Μια φορά και έναν καιρό

Ο κ. Πολύδωρος Νταρής, μεταναστεύσας προ πολλών ετών εις ΗΠΑ και αναβαθμισθείς εις Πωλ Νταρ, ανελίχθη ταχέως στην τοπική κοινωνία, σε σημείο ώστε να προταθεί από τον σερίφη για δήμαρχος, αξίωμα που αποποιήθηκε διότι επρόκειτο κατά βάθος για ηθικό στοιχείο. Έντονα πονόψυχος, νυμφεύθηκε νεαρά Γιαπωνέζα επειδή ήταν ορφανή. Θυγάτριο πατριαρχικής οικογένειας, είδε να ξεκληρίζεται το σόι της κάνοντας ομαδικό χαρακίρι την ώρα που ο Μακάρθουρ πάταγε το πόδι του στο Τόκιο, γεγονός που θεώρησαν τη μέγιστη ύβριν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ξεκοιλιάστηκαν, αφήνοντας απροστάτευτο το κορίτσι, που άγνωστο πώς ξέπεσε στην Αμερική.

Ευτυχώς βρέθηκε ο Πολύδωρος που, δόξη και τιμή, την αποκατέστησε. Η νεαρά αποδείχθηκε καλή σύζυγος, δεν διαμαρτυρόταν για τα τσιλημπουρδίσματα του άντρα της και το μοναδικό κουσούρι της ήταν το ροχαλητό της. Όταν ήταν σε φόρμα, το ροχάλισμά της έμοιαζε σαν βομβαρδισμός εργοστασίου πυρομαχικών από σμήνος Β29, μαζί με βοή επαναστατημένου πλήθους μπροστά στη Βαστίλλη, σε βαθμό που απορούσες πού έκρυβε τόσα ντεσιμπέλ το λιλιπούτειο αυτό πλάσμα. Διότι, εδώ που τα λέμε, η «συσκευασία» εντός της οποίας λειτουργούσαν τα πνευμόνια της ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά ήταν αξιόλογη. Ο Πωλ που κοιμόταν βαθιά το ανεχόταν, όπως και πολλά άλλα, κατά τη φημολογία των κυριών της «Ερανικής Επιτροπής», που δεν του συγχωρούσαν που πήγε και κουκουλώθηκε μια κίτρινη
ενώ υπήρχαν τόσα δικά μας καλά κορίτσια. Κατά τα άλλα, οι μέρες τους περνούσαν σύμφωνα με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, μπασταρδεμένο δεόντως. Αυτό το τελευταίο έδινε την ευκαιρία στη Γιαπωνέζα που ήταν προσκολλημένη στα πάτρια έθιμα να ‘χει ψοφήσει τον Πωλ στο σούσι, στο τσάι και σ’ άλλες αηδίες, σε σημείο που κάλεσαν μια φορά τον εφημέριο σε γεύμα και τα φαγιά που τον ταΐσανε τα στηλίτευσε εμμέσως στο κήρυγμα της Κυριακής, μιλώντας αορίστως για το πώς ξεστρατίζουν οι πιστοί. Έτσι, με το που μπήκε Οκτώβριος κι άρχισε να δημιουργείται κλίμα «Merry Christmas» και «Happy Νew Year» στη Μινεσότα, αφυπνίσθηκε αιφνιδίως ο Πολύδωρος στην ψυχή του Πωλ και εν όψει Χριστουγέννων τον κατέλαβε μια έντονη νοσταλγία για την πατρίδα κι άρχισε ν’ αναπολεί τις εορταστικές προετοιμασίες της μανούλας του, που ξεκίναγαν με τα ακροβατικά της στα περβάζια για το πλύσιμο των παραθυρόφυλλων. Καθημερινά του έρχονταν εικόνες στο μυαλό από εκείνα τα χρόνια και καθώς τον έπιανε ο ποιητικός οίστρος, που μεταμορφωνόταν σε λογοδιάρροια, προσπαθούσε να μεταδώσει στη Γιαπωνέζα την ατμόσφαιρα των ημερών. Αλλά δεν βαριέσαι. Σε ντουβάρι να μίλαγε κάτι θα καταλάβαιναν τα αγκωνάρια. Καθώς όμως το έβαλε αμέτι μουχαμέτι να γιορτάσει όπως τότε, αποφάσισε να γράψει στον παλιό κολλητό του στην Ελλάδα, τον Αργύρη, και να ζητήσει να βρει και να του στείλει μερικές συνταγές για γλυκά και φαγητά όπως τα φτιάχναν σπίτια τους αυτές τις χρονιάρες μέρες. Σαν όραμα του έρχονταν οι κουραμπιέδες της νενές Ουρανίας, οι σκέτοι, γιατί το αμύγδαλο αλλοιώνει τη γεύση του βουτύρου που της έστελνε πεσκέσι ένας κουμπάρος απ’ τα Τζουμέρκα. Τους ράντιζε, θυμάται, με ανθόνερο κι η άχνη που ζαχάρωνε άφηνε στο στόμα μια γλύκα τραγανιστή και ευωδιά. Ήταν κι εκείνα τα μελομακάρονα (φοινίκια τα έλεγε) που στον κόσμο ολόκληρο δεν υπήρχαν όμοια. Χωρίς να λιώνουν στο χέρι σαν χαλβάς, αλλά και χωρίς να σου σπάνε τα δόντια, ήταν κρουστά κι είχανε γεύση πορτοκαλιού. Όσο για το σπίτι, μέρες μοσχομύριζε απ’ το μέλι με την κανέλα που τα περιέχυνε, χωρίς να τσιγκουνεύεται πάνω τους το ψιλοκοπανισμένο καρύδι.
