Κάποιος να μας καταλαβαίνει
Οποτεδήποτε υπάρξει νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ένα είναι το βέβαιο: Η μεταρρύθμιση θα αρχίζει από τους σκύλους!
Μετά την είδηση ότι ένα τσοπανόσκυλο μπόρντερ κόλι, ονόματι Τσέισερ, γνωρίζει 1.022 λέξεις, ουδείς πλέον μπορεί να αγνοήσει το δικαίωμα στη γνώση αυτών των τετράποδων φίλων.
Απλή λογική, απλής μεθόδου των τριών.
Αν μια σκυλίτσα, μέσα σε τρία χρόνια μπορεί να μάθει πάνω από χίλιες τόσες λέξεις, πόσες λέξεις θα μπορούσε να μάθει αν τη στέλναμε σ’ ένα τριτάξιο Γυμνάσιο κι ακόμα καλύτερα σ’ ένα τριτάξιο Λύκειο;
Δεν είναι απορίας άξιο; Και δεν αξίζει να το διερευνήσουμε περαιτέρω;
Τι λέτε επ’ αυτού κυρία Διαμαντοπούλου;
Η «διά βίου μάθηση» γιατί να είναι αποκλειστικό προνόμιο των ανθρώπων; Γιατί να μην έχουν τις ίδιες ευκαιρίες όλες και όλοι, όλοι και όλα; Γιατί ο Γιώργος κι όχι ο Αζόρ; Γιατί η Ελένη και όχι η Λάσι;
Σκεφθήκατε, εξάλλου, ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία, μια παγκόσμια πρωτοπορία για τη χώρα μας: Διά βίου μάθηση και για τους σκύλους!
Θα σκυλιάσουν εκεί στην Ευρώπη από τη ζήλια τους. Η μικρή Ελλαδίτσα πρωτοπόρος στη Μέση -γιατί όχι- και στην Ανώτατη Παιδεία των Σκύλων!
Έχουνε καταφέρει τόσα και τόσα άλλα παράλογα, εδώ θα κωλώσουμε τώρα; Στο κάτω κάτω, ο θυμόσοφος λαός μας τι λέει; «Τον σκύλο σου όπως τον μάθεις». Ε, λοιπόν, τώρα που αποδείχθηκε ότι ο σκύλος «τα παίρνει» (τα γράμματα, φυσικά…), ας του μάθουμε όσα αντέχει να μάθει.
Στην προσπάθειά μου να διερευνήσω πόσα στ’ αλήθεια μπορεί να χωρέσει ένα σκυλίσιο κεφάλι, επισκέφθηκα το ξύλινο σπιτάκι ενός γερμανικού ποιμενικού, όπου για καλή μου τύχη και η πόρτα ήταν ανοιχτή (γιατί δεν υπήρχε) και ο σκύλος ήταν χορτάτος (κεντροευρωπαίος, βλέπετε). Παρά τις αρχικές μου επιφυλάξεις, ο σκύλος αποδείχθηκε αρκετά συμπαθής. Ύστερα από κάποια διερευνητικά «γαβ, γαβ, γαβ» -προφανώς για τους τύπους- λύθηκε η γλώσσα του κι άρχισε να μου μιλάει στη δική μας γλώσσα.
– Καλά, μιλάς ελληνικά; ρώτησα τον σκύλο γεμάτος απορία.
– Σιγά το κατόρθωμα! Στις μέρες μας, το δύσκολο δεν είναι να μιλάς ελληνικά αλλά ανθρώπινα.
Ο σκύλος πήρε βαθυστόχαστο ύφος και συνέχισε γρυλλίζοντας με παράπονο.
– Η ανθρώπινη γλώσσα, άνθρωπέ μου, είναι δύσκολη γιατί πρέπει να αντιλαμβάνεσαι και να νιώθεις τη σχέση ανάμεσα στη λέξη και το αντικείμενο.
– Ε, αυτό δεν γίνεται και με την ελληνική γλώσσα, χιλιάδες χρόνια τώρα; αντέτεινα στον σκύλο με πληγωμένη υπερηφάνεια.
– Χιλιάδες χρόνια, ναι. Εδώ και κάτι χρόνια όμως πολλές ελληνικές λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, απάντησε ο σκύλος.
– Τι εννοείς ακριβώς;
– Να, ας πούμε, λες «κλεψιά» και δεν υπάρχει κλέφτης! Λες «σύνταξη» και δεν υπάρχει σάλιο! Λες «διόδια» και δεν υπάρχει δρόμος! Λες «συγκοινωνία» και δεν υπάρχει λεωφορείο ούτε για δείγμα! Θες κι άλλα;
– Εντάξει, εντάξει! Πες μου πώς βλέπεις την κοινωνική μας πολιτική;
– Ως σκύλος δεν την βλέπω κοινωνική, αλλά κυνική.
– Τέλος πάντων, τίποτα καλό δεν βλέπεις σ’ αυτόν τον τόπο;
– Μόνο καλό; Πάγκαλο! Έναν… καλό διορισμό στο ελληνικό Δημόσιο.
– Τώρα μάλιστα. Εδώ δεν μπορούνε να μπούνε άνθρωποι με γερό δόντι και θα μπεις εσύ, ένας σκύλος;
– Φυσικά! Εγώ δεν έχω απλώς δόντι. Έχω κυνόδοντα!
Στο σημείο αυτό ο σκύλος άνοιξε ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσης και μου είπε κλείνοντας την κουβέντα:
– Άνθρωπέ μου, έχω φάει τη μισή μου νιότη με τον Μπαμπινιώτη. Γνωρίζω χιλιάδες λέξεις. Κοπρίτης, όμως, τι πάει να πει;