Το κυπριακό παράδειγμα
Η συμφωνία αυτή μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ θεωρείται αμοιβαία επωφελής και για τις δύο χώρες, αφού στην οριοθετηθείσα περιοχή φέρεται να έχουν εντοπιστεί πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ανάλογη συμφωνία, υπενθυμίζουμε, είχε το θάρρος να υπογράψει ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος με την Αίγυπτο, ενώ με τον Λίβανο έχει ήδη υπογραφεί παρόμοια συμφωνία, η οποία όμως δεν έχει ακόμη κυρωθεί από τη Βουλή, προφανώς κατόπιν πιέσεων της Άγκυρας να παγώσει η σχετική συμφωνία. Ως προς τη συμφωνία Κύπρου και Ισραήλ και κυρίως την τουρκική αντίδραση, χαρακτηριστική ήταν η απάντηση του Ισραήλ, το οποίο ισχυρίστηκε ότι ο καθορισμός των ορίων της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο είναι διμερής υπόθεση μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ και ουδόλως επηρεάζει μια τρίτη χώρα. Μ’ άλλα λόγια ουδείς λόγος πέφτει στην Τουρκία.
Δυστυχώς όμως ουδεμία δήλωση καταγράψαμε από την επίσημη ελληνική πλευρά ούτε καν την υπενθύμιση των αποφάσεων 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που τονίζουν ότι η ανακήρυξη του «ψευδοκράτους» είναι άκυρη και ανίσχυρη. Ούτε πάλι του Σεπτεμβρίου του 2005 που σαφώς υποστηρίζει και συνάδει προς τις κυπριακές θέσεις.
Δεν είναι όμως μόνο η απουσία ελληνικής αντίδρασης που μας προκαλεί εντύπωση. Το γεγονός ότι καμία επίσημη δήλωση δεν μας διευκρινίζει σε ποιο ακριβώς σημείο βρίσκονται οι ελληνοαιγυπτιακές διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, που είχαν αρχίσει τα τελευταία χρόνια, θέμα εξόχως λεπτό και επίκαιρο, μας προβληματίζει εξίσου. Γιατί, όπως τονίζαμε και στο φύλλο της 12ης Δεκεμβρίου, κάθε περαιτέρω καθυστέρηση καθίσταται επιβλαβής για τα εθνικά μας συμφέροντα. Διερωτώμεθα απλώς γιατί ενώ οι Κύπριοι προχωρούν σθεναρά και με θάρρος, αψηφώντας τις απειλές της Άγκυρας, στον καθορισμό όχι υφαλοκρηπίδας αλλά ΑΟΖ με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο, εμείς δεν κατορθώσαμε ακόμη να προβούμε σε απλούστατες ενέργειες, όπως π.χ. να επικυρώσουμε τη συμφωνία με την Αλβανία περί καθορισμού θαλάσσιων ζωνών που υπογράψαμε τον Απρίλη του 2009. Μήπως λοιπόν οι δικοί μας χειριστές των θεμάτων αυτών πρέπει να συμβουλευτούν τους κύπριους ομολόγους τους;