«Επιτέλους! Κάποιος να πάει φυλακή…»

Φράση συνήθης και συχνότατα επαναλαμβανόμενη, ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς μας.

Αναφέρεται, βέβαια, προεχόντως στους ενδεχομένως «ασελγήσαντες» επί του δημοσίου χρήματος (μέσα από την άσκηση νόμιμης -κατά το αντικείμενο- δραστηριότητας), ουδόλως όμως καταλαμβάνει και εκείνους που:

α. Εδώ και πολλά χρόνια παραβιάζουν ευθέως και «ξεδιάντροπα» τον νόμο.

β. Δεν καταβάλλουν ούτε ένα λεπτό του ευρώ φόρο.

γ. Προκαλούν βλάβη και ζημία στα συμφέροντα του Δημοσίου, στην ΟΠΑΠ ΑΕ, στους μετόχους της (κύριος των οποίων το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο) και στους πράκτορες-συνεργάτες της εταιρείας.

Και όλα αυτά με την ανοχή του ίδιου του κράτους!

Οι γραμμές που ακολουθούν εκτιμώ ότι δεν διακρίνονται από… έπαρση! Αλίμονο, άλλωστε, για όσους επιχαίρουν επιτελούντες οφειλόμενο χρέος και καθήκον.

Συνιστούν, αντίθετα, τα στοιχεία «νόμιμης άμυνας» όπως, ευελπιστώ, θα διακρίνει ο αναγνώστης.

Αναγκαία, σε κάθε περίπτωση, η υποσημείωση πως, εξ όσων έχουν γίνει γνωστά, η κυβέρνηση αποφάσισε -και ορθώς- να βάλει τάξη στον ευαίσθητο και ιδιόμορφο χώρο τού (ακόμη) παράνομου στοιχηματισμού που συντελείται μέσω του διαδικτύου, ενδεχομένως προσβλέπουσα στην «πώληση» (αδειοδότηση) και άλλων εταιρειών, συναφώς και στην εντεύθεν φορολόγησή τους, και ασφαλώς ζητούμενο είναι το πώς θα καμφθεί η από 15/12/2000 υπογραφείσα σύμβαση μεταξύ ελληνικού Δημοσίου και ΟΠΑΠ ΑΕ, στην οποία και εδράζεται το αποκλειστικό δικαίωμα της εταιρείας, εξικνούμενο μέχρι και τη 14η/12/2020 (βλ. και άρθρο 27 του ν. 2843/2000).

Περί του παράνομου στοιχηματισμού, λοιπόν, ο λόγος, καθώς και περί της, ομοίως παράνομης, προβολής και διαφήμισής του. Ο νόμος είναι σαφής, ξεκάθαρος και απόλυτος, ορίζοντας:

α. Ότι η ΟΠΑΠ ΑΕ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα οργάνωσης, λειτουργίας, διεξαγωγής και διαχείρισης των παιχνιδιών Στοιχημάτων Προκαθορισμένης Απόδοσης στην Ελλάδα (παρ. 1, άρθ. 2, ν. 2433

/1996), και ότι

β. Το κατά τα άνω αποκλειστικό δικαίωμα είναι απόλυτο, προστατευόμενο έναντι τρίτων, οι οποίοι σε περίπτωση που οργανώνουν τέτοια στοιχήματα ή με οποιονδήποτε τρόπο τα διαφημίζουν τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή από 3.000 έως 60.000 ευρώ (παρ. 2, άρθ. 2 ειρημένου νόμου).

Και αλήθεια! Έχετε δει πουθενά διαφήμιση για… απαγορευμένες (ναρκωτικές) ουσίες; Απρόσφορο το παράδειγμα, αλλά νομικά και τυπικά ταυτόσημο…

