Μια φορά και έναν καιρό

Απλώς συνέβη εντελώς τυχαία, όπως περίπου τυχαία ο Φλέμινγκ ανακάλυψε την πενικιλίνη…

Όλα ξεκίνησαν κάποιο βραδάκι στις οκτώ στο γραφείο φίλου που είχαμε καθιερώσει σαν στέκι, όπου μαζευόμασταν καθημερινά και απ’ όπου εφορμούσαμε στα ποικίλα ταβερνεία του άστεως και του ευρύτερου Νομού Αττικής. Δεδομένου ότι οι μισοί εξ ημών διαθέταμε αυτοκίνητο, η μετακίνηση στα πέριξ, πότε για παϊδάκια στα βλαχοχώρια, πότε για κόκορους κρασάτους στον Κοκκιναρά ή για πεϊνιρλί στη Δροσιά, χωρίς ν’ αποκλείομε τα παραλιακά ή τα μεσόγεια, ήταν στην ημερησία διάταξη, με επίλογο τον καφέ στο Βυζάντιο, στου Λουμπιέ ή στου Κωστάρα. Και όπως είχε καταντήσει το αύριο με αύριο να μη μοιάζει, έτσι κι εκείνη τη βραδιά, γύρω στις 20 Δεκεμβρίου, ήμασταν όλοι μας παρόντες. Ο Γιώργος με τη Σάσα, ο Βασίλης με τη Σία, ο Βάγγος με την Ελένη, κι ο Γιάννης με την Τόνια. Στα υπ’ όψιν ότι ο Γιάννης εδήλωνε «συγγραφεύς», ιδιότητα που ουδείς στην υφήλιο επίστευε, πλην της ΥΕΝΕΔ που τον κατέτασσε στους συνεργάτες της ψωμίζοντάς τον δεόντως. Η εσπέρα κυλούσε ήρεμα μέχρι τη στιγμή που η Σία, στην οποία η Λιλή είχε κολλήσει το τρυφερό παρατσούκλι «Ο Γκαουλάιτερ», έθεσε το τρομερό ερώτημα: «Πού θα ρεβεγιονάρουμε φέτος;»

Τα χρόνια εκείνα είχε επιβληθεί την παραμονή των Χριστουγέννων το «ρεβεγιόν», κι αν δεν… ρεβεγιονάριζες δεν είχες μούτρα να εμφανιστείς στην κοινωνία. Μπήκαν στο κόλπο όλα τα φαγάδικα, καθιέρωσαν το «table d’ hote» δηλαδή ένα σπανακοπιτάκι σαν ορεκτικό, δύο παγωμένες φέτες μοσχάρι που κολυμπούσε μέσα σε παγωμένη «σως Μαδέρα», γαρνιρισμένο με μισό καρότο και μια κουταλιά ρύζι, και τέλος για επιδόρπιο ένας ρόμβος ραβανί. Πανομοιότυπο μενού που τα τηρούσαν σχολαστικά, λες και το επέβαλλε με στρατιωτικό νόμο αιμοσταγής δικτατορική εξουσία. Ο πάντα ενιστάμενος Νίκος είχε τις αντιρρήσεις του: Δηλαδή θα κάνομε ρεβεγιόν όπως τα κάλαντα ορίζουν «εν φάτνη των αλόγων;», είπε γιατί ξεφούρνιζε τέτοιες εξυπνάδες.

Άρχισαν να προσπαθούν να βρουν τον ιδανικό τρόπο να περάσουν ευχάριστα, μια και τα Χριστούγεννα πέφτανε Δευτέρα και είχανε τρεις μέρες αργία. Το Σάββατο τότε ήταν εργάσιμο. Ο Βασίλης πρότεινε να πάνε σε κανένα χωριό, με τη σκέψη πως απουσιάζοντας θα γλιτώσει την γκρίνια της γκόμενας επειδή έμεινε σπίτι με την οικογένεια και την παράτησε γιορτιάτικα, πρόταση που απέρριψε ασυζητητί ο Βάγγος, διότι φεύγοντας θα ευχαριστούσε μεν την γκόμενα αφού θα πήγαιναν παρέα, αλλά θα είχε χρονιάρα μέρα καβγάδες με τη γυναίκα του. Βροχή πέφτανε οι ιδέες που αποκλείονταν προτού ολοκληρωθούν, και τότε η Τόνια, που θυμήθηκε τα παιδικάτα της, συμφώνησε με τον Βασίλη -υπερθεματίζοντας μάλιστα- να πάνε σε χωριό. Και άρχισε να τους περιγράφει τι όμορφα θα είναι να γιορτάσουν τηρώντας τα έθιμα. Να νηστέψουν την παραμονή κι ανήμερα να ξυπνήσουν τα χαράματα και να πάνε να λειτουργηθούν σε κάποιο ξωκλήσι. Θα κρατάμε κεριά να φωτίζουν τον δρόμο μας -και να τσαλαβουτάμε στις λάσπες, τη διέκοψε ο φανατικά πρωτευουσιάνος Νίκος- εκείνη όμως χωρίς να δώσει σημασία συνέχισε: Τα αστέρια θα τρεμουλιάζουν στο θάμπος και στους αγρούς γύρω μας θ’ απλώνεται πάχνη. Το μακρινό κικιρίκου του κόκορα θα ‘ναι το ωραιότερο «καλήν ημέραν άρχοντες» που ακούσαμε ποτέ…

«Βλακείες λέει πάλιν!», ψιθύρισε η Σάσα που δεν τη χώνευε. Ο Βάγγος συμφώνησε.

