Ανοίγουν λογαριασμοί Ελλήνων σε ελβετικές τράπεζες που κατηγορούνται για φοροδιαφυγή

Στη συνείδηση της ελβετικής κοινωνίας καταξιώθηκε ιστορικά και εξελίχθηκε με την πάροδο των χρόνων σε αυτονόητη κοινωνική αντίληψη, ότι η προστασία της οικονομικής ιδιωτικής σφαίρας του δικαιούχου ενός τραπεζικού λογαριασμού σχετίζεται άμεσα με την προστασία της προσωπικότητάς του και κατά συνέπεια οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση που θα οδηγούσε στην άρση του τραπεζικού απορρήτου εις βάρος του δικαιώματος της προσωπικότητας του δικαιούχου είναι νόμιμη και επιτρεπτή μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Υπό το πρίσμα αυτό θεσπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελβετία το 1935 στο άρθρο 47 του Νόμου περί Τραπεζών (Bankengesetz) ρύθμιση για την προστασία του τραπεζικού απορρήτου, διάταξη η οποία ισχύει μέχρι και σήμερα.
Το αυστηρό ελβετικό τραπεζικό απόρρητο έγινε με την πάροδο των χρόνων παγκοσμίως γνωστό, ενώ σε συνδυασμό με τη φήμη της παροχής υπηρεσιών υψηλού επιπέδου που απολαμβάνουν οι πελάτες των ελβετικών τραπεζών και του προνομίου της ιστορικής ουδετερότητας που χαρακτηρίζει την Ελβετία, δεν άργησε να εξελιχθεί σε σημαντικό πόλο έλξης σημαντικών διασυνοριακών κεφαλαίων που σωρεύτηκαν στην Ελβετία.
Ανάμεσα στην πλειοψηφία των νομίμων επενδυτών που επέλεξαν την Ελβετία για τις προαναφερόμενες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες της, δεν έλειψαν και περιπτώσεις όπου πίσω από τον θεσμό του τραπεζικού απορρήτου βρήκαν προστασία επιτήδειοι που διοχέτευσαν στην Ελβετία περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από ποικίλες εγκληματικές δραστηριότητες.

Άρση του απορρήτου σε υποθέσεις
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
Η ελβετική νομοθεσία αντιμετώπισε τις προαναφερόμενες «γκρίζες» περιπτώσεις, προσχωρώντας στις σχετικές ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και τη δικαστική συνδρομή. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η άρση του τραπεζικού απορρήτου στην Ελβετία έγινε κανόνας σε περιπτώσεις όπου υπήρχαν βάσιμες και επαρκώς αιτιολογημένες υπόνοιες τέλεσης εγκληματικών πράξεων σχετιζόμενες με περιουσιακά στοιχεία ευρισκόμενα σε ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη διασυνοριακή συνεργασία των διωκτικών αρχών και συγκεκριμένα στην ανάγκη ικανοποίησης διεθνών αιτημάτων δικαστικής συνδρομής σε αποδεδειγμένες υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Με τον τρόπο αυτό η Ελβετία έστειλε στην παγκόσμια κοινότητα ηχηρό μήνυμα, ότι η προστασία του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου δεν είναι σε καμία περίπτωση απόλυτη ούτε αποτελεί καταφύγιο ανόμων πράξεων, αλλά απεναντίας διέπεται, όπως κάθε δικαίωμα, από αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς.

