Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Οι συγκεντρώσεις γίνονταν την 15ην εκάστου μηνός, σ’ αυτές δε, με την ευγενική φροντίδα της κυρίας Μαγδαληνής, γυναικός δραστήριας, επιλέκτου μέλους του Δ.Σ. που αφιέρωσε τον βίον της στη γηροκόμηση του μαθουσάλα συζύγου της και στην πρόοδο του συλλόγου, ωρίζετο δόκιμος ομιλητής ν’ αναπτύξει θέμα στα πρότυπα του «Τέρπειν άμα και διδάσκειν» της πάλαι ποτέ «Διαπλάσεως των παίδων», διαπλασόπουλα της οποίας διετέλεσαν οι αείμνηστοι ιδρυταί του συλλόγου.

Ο κ. Θεοχάρης διακατείχετο από ρομαντισμό και αν εξαιρέσουμε τον γάμο του, που μερικοί κακόβουλοι ισχυρίζονταν πως συνήψε τάχα από συμφέρον, επειδή η νύφη -ψαροκασέλα κατά τα άλλα- είχε τρανταχτή προίκα, ήταν άνθρωπος αισθηματίας. Έλαμπε επάνω στο βήμα και όλοι κρέμονταν από τα χείλη του στην παρθενική του ομιλία:

– «Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι», άρχισε, εκφέροντας με γλυκύτατο χαμόγελο το «κυρίες», συνέχισε με έκφραση πολλά υπονοούσα στο «δεσποινίδες», και άγριος ως «νεφεληγερέτης Ζευς» εκστόμισε το «κύριοι», με σύντομες παύσεις ανάμεσα στις λέξεις, όπως συνηθίζουν οι ρήτορες για έμφαση, και οι έχοντες Αλτσχάιμερ από ξεχασμάρα, ενώ ο φωτογράφος τραβούσε τις φωτογραφίες που θα δημοσιευθούν στην τοπική εφημερίδα.

– «Φίλοι μου», συνέχισε ο κ. Θεοχάρης, θα μου επιτρέψετε ν’ αρχίσω τη διάλεξή μου μ’ ένα ανέκδοτο πιθανότατα γνωστό σε όλους σας, παρότι τα ευτράπελα απάδουν της σοβαρότητος Υμών και ημών. Κάποτε -λέει η ιστορία ένας ορεσίβιος βλαχοποιμήν ήρθε στην Αθήνα και υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις. Πριν επανακάμψει στα ίδια παραδόξως υγιής, αποφάσισε να φέρει μια γυροβολιά στο κέντρο της πρωτεύουσας για να γνωρίσει τα αγαθά που προσφέρει εν αφθονία ο Σατανάς για να εξαγοράζει ανθρώπινες ψυχές. Στη βόλτα του επάνω, καθώς ήταν ημέρες γιορτινές, καλή ώρα μέρες Χριστουγέννων, στάθηκε μπροστά και σ’ ένα μαγαζί με παιχνίδια όπου και βλέπει να διατρέχει τη βιτρίνα ένα τραινάκι τύπου Μέρκλιν, από εκείνα που δεν έχουν τίποτα να τους ζηλέψουν τα αληθινά. Θηρίο έγινε μόλις το είδε και ασυγκράτητος εφορμά με οργή μέσα στο κατάστημα και με όλη τη μυϊκή δύναμη που του χάριζε ο καθαρός αέρας του βουνού και του λόγγου, αρχίζει να το χτυπά με την γκλίτσα του, πριν προλάβουν δε οι προστρέξαντες να τον σταματήσουν, τα έκανε όλα γης μαδιάμ. Στο Τμήμα όπου οδηγήθηκε δικαιολόγησε ευθαρσώς τη βιαιοπραγία του λέγοντας

– ”Τα τραίνα πρέπει να τα καθαρίζεις όσο είναι μικρά. Γιατί άμα μεγαλώσουν είναι πολύ αργά. Χιμάνε στα λαγκάδια και σκοτώνουν τα πράτα που βοσκάνε…”»