Το μυστικό της κατασκευής τους δεν το αποκάλυπτε ποτέ. Κι αν ένας γνωστός τής ζήταγε φορτικά τη «ρετσέτα», όλο και κάποιο συστατικό απέκρυπτε, όλο και κάποιο λανθασμένο ζύγι έδινε, και στο τέλος τούς έβγαινε μάπα.
Ανάμεσα στα άλλα, ζήτησε και τη συνταγή πώς έψηναν το γουρουνόπουλο στον φούρνο, που το άλειβαν μέλι κι ήταν να γλείφεις τα δάχτυλα με την πετσούλα του. «Να ξεφύγω επιτέλους», έγραφε, «από τις αμερικάνικες γαλοπούλες-τέρατα, που καθεμία μοιάζει με μικρό βουβάλι». Και πρόσθεσε κλείνοντας πως Θεού θέλοντος του χρόνου θα έρθει στην Ελλάδα για να αναβαπτισθεί στην «κολυμπήθρα του Σιλωάμ», όπως χαρακτήριζε την Αθήνα. Στο υστερόγραφο παρακαλούσε να μην ξεχάσει και το πώς γίνονται οι «δίπλες».
Η απάντηση ήρθε μετά τα Χριστούγεννα και ήταν σκέτη απογοήτευση.
Έγραφε: «Άργησα γιατί προβληματιζόμουν αν έπρεπε να απαντήσω στο γράμμα σου ή να το αγνοήσω και να σ’ αφήσω να ζεις στις αναμνήσεις σου, που γεμάτος νοσταλγία θέλεις να τις ξαναζωντανέψεις. Αυτά που ήξερες, φίλε μου, ξέχασέ τα. Έσπασε εκείνος ο κρίκος που επί αιώνες συνέδεε τις γενιές μεταξύ τους. Απ’ ό,τι ήξερες τίποτα δεν υπάρχει πια. Κόπηκε θαρρείς το κορδόνι του κολιέ και σκόρπισαν στο πάτωμα οι χάντρες κι άντε μάζωξέ τες τώρα εσύ. Τίποτα που να σου θυμίζει τα Χριστούγεννα που ζήσαμε δεν υπάρχει. Ούτε οι πάγκοι στην Αιόλου με τα φτηνά παιχνίδια που ονειρεύονταν οι πιτσιρικάδες. Τα παιχνιδάδικα, τον Τσοκά, τον Καστρινάκη, τον Μαγγιώρο, όπου μας πήγαιναν οι πατεράδες μας πιασμένους απ’ το χεράκι, κανείς δεν τα γνωρίζει. Τα μελομακάρονα αντί για μέλι τα πασαλείβουν… σοκολάτα. Στη θέση του Αϊ-Βασίλη ΜΑΣ, που ερχότανε ποδαράτος από την Καισάρεια, μας φόρτωσαν έναν κοκκινομύτη χοντρομπαλά που τον κουβαλάνε τάρανδοι και όλο λέει σαν ηλίθιος ”Ho,ho,ho,ho…”. Στην εορταστική πλατεία Συντάγματος, αντί για απαλή μουσική χριστουγεννιάτικη, σε ξεκουφαίνουν στριγκλιές ανθρωποφάγων, πλάι σε μια βλάσφημη ”φάτνη”. Κάλαντα σπάνια θ’ ακούσεις. Θ’ ακούσεις όμως ότι λήστεψαν πιτσιρικάδες που απετόλμησαν να πούνε το ”Καλήν ημέραν άρχοντες…” Στην αγορά η ρίγανη ήταν προέλευσης Βενεζουέλας κι όταν για πλάκα ζήτησα θυμάρι… Νέας Γουινέας, ο μπακάλης πήρε το πιο θλιμμένο ύφος και με σπαραγμό μού ψέλλισε πως τελείωσε λόγω μεγάλης ζήτησης. Μέχρι και οι καλικάντζαροι που κυκλοφορούν αυτές τις μέρες εισαγωγής είναι. Τίποτα ντόπιο πια δεν υπάρχει. Η νενέ Ουρανία φυσικά πέθανε. Το τετράδιο με τις συνταγές η εγγονή της η Αρετή το πέταξε γιατί έπιανε τόπο και δεν μπορούσε να φυλάει σαβούρες. Η ίδια δεν σκαμπάζει να βράσει ένα αυγό, ούτε κονσέρβα καλά καλά δεν ξέρει ν’ ανοίξει. Έχει ακουμπήσει σ’ έναν παντρεμένο που σκέπτεται να χωρίσει και να την παντρευτεί επειδή η γυναίκα του γκρινιάζει και γλωσσοτρώει τον δεσμό τους. Κι όλο παραπονιέται ο ανθρωπάκος πως με την γκρίνια της κυρίας δεν μπορεί να έχει κέφι να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην Αρετή, και καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, διότι δεν εννοεί φυσικά τις οικονομικές, για τις οποίες ουδέν παράπονο υπάρχει…
Έτσι, καλέ μου, μείνε ”Πωλ” και κλείσε τον Πολύδωρο στην ψυχή σου με ό,τι μέσα του κουβαλάει. Φόρα το κιμονό σου, τρώε το σούσι σου και βρες κι άλλους ”Πώληδες” για να γίνετε εσείς κολυμπήθρα του Σιλωάμ που θα υγιάνει την πατρίδα μας…».


Σχολιάστε εδώ