Για την ιστορία του πράγματος και με δεδομένη την κρίση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το σύννομο της επιφύλαξης εθνικής νομοθεσίας να εκχωρεί σε ορισμένους και μόνο φορείς το δικαίωμα συγκέντρωσης στοιχημάτων, για λόγους που αφορούν την κοινωνική τάξη και τον περιορισμό των βλαπτικών συνεπειών, χρήσιμη είναι και η υπόμνηση της υπ’ αριθ. 6011/2006 σχετικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το περιεχόμενο της οποίας: «Εφόσον οι απαγορεύσεις που επιβάλλει η ελληνική νομοθεσία δεν προσκρούουν στις διατάξεις της ΕΚ και τόπος άσκησης της δραστηριότητας σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια μέσω του διαδικτύου θεωρείται ο τόπος συμμετοχής των χρηστών του, οι διαφημιζόμενες αλλοδαπές εταιρείες, αδιαφόρως αν έχουν άδεια διενέργειας στοιχημάτων στη χώρα που είναι η έδρα τους, διενεργούν χωρίς δικαίωμα τα στοιχήματα προκαθορισμένης ή μη απόδοσης στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η δραστηριότητα των εταιρειών αυτών ασκείται στην Ελλάδα με τη συμμετοχή των κατοίκων-παικτών της. Επομένως, αφού δεν είναι επιτρεπτή η διενέργεια στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης από τις αλλοδαπές εταιρείες στην Ελλάδα με τη συμμετοχή των κατοίκων της Ελλάδας διά του διαδικτύου, δεν είναι επιτρεπτή και η διαφήμισή τους στην Ελλάδα».

Ας είναι όμως…

Αναλαμβάνοντας, κατά μήνα Μάιο του 2004, τα καθήκοντά μας στην ΟΠΑΠ ΑΕ, η αντιμετώπιση του παράνομου στοιχηματισμού, καθώς και της, ομοίως παράνομης, προβολής και διαφήμισής του,

υπήρξε ένα από τα πρώτα μελήματα της τότε διοίκησης.

Άμεσα και δημόσια, αφού επισημάνθηκαν οι ισχύουσες διατάξεις, παρακλήθηκαν τα κάθε είδους ΜΜΕ να απόσχουν, εφεξής, από την (παράνομη, επαναλαμβάνεται) προβολή-διαφήμιση αλλοδαπών εταιρειών οι οποίες, χωρίς να έχουν δικαίωμα, εδραστηριοποιούντο στην Ελλάδα, μέσω του διαδικτύου.

Μόλις έναν μήνα αργότερα (Ιούνιος του 2004) υποβλήθηκε σχετική μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του προϊσταμένου της αρμόδιας εισαγγελικής αρχής.

Το αυτονόητο καθήκον της, βέβαια, έπραττε η τότε διοίκηση, αφού η ευθεία παραβίαση του νόμου προκαλούσε βλάβη και ζημία στα συμφέροντα της εταιρείας, στους μετόχους της, στους πράκτορες-συνεργάτες της και ασφαλώς στο ελληνικό Δημόσιο, όχι μόνο ως μέτοχο, κατέχοντα ποσοστό -51% τότε και ακολούθως 34%- επί του ΜΚ αλλά και λόγω της πρωτοφανούς φοροαποφυγής που συνετελείτο.

Συγχρόνως και για τον καλύτερο συντονισμό της γενικότερης προσπάθειας, ζητήθηκε η συνεπικουρία τόσο της ΕΛΑΣ

όσο και της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων του υπουργείου Οικονομικών (ΣΔΟΕ), στελέχη των οποίων πλαισίωσαν την Επιτροπή Αντιμετώπισης Παράνομου Στοιχηματισμού της ΟΠΑΠ ΑΕ, που έχει να επιδείξει σημαντικό έργο, συνεργαζόμενα άψογα με τα αρμόδια στελέχη της εταιρείας.

Προϊόντος του χρόνου, ανελήφθησαν σχετικές πρωτοβουλίες τόσο προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών όσο και προς την (ατυχώς μη «στέρξασα») τότε κυβέρνηση για την απαγόρευση της χρήσης πιστωτικής κάρτας, τόσο για τους λόγους που έχουν ήδη προαναφερθεί όσο και για την προστασία του κοινωνικού συνόλου, εν όψει ιδίως των κινδύνων που εγκυμονεί η ανεύθυνη, αρρύθμιστη, χωρίς κανονιστικό πλαίσιο και συχνά απατηλά δελεαστική πρόσκληση προς αυτό, για συμμετοχή στον -σε κάθε περίπτωση παράνομο- στοιχηματισμό που προσέφεραν (και ατυχέστατα συνέχισαν να προβάλλουν και να διαφημίζουν παράνομα ορισμένα ΜΜΕ).