Ένα πλατύ χαμόγελο πήγε να διαγραφεί στα χείλη του, βέβαιος πως οι ακροαταί του θα ξεκαρδίζονταν στα γέλια με το αστείο. Αντίκρισε όμως ψυχρότητα, ενώ την κυρία Μαγδαληνή περιέλουε κρύος ιδρώτας και ξεφυσούσε, γιατί εκείνη επέμενε να του αναθέσουν την ομιλία θεωρώντας τον σοβαρό, κι ούτε που φανταζότανε πως θα τους έβγαινε «τιριρίμ γαϊτανά», που λένε οι Πόντιοι. Κι άντε τώρα να τα μπαλώσει στο προεδρείο. Ατάραχος εκείνος αντιμετώπισε την παγερότητα και διευκρίνισε πως δεν επρόκειτο να τους πει κανένα σκαμπρόζικο ανέκδοτο από εκείνα που διηγούνται τα δεσποινάρια και κοκκινίζουν οι κύριοι, αλλ’ ότι ήταν μια σκέτη «παραβολή» για «το πώς άνθρωποι που δεν είναι βουνίσιοι άξεστοι, αλλά πολυτάλαντοι τεχνοκράτες, σκοτώνουν τα τραίνα, ορκισμένοι να τα εξαφανίσουν από προσώπου Ελλάδος, λες και είναι τέρατα επιβλαβή και αποφώλια. Και όμως -συνέχισε- το τραίνο έχει ψυχή που παντρεύεται με την ψυχή μας, γίνεται πηγή εμπνεύσεως προσφέροντας στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στον κινηματογράφο. Ειδικά στην 7η Τέχνη, ο σιδηρόδρομος πρωταγωνίστησε…». Και παρασυρμένος από οίστρο άρχισε ν’ αραδιάζει τίτλους ταινιών, όπως «το τραίνο θα σφυρίξει τρεις φορές», «ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν», το «Stazione termini» του Vittorio De Sica, και πλήθος άλλα, χωρίς να ξεχάσει την Αγκάθα Κρίστι με το «Έγκλημα στο Εξπρές Οριάν», που θριάμβευσε διπλά: ως αστυνομικό μυθιστόρημα και ως κινηματογραφικό έργο. Χαμηλώνοντας ύστερα τη φωνή του, εξήγησε πως η σημερινή του ομιλία είναι κάτι σαν αποχαιρετισμός στο τραίνο που το εξοβελίζουν, αφού προηγουμένως το απαξίωσαν τελείως αλλάζοντάς του προσωπικότητα και δίνοντάς του μορφή λεωφορείου που κινείται επάνω σε σιδηροτροχιές, με μηχανοδηγό καλοντυμένο και ξανθιά σταθμαρχίνα στην πλατφόρμα να κραδαίνει το πράσινο και κόκκινο μαντζαφλάρι για να δώσει η λιλιπούτεια, σινιάλο αναχωρήσεως σε κοτζάμου αμαξοστοιχία. Πάει η εποχή όπου είχε μεγαλοπρέπεια το τραίνο. Έμπαινε στον σταθμό ξεφυσώντας ενώ ατμοί ξεπετάγονταν από τις βαλβίδες διαφυγής. Στέκονταν κάτω από τον υδατόπυργο να προμηθευθεί νεράκι και ο μηχανοδηγός με ένα τεράστιο «κλειδί» άνοιγε τη βάνα και πάφλαζε το νερό μέσα κι έξω από τον λέβητα. Ήταν ο ίδιος αυτός μηχανοδηγός, ο «θερμαστής», μισόγυμνος μέχρι τη μέση, με τον ιδρώτα να αυλακώνει το κατάμαυρο από την καρβουνίλα κορμί του, καθώς με το φτυάρι τροφοδοτούσε συνέχεια με κάρβουνο το καζάνι που ξέρναγε λάβα, περίπου σαν την κόλαση. Και μέσα στο βαγόνι-ρεστωράν, με τα κολλαριστά λευκά τραπεζομάντιλα, τα σερβίτσια από αλπακά και τα κρυστάλλινα ποτήρια, ο «μαιτρ», με την επίσημη αμφίεσή του, έπαιρνε παραγγελίες από τους σπορ ντυμένους ταξιδιώτες. Διότι αυτοί που μετέφερε το τραίνο δεν ήσαν επιβάτες, ήσαν αξιοσέβαστοι ταξιδιώτες. Και οι χρυσίζουσες γνήσιες «Γκαλέ» απλίκες πρόσθεταν ατμόσφαιρα στο χλιδάτο γεύμα. Πιο πέρα στα κουπέ ο ελεγκτής με την «ατσαλάκωτη» μπλε στολή, το πηλήκιο και τα χρυσά γαλόνια, έκανε έλεγχο εισιτηρίων για να βρει λαθρεπιβάτες. Το σφύριγμα του τραίνου ήταν ένας χαιρετισμός στη διαδρομή ανάμεσα σε παρθένα τοπία, όπου χωρικοί τον ανταπέδιδαν στους κρεμασμένους στα παράθυρα ταξιδιώτες. Ένα παρατεταμένο σφύριγμα κοντά σε ισόπεδη διάβαση έβγαζε μια κυρούλα απ’ το «φυλάκιο», που ήτανε και σπιτικό της, και βάζοντας μιάν αλυσίδα έκοβε την κυκλοφορία στη διασταύρωση, στο «πασάγιο», κατά την ορολογία των ΣΕΚ. Και οι σταθμάρχες, για τη μεταξύ των σταθμών ενδοεπικοινωνία, χρησιμοποιούσαν τον ασύρματο και ήσαν άριστοι χειρισταί στα σήματα μορς, κι επιπλέον έκοβαν εισιτήρια, κάτι παραλληλόγραμμα χαρτονάκια, αγρυπνώντας συγχρόνως μπας και συμβεί κανένα απρόοπτο…

Είχε καταληφθεί ο κ. θεοχάρης από αναπολήσεις και τους μιλούσε για ατμάμαξες, κλινοθέσια, για «ιθυντήρια» οχήματα και μηχανές ελιγμών. Έκανε συγκρίσεις για τη γοητεία του ταξιδιού ανάμεσα στο τότε και το τώρα, αλλά τη φόρα που είχε πάρει δεν τη συμμεριζόταν το ακροατήριο κι όλοι κοίταγαν το ρολόι τους.

Μόνον ένας αδιόρθωτος καλαμπουριτζής έδωσε την εξήγηση, πως αφού η διάλεξη αφορά τα τραίνα, λογικό είναι να… τραινάρει!


Σχολιάστε εδώ