Η κάθαρση του «Γερμανού» μπήκε στο αρχείο!
Σοβαρές ενδείξεις τουλάχιστον περίεργης αδράνειας του υπουργείου Οικονομικών, που ίσως διευκόλυνε την αρχειοθέτηση της ποινικής δικογραφίας για την υπόθεση Γερμανός, παρότι είχε χαρακτηρισθεί προεκλογικά από το ΠΑΣΟΚ ως κορυφαίο σκάνδαλο, δημιουργούν νέα σοβαρά ερωτήματα για τη βούληση της κυβέρνησης να «φθάσει το μαχαίρι στο κόκαλο», κατά το χιλιοειπωμένο κλισέ.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την εξαγορά της αλυσίδας Γερμανός από την Cosmote, με το τεράστιο τίμημα του 1,5 δισ. ευρώ, η ποινική δικογραφία αρχειοθετήθηκε και οι 18 συνολικά κατηγορούμενοι απαλλάσσονται των βαρύτατων κατηγοριών για απιστία και ηθική αυτουργία στο ίδιο αδίκημα. Αυτός ο νέος «θρίαμβος» της Δικαιοσύνης ήταν προδιαγεγραμμένος, μετά την ανάθεση από τον ανακριτή σε δύο πραγματογνώμονες (ορκωτούς λογιστές) της σύνταξης πορισμάτων για το αν ήταν υπερβολικά υψηλό το τίμημα και αν ζημιώθηκε, ως εκ τούτου, ο ΟΤΕ: Οι δύο μικρές εταιρείες ορκωτών που επελέγησαν κατέληξαν σε ταυτόσημα πορίσματα, κρίνοντας εύλογο το τίμημα και επωφελή την εξαγορά, δείχνοντας στη δικογραφία τον δρόμο της αρχειοθέτησης.
Η ανάθεση στους ορκωτούς πέρασε από… σαράντα κύματα, καθώς αρχικά μεγάλες εταιρείες του κλάδου αρνήθηκαν να συντάξουν πορίσματα, επικαλούμενες σύγκρουση συμφέροντος, επειδή στο παρελθόν είχαν συνεργαστεί επ’ αμοιβή με εμπλεκόμενες στην υπόθεση εταιρείες. Το «Π» αποκάλυψε -και το θέμα έφθασε στη Βουλή με ερώτηση ομάδας βουλευτών του ΠΑΣΟΚ προς τους υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης- ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα και με τη μία εκ των δύο εταιρειών που τελικά ανέλαβε την πραγματογνωμοσύνη. Βασικός εταίρος στην εταιρεία αυτή συνεργαζόταν πριν από την ίδρυσή της με άλλη ελεγκτική εταιρεία, που για χρόνια πληρωνόταν από τη Γερμανός για τον έλεγχο των ισολογισμών της.
Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα αυτών των καταγγελιών, ο υπουργός Οικονομικών είχε δεσμευθεί από τον περασμένο Μάρτιο ότι θα ανέθετε στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου (την εποπτική αρχή των ορκωτών) και στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών και Λογιστών να διερευνήσουν τη βασιμότητα των αιτιάσεων. Η τύχη αυτής της έρευνας αγνοείται μέχρι σήμερα -προφανώς την αγνοεί και ο αρμόδιος ανακριτής- και δεν έχει διαπιστωθεί αν όντως υπήρχαν «σκιές» σύγκρουσης συμφέροντος, που κανονικά θα έπρεπε να οδηγήσουν στον αποκλεισμό ενός εκ των δύο πραγματογνωμόνων, ώστε να διασφαλισθεί η αξιοπιστία της διαδικασίας.
Επιπλέον, μέχρι σήμερα έχει κρατηθεί μυστική η πολυσυζητημένη έκθεση που είχε συντάξει η JP Morgan κατ’ εντολήν του ΟΤΕ, για να αξιολογήσει το εύλογο του τιμήματος. Είναι πολύ πιθανό η JP Morgan να βασίσθηκε σε εξωπραγματικές παραδοχές για να φθάσει να θεωρήσει εύλογο τίμημα το 1,5 δισ. ευρώ, αλλά ο ανακριτής ουδέποτε διέταξε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες να αξιολογήσουν αν όντως δόθηκαν από τη διοίκηση του ΟΤΕ τέτοια εξωπραγματικά στοιχεία, που οδήγησαν στο «φούσκωμα» της αποτίμησης. Θα πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι η JP Morgan εν προκειμένω είχε κάθε λόγο να εκτιναχθεί η αποτίμηση όσο υψηλότερα γινόταν, αφού η ίδια τράπεζα έλαβε εντολή από τον ΟΤΕ και για να οργανώσει το δάνειο ύψους 1,5 δισ. ευρώ, με το οποίο χρηματοδοτήθηκε η εξαγορά.
Σήμερα, μετά και την τελική αξιολόγηση της υπόθεσης από τη Δικαιοσύνη, θα είχε ενδιαφέρον αν η νέα διοίκηση του ΟΤΕ, υπό τον κ. Μ. Τσαμάζ, ο οποίος δεν είχε συμμετοχή στην εξαγορά του 2006, έδινε στη δημοσιότητα εκείνη την έκθεση, για να διαψεύσει οριστικά τις επίμονες φήμες ότι η JP Morgan «καθοδηγήθηκε» τεχνηέντως στην αποδοχή ενός εξαιρετικά υψηλού τιμήματος, βασιζόμενη σε εκτός πραγματικότητας προβλέψεις που δόθηκαν από την ίδια τη διοίκηση της Cosmote. Όσο αυτή η έκθεση παραμένει μυστική, η αμφιβολία για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες «ευλόγησαν» τα στελέχη της Cosmote αυτό το τίμημα εξαγοράς θα παραμένει ισχυρή.