Ανελήφθησαν, συναφώς, εξώδικες αλλά και δικαστικές πρωτοβουλίες έτσι ώστε, ύστερα από… ενάριθμες αναβολές, να εκκρεμούν ακόμη και σήμερα αγωγές της ΟΠΑΠ ΑΕ, με τις οποίες βάσιμα η εταιρεία διεκδικεί ποσόν άνω των 10 εκατ. ευρώ από συγκεκριμένα έντυπα, που, μάλιστα, δεν σεβάστηκαν ούτε και αυτές τις αποφάσεις που εκδόθηκαν (υπέρ της ΟΠΑΠ ΑΕ) κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, παρά τις επαπειλούμενες συνέπειες.

(Ίσως, βέβαια, να αποτελεί… «λεπτομέρεια» η υποσημείωση ότι ένα εκ των εντύπων είναι συμφερόντων μεγαλοεκδότη και μεγαλοκατασκευαστή…).

Αλλά και προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης του «ξεπλύματος μαύρου χρήματος», η τότε διοίκηση έθεσε στη διάθεση του ΣΔΟΕ πρόσφορα και χρήσιμα στοιχεία, με παράλληλη ενημέρωση και του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εξ αφορμής ζητημάτων που είχαν ανακύψει ή εντοπίστηκαν κατά την πορεία των πραγμάτων.

Και βεβαίως -στην Ελλάδα δεν αρκεί η… νομοθετική πρόβλεψη- λόγοι στοιχειώδους πρόνοιας επέβαλαν και την (άλλως, ως εκ του περισσού επί της αρχής που αξιώνει σεβασμό στους νόμους του κράτους) πρόβλεψη κατάλληλων όρων στις Συμβάσεις Χορηγίας που σύνηπτε η ΟΠΑΠ ΑΕ, έτσι ώστε και συμβατικά, με αναγκαίες ρήτρες, να δεσμεύονται οι χορηγούμενοι για την αποχή από κάθε προβολή-διαφήμιση εταιρειών που, παράνομα, δραστηριοποιούντο στη χώρα. Όλα τα παραπάνω, σε μια ευνομούμενη πολιτεία, είναι τουλάχιστον ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ.

Αλλά ακόμη και ο αυτονοήτως πράττων οδηγείται εντός του προσεχούς μηνός Φεβρουαρίου στο ακροατήριο, κατηγορούμενος -σε δύο διαφορετικές δικασίμους, ύστερα από ισάριθμες ποινικές διώξεις που έχουν ασκηθεί σε βάρος του-

αφενός για συκοφαντική δυσφήμηση ΑΕ και αφετέρου για δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Στην πρώτη περίπτωση, όταν αντέδρασε άμεσα διαπιστώνοντας -μέσω των αρμοδίων και σχετικώς εντεταλμένων οργάνων της ΟΠΑΠ ΑΕ- ότι τρεις ΠΑΕ Αʼ εθνικής κατηγορίας (παραβιάζοντας και τον νόμο και τη σύμβαση χορηγίας) διαφήμιζαν στα γήπεδά τους παρανόμως δραστηριοποιούμενες στην Ελλάδα εταιρείες, ενώ στη δεύτερη επειδή αναρτήθηκε στο σάιτ της ΟΠΑΠ ΑΕ αναφορά -νομίμως κοινοποιηθείσα στην εταιρεία- του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών, που αφορούσε την επ’ αυτοφώρω σύλληψη προσώπου εμπλεκομένου στη διοργάνωση – προβολή – διαφήμιση παράνομου, κατά τα άνω, στοιχηματισμού.

Αλλά, όπως επιγράφεται και το παρόν, «κάποιος επιτέλους, πρέπει να πάει φυλακή». Και σίγουρα όχι εκείνοι που «ξεδιάντροπα» συνεχίζουν, μέχρι και σήμερα, να παρανομούν, παραβιάζοντας ασυστόλως τον νόμο. Υπάρχουν, άλλωστε, κάποιοι που αφελώς προσέβλεπαν τουλάχιστον στην αναγνώριση (οφειλόμενων, επαναλαμβάνεται) προσπαθειών, πλην «χρεώθηκαν» (!) ακόμη και το γεγονός ότι σήμερα η ΟΠΑΠ ΑΕ είναι «θωρακισμένη» άρτια -επιχειρησιακά και τεχνολογικά- για να συνεχίσει να διεκδικεί την κυρίαρχη θέση που επάξια κατέχει στην αγορά τυχερών παιχνιδιών.


Σχολιάστε εδώ