Προς παραγραφή πάει το Βατοπέδι

Σύμφωνα με έγκυρους νομικούς και δικαστικούς κύκλους, ανεξάρτητα από το εάν η συμπεριφορά των υπουργών φέρει τον (ποινικό) χαρακτήρα απιστίας σχετικής με την υπηρεσία ή απλής απιστίας, ζήτημα για το οποίο θα αποφανθεί, τελικά, το Δικαστικό Συμβούλιο, η άσκηση της ποινικής δίωξης από τη Βουλή είναι απαράδεκτη, διότι η πράξη των υπουργών και αν ακόμη έχει βασιμότητα (υπάρχουν πάρα πολλές αμφιβολίες για τη ζημιά του Δημοσίου και την εντεύθεν βασιμότητα της κατηγορίας) έχει παραγραφεί (εξαλείφθηκε το αξιόποινο), εν όψει του ότι η απιστία τελέστηκε πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007 και συνεπώς η Βουλή δεν είχε δικαίωμα άσκησης δίωξης, κατά τον νόμο «Περί Ευθύνης Υπουργών».
Κατά τους ίδιους κύκλους, η τάση που φαίνεται να διαμορφώνεται στο Δικαστικό Συμβούλιο είναι υπέρ της απόφασης ότι η ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, ότι έχει επέλθει παραγραφή. Μια τέτοια απόφαση, αν τελικά εκδοθεί, θα είναι κόλαφος για την κυβερνητική πλειοψηφία, αφού τα οφέλη που επένδυσε στην παραπομπή του σκανδάλου του Βατοπεδίου θα γίνουν μπούμερανγκ.
Θυμίζουμε ότι η υπόθεση διαβιβάστηκε στο Δικαστικό Συμβούλιο που ορίστηκε από τη Βουλή με κλήρωση (τρεις αρεοπαγίτες και δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας), το οποίο όρισε ένα μέλος του (αρεοπαγίτη) ως ανακριτή.
Στον αρεοπαγίτη ανακριτή διαβιβάστηκε η σχηματισθείσα από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής δικογραφία, καθώς και η δικογραφία που σχηματίστηκε και εκκρεμούσε στην εφέτη-ανακρίτρια σχετικά με τους συμμετόχους στην πράξη της απιστίας (μη πολιτικά πρόσωπα)…
Ο ανακριτής έχει μία και μόνο δυνατότητα. Να εφαρμόσει τον νόμο και να κάνει αυτό που δεν έκανε η Βουλή. Δηλαδή να διαφωνήσει με την παραγγελία της Βουλής για ποινική δίωξη κατά των υπουργών και να μην προχωρήσει σε τακτική ανάκριση, επειδή η πράξη, όπως προαναφέρθηκε, έχει παραγραφεί και επομένως η ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη.
Τη διαφωνία του αυτή θα φέρει στο Δικαστικό Συμβούλιο μέσω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που όρισε η Βουλή, ο οποίος ή θα συμφωνήσει με τον ανακριτή ή θα διαφωνήσει. Σε κάθε περίπτωση όμως το Δικαστικό Συμβούλιο (στο οποίο δεν θα συμμετέχει ο ανακριτής) θα αποφασίσει αμετάκλητα για τη διαφωνία του ανακριτή.
Αν το Δικαστικό Συμβούλιο διαφωνήσει με τον ανακριτή, τότε θα παραγγείλει τη συνέχιση της ανάκρισης. Αν, αντιθέτως, συμφωνήσει ότι η ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη λόγω της παραγραφής, τότε περαιώνεται η υπόθεση για τους υπουργούς και θα μπει στο αρχείο. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, που απαρτίζεται από κορυφαίους δικαστικούς λειτουργούς, εφαρμόζοντας τον νόμο, θα θεωρήσει την υπόθεση παραγεγραμμένη.
Η Δικαιοσύνη, αν και εμπλέκεται για μια ακόμη φορά σε υπόθεση με έντονο πολιτικό χρώμα και σε εποχή που έχει οξυνθεί η πολιτική κατάσταση, θα προστατεύσει τη νομιμότητα πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες.
Ποια η τύχη των συμμετόχων;
Στην περίπτωση που το Δικαστικό Συμβούλιο συμφωνήσει με τον ανακριτή, ότι υπάρχει παραγραφή για τους υπουργούς, τότε το ερώτημα που τίθεται είναι τι θα γίνει με τους συμμετόχους στο αδίκημα της απιστίας, δηλαδή για τα μη πολιτικά πρόσωπα;
Γι’ αυτούς η ανάκριση θα συνεχιστεί κανονικά για να διερευνηθεί αν έχουν εμπλοκή στην υπόθεση και κατά συνέπεια ποινική ευθύνη. Και εδώ φαίνεται το παράδοξο της ρύθμισης του νόμου. Δηλαδή, αν και η υπόθεση για τους υπουργούς είναι παραγεγραμμένη, να συνεχίζεται η ανάκριση για τα μη πολιτικά πρόσωπα (συμμετόχους), ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης, γιατί και για τα πρόσωπα αυτά είναι ζήτημα αν υπάρχουν ευθύνες.
Αυτό που προκύπτει είναι ποιο όργανο θα συνεχίσει την ανάκριση για τους συμμετόχους. Λόγω της ασάφειας του νόμου υποστηρίζεται ότι την ανάκριση και για τα πρόσωπα αυτά θα διενεργήσει ο αρεοπαγίτης-ανακριτής και αρμόδιο θα είναι το ανωτέρω πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει τελικά για το αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις ενοχής.
Η άποψη, που θεωρείται η ορθότερη είναι ότι μετά το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης κατά των υπουργών και της κατάληξης της υπόθεσης στο αρχείο ως προς αυτούς, αίρεται κάθε συνάφεια και επομένως αρμόδιοι για τους συμμετόχους (μη πολιτικά πρόσωπα) είναι ο εφέτης-ανακριτής και το Συμβούλιο Εφετών για να αποφασίσουν για την ύπαρξη ή όχι επαρκών ενδείξεων ενοχής.
Το συμβούλιο αυτό και ο εφέτης-ανακριτής είναι αρμόδιοι και για τη διερεύνηση της υπόθεσης όσον αφορά τους συμμετόχους-μη πολιτικά πρόσωπα στο ίδιο αδίκημα (απιστία) που φέρονται εμπλεκόμενοι υπουργοί της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (Φωτιάδης και Δρυς) για τους οποίους έχει ήδη παραγραφεί το αδίκημα.
Ανεξάρτητα από αυτό το νομικό σταυρόλεξο, ένα είναι βέβαιο, ότι ο νόμος «Περί Ευθύνης Υπουργών» θέλει ριζική αναμόρφωση, ανάγκη που τονίστηκε έντονα κατά την πρόσφατη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.


Σχολιάστε εδώ