Τραπεζικό απόρρητο και φοροδιαφυγή
/ Οι πρόσφατες εξελίξεις
Από τις ανωτέρω περιπτώσεις δικαιολογημένης άρσης του τραπεζικού απορρήτου εξαιρέθηκαν στην Ελβετία αρχικώς (μέχρι το 2009) όλες οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής και τούτο διότι κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη περί φοροδιαφυγής στην Ελβετία θεωρείτο παραβατική συμπεριφορά ήσσονος σημασίας. Η εξαίρεση αυτή δημιούργησε με την πάροδο των χρόνων σημαντικούς πολέμιους του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου, πρωτοστατούντων των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ, OECD). Υπό την πίεση των ΗΠΑ (γνωστή υπόθεση της τράπεζας UBS) αλλά και του ΟΟΣΑ η ελβετική κυβέρνηση υποχρεώθηκε στις 13 Μαρτίου του 2009 να αποδεχτεί για πρώτη φορά στην ιστορία της την άρση του τραπεζικού απορρήτου σε υποθέσεις διεθνούς φοροδιαφυγής, συμμετέχοντας πλέον στο λεγόμενο διακρατικό σύστημα αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, σύμφωνα με τα πρότυπα του ΟΟΣΑ.
Στο πλαίσιο της υλοποίησης της ως άνω εναρμόνισης του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου, υπεγράφησαν στις αρχές του 2010 διμερείς συμφωνίες με πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Η υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδος – Ελβετίας την 4η Νοεμβρίου 2010
Την 4η Νοεμβρίου 2010 υπεγράφη στη Βέρνη μεταξύ της Ελλάδος και της Ελβετίας πρωτόκολλο τροποποίησης της διμερούς σύμβασης αποφυγής διπλής φορολόγησης που υφίσταται από το 1983 μεταξύ των δύο κρατών. Στην εν λόγω συμφωνία εισάγεται ρητά ο θεσμός της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σε επίπεδο διοικητικής συνδρομής (δηλ. φορολογικών αρχών), ενώ ρητώς γίνεται αποδεκτό, ότι το τραπεζικό απόρρητο δεν δύναται να αποτελεί πρόσκομμα σε υποθέσεις διασυνοριακής έρευνας για φοροδιαφυγή.
Για την ικανοποίηση ενός τέτοιου αιτήματος διοικητικής συνδρομής, δηλαδή παροχής πληροφοριών για τραπεζικό λογαριασμό που θα υποβάλλεται από τις ελληνικές φορολογικές αρχές στην Ελβετία και θα αφορούν πολίτη, ελεγχόμενο στην Ελλάδα για φοροδιαφυγή, ο οποίος διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό στην Ελβετία, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής βασικές προϋποθέσεις:
# Να διεξάγεται στην Ελλάδα έρευνα κατά του δικαιούχου του ελβετικού τραπεζικού λογαριασμού για φοροδιαφυγή,
# να γνωστοποιηθούν στις ελβετικές αρχές τα πλήρη στοιχεία του ελεγχόμενου δικαιούχου του λογαριασμού καθώς και η συγκεκριμένη ελβετική τράπεζα στην οποία τηρείται ο υπό ερεύνα λογαριασμός και
# να αναφέρεται συγκεκριμένη χρονική περίοδος για την οποία ζητούνται οι πληροφορίες.
Περαιτέρω, η Ελβετία δεσμεύτηκε στην εν λόγω διμερή συμφωνία ότι δεν θα ικανοποιεί αόριστα αιτήματα που απλώς στοχεύουν στη λεγόμενη «αλίευση τραπεζικών πληροφοριών» του θιγόμενου αλλά και αιτήματα τα οποία βασίζονται σε παράνομη κτήση πληροφοριών από κρατικές αρχές. Κατά συνέπεια, καθίσταται σαφές ότι η Ελβετία δεν θα ικανοποιεί στο μέλλον αιτήματα που αποδεδειγμένα στηρίζονται σε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα σε κλοπή προσωπικών δεδομένων από ελβετικές τράπεζες, ζήτημα ιδιαίτερα επίκαιρο που απασχολεί τους τελευταίους μήνες τις αρχές πολλών κρατών, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα (βλ. λ.χ. γνωστή υπόθεση Falciani – κοινοποίηση ονομάτων ελλήνων καταθετών στην HSBC Γενεύης).
Η εν λόγω διακρατική συμφωνία που υπεγράφη την 4η Νοεμβρίου 2010 μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας θα τεθεί σε εφαρμογή πιθανότατα την άνοιξη του 2011 και ΔΕΝ θα έχει αναδρομική ισχύ.
Μένει να καταδειχτεί στην πράξη εάν και κατά πόσον οι ελληνικές φορολογικές αρχές θα κάνουν χρήση των νέων δυνατοτήτων που τους παρέχει η διμερής συμφωνία, αλλά και κατά πόσο οι ελβετικές αρχές θα είναι διατεθειμένες να ικανοποιήσουν επαρκώς τα σχετικά ελληνικά αιτήματα, διατηρώντας ταυτόχρονα τον βασικό πυλώνα του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου.

* O κ. Ηλίας Σ. Μπίσιας είναι διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου Ζυρίχης και μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Ζυρίχης Ελβετίας και Φρανκφούρτης Γερμανίας


Σχολιάστε εδώ