Είχε, βλέπεις, υποσχεθεί η Σάσα στην παρέα πως στο πρώτο πάρτι θα έκανε στριπτίζ και δεν της αντιμιλούσαν μην τσαντιστεί και τα γυρίσει… Τότε ο Γιώργος, που παρακολουθούσε αμίλητος, παρενέβη: «Γιατί ρεβεγιόν;», είπε. «Ρεβεγιόν, δηλαδή αγρυπνία, κάνουν οι δυτικοί που εορτάζουν τη Γέννηση μεσάνυχτα και ξαγρυπνούν μπεκροπίνοντας μέχρι να έρθει η ώρα να πάνε στην εκκλησία. Ν’ ακούσουν να παίζει το αρμόνιο το ”Αdeste fideles”, να ψάλουν κατανυκτικά ”Ave Maria” και μετά να γυρίσουν σπίτι να φάνε τα καλούδια τους…». Καθολικός ο ίδιος, γνώριζε από την «πρέντικα» του Μονσινιόρου εξ απαλών ονύχων όλο το τελετουργικό. Πρότεινε λοιπόν να μείνουν στην Αθήνα, να συναντηθούν σαν κάθε μέρα, και τα μεσάνυχτα να πάνε στη λειτουργία της καθολικής εκκλησίας, να ακούσουνε τον «Μεσσία» του Handel και διάφορα άλλα δοξαστικά κλασικής μουσικής στο «όργανο», να χαζέψουν την τεράστια «φάτνη», σωστό έργο τέχνης, και μετά μαζεύονται σε κάποιο απ’ τα σπίτια, και «πίνομε ωραία και καλά το ποτό μας γύρω απ’ το δένδρο κι αν μας κάνει κέφι, χορεύομε και Γιάνκα…». «Και κάνει στριπτίζ η Σάσα που το υποσχέθηκε», πρόσθεσε ο Βάγγος για να μην ξεχνιόμαστε. Δεν προβλήθηκε αντίρρηση και ο κύβος ερρίφθη… Έτσι, περί την 8ην εσπερινή της Κυριακής 24ης Δεκεμβρίου, σε μια ολόφωτη Αθήνα, με ανοικτά τα καταστήματα μέχρι τη 10η νυκτερινή, λόγω της παραμονής των Χριστουγέννων, και ενώ οι μπάντες των συλλόγων τυφλών περιφέρονταν στους δρόμους και προσέδιδαν χαρούμενη ατμόσφαιρα παιανίζοντας κάλαντα και… δημοτικά τραγούδια, άρχισαν να καταφθάνουν τα ζευγάρια στο φιλικό γραφείο, ντυμένα «γκραν». Τους είδε ο θυρωρός, γνωστός λαθρέμπορος, κι απόρησε. Επειδή δε εκτός από λαθρέμπορας ήταν και κουτσομπόλης, ρωτούσε φιλικά καθέναν που κατέφθανε:

«Ρεβεγιονάκι; Ρεβεγιονάκι;», διασταυρώνοντας του λόγου το αληθές. Πιάσανε καθίσματα και οι κυρίες επεδόθησαν επί το έργον, να σχολιάζουν δηλαδή το φόρεμα, την κόμμωση, τα αξεσουάρ κ.λπ., η μια της άλλης. Επειδή όμως η ώρα δεν περνούσε, βαρέθηκαν. Έπεσε και το πρώτο χασμουρητό, και ο Γιάννης ο συγγραφέας, που φημιζόταν για τις πρωτότυπες ιδέες του, πρότεινε να παίξουν ένα ψιλό για να σκοτώσουν την ώρα τους ως τις 11 που θα ξεκίναγαν. Μέχρι τις εντεκάμισι μην ξεροσταλιάσουμε στην ορθοστασία, αντέτεινε ο Βάγγος, που τον συγκινούσε η τράπουλα. Αμέσως καθάρισαν το γραφείο απ’ τα τιμολόγια, την αλληλογραφία και ό,τι άλλο περιττό, πετώντας το στη γωνία, και στρωθήκανε, αφού ώμοσαν όρκο πως στις 11 θα σταματήσουν, καθησυχάζοντας τις κυρίες που περιόρισαν τη μουρμούρα.

Περί τη μεσημβρία της επομένης, ημέρας Χριστουγέννων, ένας πολεμικός ανταποκριτής θα έστελνε την παρακάτω ανταπόκριση:

«… Ξαναμμένοι, ξεμαλλιασμένοι, κάθιδροι, με ξεκούμπωτα πουκάμισα και τρεμάμενα χέρια, με ορατότητα μηδέν από το ντουμάνι, με σωρό γόπες στα τασάκια, εντόνως αλληλομισούμενοι και αλληλοϋποβλεπόμενοι, προσπαθούσαν να ρεφάρουν οι μεν ή να διατηρήσουν τα κεκτημένα οι δε. Όσες κυρίες δεν συμμετείχαν στον αγώνα σε πλήρη ισότητα με τους άνδρες στη χασούρα, έψηναν καφέδες, άδειαζαν τασάκια κι έπλεναν φλιτζάνια. Στα ενδιάμεσα κάθονταν αμίλητες στην άκρη, γιατί έμαθαν εμπράκτως «πως καλύτερα να τα βάζεις με πεινασμένο λεοντάρι παρά με παίκτη που χάνει…». Γύρω στις 5 μ.μ. τις έστειλαν να παν να βρούνε κάτι για να φάνε και στις επτά το διέλυσαν με βαριά τραυματισμένες τσέπες. Αποχώρησαν χωρίς αντίο και δεν ξανασυναντηθήκανε ποτέ…».


Σχολιάστε εδώ