«Πολυμέτωπος πόλεμος» ξέσπασε στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Οι μεγάλοι επενδυτές σε ΑΠΕ βρίσκονται πλέον σε ανοικτή αντιπαράθεση, όχι μόνο με τους μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας (βιομηχανίες), αλλά και με τους ιδιώτες που έχουν επενδύσει πάνω από 1 δισ. ευρώ και έχουν έξι εργοστάσια φυσικού αερίου.

Για πρώτη φορά, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κ. Μίχαλος -που εκπροσωπεί τις μεγαλύτερες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις της χώρας- ζήτησε τη μείωση του τέλους ΑΠΕ για τις μεγάλες επιχειρήσεις κατά 82%. Ο κ. Μίχαλος θέλει να αποτρέψει μια νέα αύξηση του τέλους ΑΠΕ -που προωθούν συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα- κατά 29%, ύστερα και από μια πρόσφατη αύξησή του κατά… 1.756%, καθώς η ελληνική βιομηχανία δεν μπορεί να επωμισθεί αποκλειστικά αυτό το οικονομικό βάρος.

Οι βιομήχανοι αγωνιούν γιατί διαβλέπουν ότι θα είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν νέες μεγάλες αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς η συνεχής αύξηση της παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ θα επιβαρύνει συνεχώς τα τέλη ΑΠΕ, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί ότι ο κ. Μίχαλος ζητά από την υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιμματικής Αλλαγής κ. Τ. Μπιρμπίλη να μειωθεί σημαντικά το τέλος ΑΠΕ, υπογραμμίζοντας ότι αυτό είναι αναγκαίο «σε μια εποχή που το υπουργείο Ανάπτυξης καλεί για μείωση τιμών», καθώς η αύξηση του τέλους ΑΠΕ «αυξάνει το κόστος παραγωγής και κατ’ επέκταση το κόστος για τους καταναλωτές». Συνεπώς, ο κ. Μίχαλος βάλλει ευθέως κατά της «πράσινης πολιτικής» που προωθεί τα ΥΠΕΚΑ, πιθανώς με τις πλάτες και του υπουργού Ανάπτυξης κ. Μ. Χρυσοχοΐδη.

Τι υποστηρίζουν
οι ΑΠΕτζήδες

Οι ιδιώτες που έχουν εμπλακεί ενεργά στην ανάπτυξη των ΑΠΕ -οι οποίοι υποστηρίζονται αναφανδόν από το ΥΠΕΚΑ- έβγαλαν ανακοίνωση εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για την «κατασυκοφάντηση» των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Στην κοινή ανακοίνωσή τους οι τρεις φορείς της αγοράς ΑΠΕ -ΕΛΕΤΑΕΝ, ΕΣΗΑΠΕ και ΣΕΦ- προσπαθούν να συγκαλύψουν τα πραγματικά αίτια των νέων αυξήσεων που έρχονται στα τέλη ΑΠΕ, υποστηρίζοντας ότι:

=Τα τέλη ΑΠΕ προκύπτουν από τη διαφορά μεταξύ της χαμηλότερης Οριακής Τιμής του Συστήματος (ΟΤΣ) -δηλαδή της χονδρικής τιμής που καθημερινά διαμορφώνεται στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας- και της υψηλότερης τιμής που αντανακλά το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ.
= Η ΟΤΣ «χειραγωγείται» παραμένοντας σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα τα τέλη ΑΠΕ να διογκώνονται, οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία τον ΔΕΣΜΗΕ, τον διαχειριστή του συστήματος. Η συγκεκριμένη εταιρεία εκτιμάται, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ότι έχει ζημίες που ξεπερνούν τα 50 εκατ. ευρώ. Στην ουσία οι ΑΠΕτζήδες βάλλουν έμμεσα κατά της ΔΕΗ, ότι δήθεν «χειραγωγεί» την ΟΤΣ. Η πραγματικότητα είναι ότι, λόγω αφθονίας νερών και λιγνιτών, η ΔΕΗ έχει μεγάλη παραγωγή ρεύματος σε χαμηλές τιμές χονδρικής, με αποτέλεσμα η ΟΤΣ να κινείται σε χαμηλά επίπεδα.
= Τη διαφορά αυτή, δηλαδή μεταξύ των τιμών που καταβάλλονται σε ΑΠΕ και της ΟΤΣ –σύμφωνα με τους επενδυτές ΑΠΕ– καρπούνται οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ΑΠΕτζήδες «ξεχνούν» ότι, ενώ αυτοί έχουν «σίγουρες τιμές», οι προμηθευτές κινούνται με μεγάλα ρίσκα, αφού οι διεθνείς ενεργειακές τιμές μεταβάλλονται συνεχώς. Για τον λόγο αυτό η αυστριακή Verbund αποχώρησε από την ελληνική αγορά, ενώ οι υπόλοιποι προμηθευτές βρίσκονται με μεγάλο αριθμό πελατών που έχουν ακάλυπτους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
= Όσο αυξάνεται ο όγκος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και παραμένει σε χαμηλά επίπεδα η ΟΤΣ, τόσο θα διευρύνονται τα ελλείμματα του ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος, για να συνεχίσει να λειτουργεί ως ανώνυμη εταιρεία δημόσιου χαρακτήρα, θα πρέπει να εγκριθούν από την Πολιτεία νέες αυξήσεις των τελών ΑΠΕ, τις οποίες θα κληθούν να πληρώσουν οι καταναλωτές.

