπριακό, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ ανεγνώρισαν, με επίσημες δηλώσεις, τα δικαιώματα της Κύπρου στην ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο.
•• •
Η επίσκεψη Μέρκελ ενισχύει
σημαντικά την Κύπρο και στέλνει μηνύματα
Η επίσκεψη της γερμανίδος καγκελαρίου στις δύο μικρές νησιωτικές χώρες-μέλη της ΕΕ στη Μεσόγειο, Μάλτα και Κύπρο, θα μπορούσε να σηματοδοτεί ένα γενικότερο ενδιαφέρον της Γερμανίας για τη Μεσόγειο, χωρίς εμπλοκή στα δύσκολα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στη σημερινή συγκυρία ο ευρωπαϊκός νότος.
Η γερμανίδα καγκελάριος προέβη όμως σε αυστηρές δηλώσεις στη Λευκωσία, επιρρίπτοντας σαφώς την ευθύνη για το αδιέξοδο στις διακοινοτικές συνομιλίες στην τουρκική πλευρά, όπως είναι η αλήθεια. Είπε συγκεκριμένα, απευθυνόμενη στον κύπριο Πρόεδρο: «Επιδείξατε εποικοδομητική στάση και διάθεση για συμβιβαστικές λύσεις, η οποία, δυστυχώς, δεν σας ανταποδόθηκε».
Οι δηλώσεις αυτές, που προεκάλεσαν την οργίλη αντίδραση του τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν και του τουρκικού Τύπου, στέλνουν σαφή μηνύματα.
Πρώτον, ότι το μπαλάκι για τη λύση του Κυπριακού βρίσκεται στην τουρκική πλευρά και ότι οι διεθνείς πιέσεις πρέπει να στραφούν προς αυτήν. Αυτό έχει πολύ ιδιαίτερη σημασία εν όψει της «τριμερούς» συναντήσεως στη Γενεύη στις 26 Ιανουαρίου, δηλαδή του Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, του κυπρίου Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια και του τουρκοκυπρίου ηγέτη Ντερβίς Έρογλου.
Με την παρέμβαση αυτή, η Γερμανία, ως ένας από τους πόλους του γαλλογερμανικού άξονα, οριοθετεί κατά έναν τρόπο τη λύση του Κυπριακού και αντιτίθεται σε μεθοδεύσεις για «λύση» που θα καθιστούσε την Κύπρο δικέφαλο κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα άνοιγε την πίσω πόρτα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Άγκυρα. Συγκεκριμένα, με μια «λύση» συνομοσπονδιακού τύπου, όπως αυτή που διεκδικεί η τουρκική πλευρά, ποιος θα ήλεγχε την ψήφο και το βέτο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Το «ισότιμο» τουρκοκυπριακό «κράτος» θα ήταν υπό τον έλεγχο της Άγκυρας και η ελληνική πλειοψηφία υπό τον έλεγχο της «ισότιμης» μειοψηφίας. Καμιά απόφαση δεν θα ήταν δυνατόν να ληφθεί χωρίς τη συναίνεση της μειοψηφίας και της Άγκυρας.
Η πολύ σημαντική αυτή γερμανική παρέμβαση καταδεικνύει ότι προνομιακό διπλωματικό πεδίο για την προώθηση μιας δίκαιης, αποδεκτής λύσεως του Κυπριακού είναι η ΕΕ και όχι η κυριαρχούμενη από τον αγγλοσαξονικό παράγοντα Γραμματεία του ΟΗΕ. Είναι γνωστό ότι στην τελευταία πρυτανεύει, σε σχέση με το Κυπριακό, ο υπέρτερος αμερικανικός στρατηγικός στόχος για την προώθηση της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρώπη παρά η δίκαιη λύση του Κυπριακού.
Το μήνυμα όμως της γερμανίδος καγκελαρίου, συνδέεται, κατά δεύτερο λόγο, και με τις τελευταίες εξελίξεις στην περιοχή, που αφορούν τη ρήξη των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και την ανεύρεση πολύ σημαντικών υποθαλασσίων κοιτασμάτων φυσικού αερίου.
Η Γερμανία, λόγω του πρόσφατου παρελθόντος της, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα ασφαλείας του Ισραήλ και αλληλεγγύης σε αυτό. Η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα σε σχέση με την ασφάλεια του Ισραήλ. Το τελευταίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν έχει κανέναν λόγο να δει θετικά την ενίσχυση της τουρκικής στρατηγικής παρουσίας στην Κύπρο, μέσα από μια «λύση» δικέφαλου συνομοσπονδιακού κράτους.
Συμπερασματικά, η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ και η ανεύρεση μεγάλων υποθαλασσίων κοιτασμάτων στην περιοχή, περιλαμβανομένης της Κυπριακής ΑΟΖ, αναβαθμίζει σημαντικά τη γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου. Αυτό αποτελεί έναν νέο θετικό παράγοντα που ενισχύει την ελληνική πλευρά και τον αγώνα για δίκαιη, αποδεκτή λύση του Κυπριακού.
