Και εγεννήθη το Θείον Χρέος
«Από πού πάνε για τη φάτνη;» με ρώτησε ο γκριζομάλλης άνδρας.
«Με δουλεύεις άνθρωπέ μου;» του απάντησα ενοχλημένος από το προφανώς ειρωνικό ύφος του.
«Όχι, κύριε. Δεν σας δουλεύω. Απλώς διακρίνω στο βλέμμα σας έναν προβληματισμό. Σας διακατέχει ένα κενό. Ο ουρανός της πλατείας Συντάγματος είναι ομολογουμένως φτωχότερος από παλιά. Χωρίς το ψηλότερο ή και ενίοτε το φωτεινότερο άστρο όλων. Έτσι τουλάχιστον συνήθιζαν να διαλαλούν οι κατά καιρούς δήμαρχοι της πρωτεύουσας».
«Μα πώς μπήκατε στο μυαλό μου;» ρώτησα έκπληκτος. «Αυτό ακριβώς σκεπτόμουν! Μάγος είσαστε;»
«Μάλιστα! Μάγος! Ένας εκ των τριών! Και διαβάζω τη σκέψη. Ειδικά των Ελλήνων…».
«Το διαπιστώνω με ενθουσιασμό. Όμως δεν καταλαβαίνω γιατί ειδικά των Ελλήνων. Είναι δυνατόν η μαγική ικανότητα να περιορίζεται σε μία εθνικότητα;»
«Απλούστατο. Θα σας οδηγήσω διά της μαιευτικής μεθόδου στην απάντηση που αναζητείτε. Είστε έτοιμος;»
«Πανέτοιμος! Ανυπομονώ»
«Λοιπόν, πρώτη ερώτηση: Τη φράση ”Όλα τα ‘χε η Μαριωρή, ο φερετζές τής έλειπε” την έχετε ακουστά;».
«Βεβαίως. Αν δεν κάνω λάθος, πρώτη ξαδέρφη της Ψωροκώσταινας είναι η Μαριωρή. Τη συγγένεια δεν τη γνωρίζω ακριβώς, όμως ο συνδυασμός σκοτώνει. Λίγα χρήματα, αλλά…»
«…αλλά τα στολίδια, στολίδια», συμπλήρωσε με περιπαικτικό τρόπο ο γκριζομάλλης και συνέχισε:
«Δεύτερη ερώτηση: Τι στόλιζαν κατά παράδοση οι Έλληνες για να γιορτάσουν τη γέννηση του Θείου Βρέφους;»
«Α, αυτό είναι εύκολο! Καραβάκι».
«Κι όμως τώρα στολίζουν έλατο, σύμφωνα με το γερμανικό έθιμο. Δεν λέω, συμπαθητικό το καραβάκι, ιδιαίτερα στην υποκοριστική του εκδοχή, αλλά θύμιζε έντονα… τη δραχμή. Και μια τρίτη ερώτηση: Τα πρόβατα στη φάτνη για ποιο σκοπό προορίζονται;»
Έτρεξα να απαντήσω: «Οπωσδήποτε για βιοπορισμό του τσοπάνη!»
Τότε με αντέκρουσε: «Κι όμως… δεν έχετε ακούσει την έκφραση ”πάνε σαν τα πρόβατα στη σφαγή”;».
«Ωραία όλα αυτά, κύριε, αλλά εσείς κοτζάμ Μάγος εμένα ρωτάτε από πού πάνε για τη φάτνη; Θα περίμενα να το γνωρίζατε!»
Ο μεσόκοπος άνδρας με αποστόμωσε: «Παλιά ήταν ένα το αστέρι. Μετά γίνανε δώδεκα και το καθένα έδειχνε σε διαφορετική κατεύθυνση. Πού να βγάλουμε άκρη εμείς οι Μάγοι;»
«Α, μάλιστα… Και από πού είπατε έρχεσθε; Από τη Βηθλεέμ;».
«Ποια Βηθλεέμ, ρε φίλε; Από τας Ευρώπας! Να, έρχονται και οι άλλοι δύο από απέναντι», αποκρίθηκε απορώντας για την επιφαινόμενη άγνοιά μου.
«Και τι τριάδα δώρων μάς φέρνετε;»
«Τι σας παίρνουμε καλύτερα να ρωτάτε! Όσο για τα τρία δώρα: τη Λιτότητα, τη Φτώχεια και την Ανέχεια. Τη λέξη ”τρόικα” δεν τη μάθατε ακόμη; Ανοίξτε και κανένα έγκυρο λεξικό! Τρεις είμαστε. Τριάδα ομοούσιος και αδιαίρετος. Πάντως όχι αγία…» μου ψιθύρισε κλείνοντας το μάτι και κίνησε κατά τη Βουλή.
Γάμα Σίγμα