Εύσημα για τα αυτονόητα;
Δεν αμφιβάλλουμε ότι ο κ. Παπανδρέου τα είπε έξω από τα δόντια. Εξάλλου τον ακούσαμε. Επικροτούμε τη στάση αυτή και ευχόμαστε να επαναληφθεί στο μέλλον.
Δεν γνωρίζουμε όμως το κατά πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι δηλώσεις, μετά την επίσκεψη, του κ. Ερντογάν, ότι ναι μεν εξένισαν οι δηλώσεις του προσκεκλημένου του κ. Παπανδρέου, αλλά έλαβε τη διαβεβαίωση ότι δεν αναγόταν στην πρόθεση του έλληνα πρωθυπουργού να εκληφθούν «κατʼ αυτόν τον τρόπο». Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν μια προσπάθεια της Άγκυρας να υποβαθμίσει τη σημασία των δηλώσεων του έλληνα πρωθυπουργού.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, γεννιέται το ερώτημα: Γιατί πρέπει να απονέμονται εύσημα όταν λέγονται τα αυτονόητα; Δεν αποτελεί υποχρέωση του πρωθυπουργού μιας χώρας να λέει απλώς την αλήθεια και να μιλάει με ειλικρίνεια για την πραγματικότητα;
Καταγράφηκε και συγκεντρώθηκε το περιεχόμενο της ομιλίας του πρωθυπουργού προς τους τούρκους πρέσβεις. Τι δηλαδή είπε δημόσια. Το τι διημείφθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών στις κατʼ ιδίαν συνομιλίες τους δεν το γνωρίζουμε. Θα είχε όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαφωτιζόμαστε, έστω και σε γενικές γραμμές, για να μην υπάρχουν σκιές και ομιχλώδεις αναλύσεις περί μυστικής διπλωματίας και να δίνεται έτσι αφορμή για αυθαίρετες κρίσεις και συμπεράσματα.
Όσον αφορά τα πρακτικά αποτελέσματα της επίσκεψης, είναι εμφανές ότι ουδεμία αλλαγή στις σχέσεις των δύο χωρών σημειώθηκε. Η ατμόσφαιρα στην οποία διεξήχθη ήταν «φιλική». Όπως άλλωστε είχε προβλεφθεί. Δεν θα μπορούσε να ήταν κι αλλιώς. Οι συνθήκες διεξαγωγής παρόμοιων επισκέψεων, σε χώρες με τις οποίες ο επισκεπτόμενος διατηρεί ευαίσθητες θέσεις, προδιαγράφονται και προαποφασίζονται σε γενικές γραμμές, επειδή ουδείς θα αναλάμβανε «χωρίς εγγυήσεις» τον κίνδυνο της πραγματοποίησης μιας επίσκεψης που θα εξελισσόταν σε μη φιλικό κλίμα.
Διαψεύστηκαν όμως οι ελπίδες ότι κάτι σημαντικό θα αναγγελλόταν στη διάρκειά της. Πλην των συνήθων ευχολογίων, ουδέν ακούσαμε. Οι αμφισβητήσεις εξάλλου της ελληνικής κυριαρχίας που σημειώθηκαν με τις παραβιάσεις των τουρκικών μαχητικών, τις παραμονές της επίσκεψης του πρωθυπουργού, έδωσαν ασφαλή πρόγευση της εξέλιξής της και δεν άφησαν περιθώρια ουσιαστικής αλλαγής των τουρκικών θέσεων.
Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει είναι ότι ο δρόμος της ελληνοτουρκικής προσέγγισης είναι ακόμη μακρύς. Δεν προβλέπονται θεαματικές εξελίξεις στο άμεσο μέλλον. Από πλευράς Τουρκίας οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές τον προσεχή Ιούνιο αποθαρρύνουν τον κ. Ερντογάν να κάνει κάποιο θετικό βήμα, αφού, ακόμη και να το ήθελε, αυτό θα έδινε αφορμή στην τουρκική αντιπολίτευση να μιλήσει περί υποχωρήσεων και εγκατάλειψης παγίων θέσεων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Από πλευράς Ελλάδας η συνεχιζόμενη ζοφερή ατμόσφαιρα, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, ασφαλώς και δεν ενθαρρύνει την κυβέρνηση να ανοίξει νέο μέτωπο για τα εθνικά ζητήματα.
Ας αφήσουμε προς στιγμήν κατά μέρος το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε με τους γείτονες και τα σημεία τριβής. Ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας σʼ ένα μόνο, που δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζουμε. Ας αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική προσέγγιση όταν οι κάθε είδους επαφές και συζητήσεις με τους γείτονες συνεχίζουν να γίνονται υπό την αδιάλειπτη απειλή του casus belli, για την άρση του οποίου τίποτε δεν ακούσαμε στο Ερζερούμ.
Ξεχνάμε τι απάντησε ο κ. Ερντογάν κατά την εδώ επίσκεψή του τον περασμένο Μάιο όταν ρωτήθηκε σχετικά; «Πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε το casus belli». Απάντηση διπλωματική μεν, αρκούντως δηλωτική δε! Ότι δηλαδή το casus belli αποτελεί μια διαρκή τουρκική επιλογή. Ουδεμία παρερμηνεία υπάρχει περί τούτου.
Πολλοί, φίλα διακείμενοι στην ελληνοτουρκική προσέγγιση, είχαν εναποθέσει πολλές ελπίδες στο Ερζερούμ. Ελπίδες όμως που διαψεύστηκαν…