•• •
Η κατευναστική πολιτική της Ελλάδος έναντι τις Τουρκίας και η αδράνεια για την οριοθέτηση της ΑΟΖ
Μέσα στο σκηνικό των νέων αυτών εξελίξεων, τίθεται το ερώτημα ποια είναι η πολιτική της Ελλάδος; Το ένα αναμφισβήτητο δεδομένο είναι η φοβική σιωπή και αδράνεια της Ελλάδος στο μέγιστο θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), που υπερκαλύπτει την έννοια της υφαλοκρηπίδος.
Στο πλαίσιο αυτό, αποφεύγεται ακόμη και η προβολή του θέματος στην ΕΕ και η διπλωματική προετοιμασία του εδάφους για την άσκηση από την Ελλάδα των δικαιωμάτων της στη δική της ΑΟΖ, που είναι ταυτοχρόνως και ΑΟΖ της ΕΕ.
Ένα δεύτερο δεδομένο είναι η συνέχιση της ίδιας κατευναστικής πολιτικής, που δρομολογήθηκε με τη λεγόμενη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999 από την κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τότε τον σημερινό πρωθυπουργό. Με αναστροφή κυριολεκτικά της λογικής, προεβλήθη τότε το επιχείρημα, με αμερικανικές πιέσεις και υποβολές, ότι η Ελλάδα έπρεπε να μεταστρέψει την πολιτική της και να υποστηρίξει την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πριν από τη λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η λύση των προβλημάτων, κατά τη λογική αυτή, θα επερχόταν ως αποτέλεσμα της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας, η οποία θα επενεργούσε ως καταλύτης εκδημοκρατισμού και εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας.
Αμεσότερος καρπός της πολιτικής αυτής υπήρξε το Σχέδιο Ανάν στο Κυπριακό, που παρουσιάσθηκε ως «λύση» και ένταξη στην ΕΕ. Έγινε δηλαδή προσπάθεια να συγκαλυφθεί η καταστροφική «λύση» του Κυπριακού με την ένταξη στην ΕΕ. Ποια Κύπρος όμως θα εντασσόταν στην ΕΕ; Όχι, ασφαλώς, η Κυπριακή Δημοκρατία, που ενετάχθη τελικά, αλλά η δικέφαλη Κύπρος του Σχεδίου Ανάν. Ευτυχώς, η Κύπρος σώθηκε από το στεντόρειο «όχι» του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού.
Σε ό,τι αφορά τις τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο, η διαρροή του χρόνου είναι ο αψευδέστερος μάρτυρας για τη βασιμότητα και την αξιοπιστία της ακολουθούμενης πολιτικής. Στα περίπου έντεκα χρόνια που μεσολάβησαν, οι τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις κλιμακώθηκαν. Οι υπερπτήσεις των ελληνικών νησιών, οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, οι παραβάσεις στο ελληνικό FIR συνεχίζονται και οι τουρκικές φρεγάτες φθάνουν προκλητικά κοντά στα παράλια της Αττικής. Η Άγκυρα εντείνει επίσης τη διπλωματική της δράση στον κρισιμότατο τομέα της ΑΟΖ και καλλιεργεί εντατικά και επικοινωνιακά την ιδέα ότι η συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων του Αιγαίου είναι επί θύραις.
Παραλλήλως, η Τουρκία αρνείται να εφαρμόσει ακόμη και τις ελάχιστες συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της ΕΕ, στο πλαίσιο των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, όπως, π.χ., την εφαρμογή του λεγομένου Πρωτοκόλλου της Άγκυρας και των προνοιών για καλή γειτονία και ομαλές σχέσεις με τις χώρες-μέλη.
Πώς αντιδρά όμως η ελληνική πολιτική σ’ αυτήν την κατάσταση; Ενάντια σε κάθε λογική και λογική στρατηγικών συμμαχιών, η Ελλάδα προτείνει μια αναβαθμισμένη κατευναστική πολιτική, με τη μορφή μιας νέας συμφωνίας τύπου Ελσίνκι ΙΙ. Το νέο στη συμφωνία αυτή θα ήταν ο καθορισμός ημερομηνίας για την ένταξη της Τουρκίας, υπό τον όρο της εκπληρώσεως των κριτηρίων που θα τεθούν.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα υπερακοντίζει, με την πρόταση αυτή, όλους τους υποστηρικτές της Τουρκίας στην ΕΕ και προτείνει την ακύρωση της αρχής που είχε συμφωνηθεί ομοφώνως κατά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Ότι, δηλαδή, οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν δεσμευτικό τέλος την ένταξη και ότι η έκβασή τους θα αποφασισθεί μετά την ολοκλήρωσή τους. Υποστηρίζοντας τη θέση αυτή, η ελληνική πλευρά συμπλέει πλήρως με την αμερικανική πολιτική. Έρχεται όμως σε αντίθεση με τον γαλλογερμανικό άξονα. Ιδιαίτερα με τη Γαλλία, που είναι ο σημαντικότερος στρατηγικός εταίρος της Ελλάδος στην ΕΕ.
