Πρωτοχρονιά με Μasterchef
Ακόμα κι αν δεν έχεις τηγανίσει αυγό στη ζωή σου, ένα είναι το βέβαιο: Με τόσες τηλεοπτικές συνταγές, τώρα μπορείς να διεκδικήσεις θέση chef από «Μεγάλη Βρεταννία» και πάνω. Σιγά το πράγμα! Είναι τόσο εύκολα τα πράγματα σήμερα στη μαγειρική, όσο να βάλεις την κατσαρόλα στο μάτι! Το μόνο πρόβλημα, πλέον, σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό είναι η φαντασία. Μόνο ό,τι δεν φανταστείς, δεν μπορείς να το φτιάξεις! Είδατε τι γίνεται στο «Masterchef», στο «Top chef», στην «Κουζίνα της μαμάς», στο «Chef στον αέρα», στο «Food and the city» και σε όλα τα πρωινάδικα; Τα πιο απίθανα πιάτα του κόσμου, με υλικά από όλον τον κόσμο – ενίοτε και από την Ελλάδα!
Εδώ πρέπει να σταθούμε σε μια μεγάλη αλήθεια. Δυστυχώς στον τομέα των υλικών μαγειρικής η χώρα μας είναι ακόμα πολλά χρόνια πίσω. Μια βόλτα στις λαϊκές αγορές και θα διαπιστώσετε πόσα από τα προτεινόμενα τηλεοπτικά πιάτα δεν μπορούν να υλοποιηθούν εξαιτίας της έλλειψης βασικών προϊόντων και υλικών.
Ένας συνταξιούχος, μάλιστα, ήταν τόσο εξαγριωμένος με την έλλειψη αυτή που λίγο έλειψε να αναποδογυρίσει τον πάγκο ενός πτωχού πλην τιμίου λαϊκατζή.
– Δεν πάει άλλο, φώναξε ο συνταξιούχος, κραδαίνοντας τη μαγκούρα του στον αέρα.
– Τι έγινε, άνθρωπέ μου, τον ρώτησα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προφυλάξω ένα μαρούλι από την οργή και την ορμή της μαγκούρας. Γιατί δεν πάει άλλο;
– Γιατί κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Έχω γυρίσει όλη τη λαϊκή και δεν μπορώ να βρω λίγες τρούφες… Κι άντε να μην αγοράσω τρούφες, έλα όμως που δεν υπάρχει ούτε φινόκιο!
– Χρειάζεται και φινόκιο; ρώτησα με συστολή τον εξαγριωμένο συνταξιούχο.
– Απαραίτητο, μου είπε, για ένα αξιοπρεπές πιάτο με σολομό πιπεράτο.
– Άλλη λύση δεν υπάρχει;
– Από λύσεις άλλο τίποτα. Παρακολούθησε λίγο Μαμαλάκη, λίγη Μανωλίδου, λίγη Μπουλέ και θα δεις. Το πρόβλημα όμως, κύριέ μου, δεν βρίσκεται στις ιδέες και τις συνταγές. Οι άνθρωποι της τηλεόρασης προσπαθούν να μας υποδείξουν το καλύτερο δυνατό, αλλά πώς να τα φτιάξεις όλα αυτά όταν στη λαϊκή της γειτονιάς σου δεν βρίσκεις ούτε κεδροκούκουτσο Λιβάνου;
– Tι είναι πάλι αυτό;
– Καλά, δεν γνωρίζεις τη σάλτσα κεδροκούκουτσου; Απορώ πως εσείς στο σπίτι σας τρώτε τ’ αγριογούρουνο!
Νιώθοντας πραγματικά ντροπή που δεν γνώριζα πώς τρώγεται ένα αγριογούρουνο, κατέβασα το κεφάλι και ξαναρώτησα τον συνταξιούχο.
– Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, μαύρη Πρωτοχρονιά θα περάσετε. Τελικά, αν δεν βρείτε κεδροκούκουτσο, με τι θα τη βγάλετε;
– Ούτε που θέλω να το σκέπτομαι. Εν έσχατη ανάγκη θα καταφύγουμε στο ελάφι. Ελάφι με σάλτσα βατόμουρου, αν και…
– Αν και τι; ρώτησα με αγωνία. Μη μου πείτε πως δεν βρήκατε ούτε βατόμουρα;
Ο συνταξιούχος κοίταξε τον ουρανό και με περίλυπο ύφος μου είπε απεγνωσμένα:
– Ελληνικά βατόμουρα να φάνε κι οι κότες. Όμως, η πρωτοχρονιάτικη συνταγή, που είδαμε στη τηλεόραση, γίνεται μόνο με… βατόμουρα Βολιβίας!