«Υψηλή προστασία»
Πού βρίσκεται η αλήθεια και τι αποκρύπτουν οι επενδυτές σε ΑΠΕ;
1. Οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος από ΑΠΕ είναι «σταθερές και εγγυημένες» από την Πολιτεία. Οι τιμές αυτές δεν μεταβάλλονται ανάλογα με τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία έχει μειωθεί κατά 8% περίπου μεταξύ 2008 και 2010. Γιατί, ανεξαρτήτως της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, οι ΑΠΕ κατά προτεραιότητα διατίθενται στο
Ηλεκτρικό Σύστημα, εξασφαλίζοντας υψηλά έσοδα (και σίγουρα κέρδη) στους επενδυτές ΑΠΕ.
2. Οι «σταθερές τιμές» για τις ΑΠΕ προκαλούν νέες στρεβλώσεις στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού, αφού δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός στις ΑΠΕ και αυτές μπορούν να αυξάνουν της παραγωγή τους συσσωρεύοντας νέα κέρδη. Αντίθετα, οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμβατικών (θερμικών) παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα να έχουν τεθεί επί μακρόν εκτός λειτουργίας οι μονάδες φυσικού αερίου των ιδιωτών και της ΔΕΗ. Οι τελευταίοι ανταγωνίζονται σκληρά στη χονδρική αγορά, με αποτέλεσμα να κινείται σε χαμηλά επίπεδα η ΟΤΣ και να διογκώνονται τα οικονομικά βάρη του ΔΕΣΜΗΕ.
3. Ένα ακόμη «θύμα» των προσπαθειών των παραγωγών θερμικών μονάδων είναι και η ΔΕΠΑ, καθώς οι παραγωγοί στρέφονται στο φθηνότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο προκειμένου να συμπιέσουν τα κόστη τους. Έτσι η ΔΕΠΑ έχασε τον σίγουρο πελάτη της –τη ΔΕΗ– καθώς η ΔΕΠΑ έμεινε εκτός μεγάλης αγοράς που πραγματοποίησε η ΔΕΗ, η οποία βρήκε προμηθευτές από τη διεθνή αγορά.
Γερές κόντρες
Οι μεγάλες επενδύσεις -υπολογίζονται σε περίπου 15 δισ. ευρώ- που σχεδιάζονται να υλοποιηθούν στις ΑΠΕ (πάντα με εγγυημένες και υψηλές τιμές) θα οδηγήσουν σε «οικονομικό μαρασμό» τις θερμικές μονάδες (κυρίως φυσικού αερίου). Γι’ αυτό οι μεγάλοι ιδιώτες που ελέγχουν εργοστάσια φυσικού αερίου ασκούν συνεχείς πιέσεις τόσο για την παροχή και σ’ αυτούς «εγγυημένων τιμών» –ανεξαρτήτως εάν δουλεύουν τα εργοστάσιά τους ή όχι– όσο και για την τεχνητή άνοδο των χονδρικών τιμών ρεύματος που παράγει η ΔΕΗ από τους λιγνιτικούς και τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς της. Στις προσπάθειές τους να «επιβιώσουν» οι μεγάλοι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας ασκούν έντονες πιέσεις για την πώληση λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ. Αυτή η προσπάθεια τους βρίσκει αντιμέτωπους με τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, η οποία, με τη σειρά της, βάλλει κατά της κυβέρνησης και απειλεί με «πόλεμο» σε περίπτωση που πωληθούν λιγνιτικοί σταθμοί. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν οι μεγάλοι καταναλωτές (ενεργοβόρες βιομηχανίες) αρχίζουν ολοένα και πιο έντονα να αντιδρούν στις αυξήσεις των τελών ΑΠΕ, καθώς διαβλέπουν ότι αυτά θα αυξηθούν μακροχρόνια κοντά στα 20 ευρώ, σχεδόν 250% αύξηση πάνω από τα σημερινά επίπεδα…
Σ’ αυτόν τον «πολυμέτωπο πόλεμο» οι τράπεζες υποστηρίζουν τους ΑΠΕτζήδες για δύο βασικούς λόγους: Ο πρώτος είναι ότι οι εγγυημένες τιμές των ΑΠΕ «ασφαλίζουν» την ομαλή αποπληρωμή των δανείων. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι τράπεζες θέλουν να τα έχουν καλά με το «γκουβέρνο» που προωθεί την «πράσινη πολιτική», σε ανταπόδοση της «μεγάλης ένεσης» που εξασφάλισαν για την οικονομική στήριξή τους αυτήν την περίοδο κρίσης. Τελικά τα «σπασμένα» της «πράσινης πολιτικής» δεν θα τα πληρώσουν μόνο οι ιδιώτες με μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο και οι μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες. Τη «λυπητερή των ΑΠΕ» θα την πληρώσουν κυρίως τα εκατομμύρια καταναλωτών, που θα κληθούν, τελικά, να καταβάλουν πολλαπλάσια τέλη ΑΠΕ μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος.


Σχολιάστε εδώ