Οι φιλοτουρκικές θέσεις της αμερικανικής πολιτικής, για δικούς της λόγους παγκόσμιας στρατηγικής, είναι γνωστές. Τόσο στο διμερές επίπεδο όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, πιέζουν την ελληνική πλευρά «να τα βρει» με την Άγκυρα, αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα και την Τουρκία ως ενιαίο στρατηγικό χώρο. Στο πνεύμα αυτό, δεν κρύβουν επίσης την υποστήριξή τους σε σχέδια «συνεκμεταλλεύσεως» του Αιγαίου.
Πού οδηγεί η πολιτική αυτή και πώς είναι δυνατόν στη βάση αυτή να οικοδομηθούν διπλωματικά ερείσματα για την υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την ΑΟΖ και το καθεστώς του Αιγαίου;
Τα ερωτήματα αυτά είναι περισσότερο αμείλικτα, όταν διαπιστώνει κανείς ότι καμιά ουσιαστική προσπάθεια δεν γίνεται παραλλήλως για την ανάπτυξη των στρατηγικών σχέσεων με μια άλλη φίλη χώρα, τη Ρωσία, και όταν δεν δίδεται η δέουσα προσοχή, υπό τις περιστάσεις, στην εθνική άμυνα. Σημειώνεται ειδικότερα, σε σχέση με τη Ρωσία και την άμυνα, ότι ακόμη και η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση Καραμανλή για την προμήθεια σημαντικού αριθμού τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (ΤΟΜΑ) καρκινοβατεί επί χρόνια και βαίνει προς ακύρωση.
Θα πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι η προμήθεια εξοπλισμών από μια χώρα όπως η Ρωσία ή η Κίνα δεν πρέπει να είναι ταμπού λόγω ΝΑΤΟ και αμερικανικών αντιδράσεων. Πέραν των καλών σχέσεων με τις χώρες αυτές, η προμήθεια ενός μέρους των εξοπλισμών, τους οποίους έχει ανάγκη η χώρα και οι οποίοι ανταποκρίνονται στα απαραίτητα κριτήρια ποιότητας, μπορεί να γίνει με πολύ χαμηλότερο κόστος, γεγονός καθόλου αμελητέο στη σημερινή συγκυρία.
•• •
Οι σχέσεις με το Ισραήλ
Στο ίδιο πνεύμα πρέπει να αντιμετωπισθούν και οι σχέσεις με το Ισραήλ. Το Ισραήλ, μετά τη ρήξη του με την Τουρκία, έχει κάθε λόγο να επιθυμεί την ανάπτυξη στρατηγικής σχέσεως με την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει επίσης από την πλευρά της κάθε λόγο κοινού και ζωτικού συμφέροντος για ν’ ανταποκριθεί. Βασικό κριτήριο στον καθορισμό της πολιτικής αυτής πρέπει να είναι από ελληνική πλευρά η διαφύλαξη της θέσεώς της για τους Παλαιστινίους, που συνοψίζεται σε δύο σημεία. Υποστήριξη, πρώτον, της δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους. Υποστήριξη, δεύτερον, της αναγκαιότητας για τον τερματισμό της πολιτικής εποικισμού παλαιστινιακών εδαφών.
Η ανάπτυξη στρατηγικής σχέσεως με το Ισραήλ είναι αναγκαία και σημαντική σε σχέση με θέματα ΑΟΖ, Κύπρου, αμερικανικής πολιτικής και στρατιωτικής αεροναυτικής ισορροπίας στο Αιγαίο.
•• •
Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στο Ερζερούμ
Σε σχέση με το τελευταίο, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στο Ερζερούμ εξέπεμψαν το μήνυμα ότι δεν υπάρχει εν όψει και ότι δεν συζητείται στο παρασκήνιο η διεκδικούμενη και προβαλλόμενη από την Άγκυρα, για ευνόητους λόγους, «συνεκμετάλλευση» στο Αιγαίο. Στο ίδιο πνεύμα, ο έλληνας πρωθυπουργός μίλησε με αυστηρό τόνο για τις υπερπτήσεις των τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά και για την τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή στην Κύπρο.
Οι δηλώσεις αυτές είναι ευπρόσδεκτες. Οι υπερπτήσεις όμως των τουρκικών μαχητικών συνεχίζονται, όπως και οι αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο, περιλαμβανομένης της ΑΟΖ, και η τουρκική αδιαλλαξία στην Κύπρο.
Αντιμετωπίζεται η κατάσταση αυτή με την πλήρη σύμπλευση με την αμερικανική πολιτική και με μια νέα φυγή προς τα εμπρός, με τη μορφή μιας αναβαθμισμένης κατευναστικής πολιτικής τύπου Ελσίνκι ΙΙ; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει κάθε καλόπιστος πολίτης. Χρειάζεται, προφανώς, μια άλλη εξωτερική πολιτική και στρατηγική.