Η θωπεία των τουρκικών επιθυμιών αποθρασύνει

Το ερώτημα δεν είναι καθόλου ρητορικό. Αντιθέτως, απορρέει από τα έως και καταθλιπτικά φαινόμενα όσον αφορά το θέμα, σε συνάρτηση κυρίως με τις ελληνικές προσεγγίσεις. Οι οποίες ούτε λίγο ούτε πολύ ανάγουν τις ενταξιακές προοπτικές της Άγκυρας σε κομβικό πυλώνα της δικής μας εθνικής στρατηγικής! Όχι ότι θα έπρεπε Αθήνα κι από κοντά η Λευκωσία να παρεμβάλλουν αναχώματα στις τουρκικές ευρωπαϊκές βλέψεις, πυροδοτώντας σκόπιμες κρίσεις. Αλλά όχι και ν’ αποβαίνουν έως και αυτόκλητοι συνήγοροι και προασπιστές των τουρκικών στρατηγικών επιθυμιών. Όταν μάλιστα:
1. Η μεν Αθήνα ζει υπό το εκβιαστικό φάσμα του casus belli. Που στην ουσία συνιστά ευθέως επιθετική απειλή. Η οποία και θα ενεργοποιηθεί αυτομάτως εάν η Ελλάς τολμήσει να ασκήσει το νόμιμό της δικαίωμα, όπως αυτό προσδιορίζεται από το Δίκαιο της Θαλάσσης. Και μόνο γι’ αυτό η ενταξιμότητα της Τουρκίας θα έπρεπε να είχε αναιρεθεί. Ή να είχε τεθεί τουλάχιστον υπό αίρεση.
2. Η δε Λευκωσία, εφόσον δεν αναγνωρίζεται καν (ως κρατική οντότητα) από την Άγκυρα, όχι μόνο δεν θα έπρεπε να στηρίζει την ενταξιακή της πορεία, αλλ’ ούτε απλώς να την ανέχεται. Όταν μάλιστα η Κοινότητα προαπαιτεί από την Τουρκία να εφαρμόσει ρητές υποχρεώσεις της, που απορρέουν από το συναφές Πρωτόκολλο και αυτή προκλητικώς το αρνείται.
Αυτές οι επισημάνσεις, δεν γίνονται για να συστήσουν αδιάλλακτη διαχείριση του όλου ζητήματος, με προειλημμένες αποφάσεις για άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας που Αθήνα και Λευκωσία έχουν. Και με το οποίο αυτομάτως θα εκτροχίαζαν την τουρκική ευρωπαϊκή προοπτική. Ή τουλάχιστον θα περιέστελλαν αποφασιστικά τη δυναμική της.
Αυτές οι επισημάνσεις γίνονται για να προσγειώσουν κάποιες δικές μας εκτός πραγματικότητος θεωρίες. Οι οποίες παλινωδούν μεταξύ θωπευτικών πρακτικών και αφελών προσδοκιών. Ότι δηλαδή:
= Στρώνοντας το ενταξιακό χαλί για την Άγκυρα -και αντιστρατευόμενοι μάλιστα τις αντίθετες πολιτικές ισχυρών κοινοτικών κέντρων- νομίζουμε πως θα αποσπάσουμε συναινετικότερες και κυρίως λιγότερο επιθετικές συμπεριφορές από την ίδια σε ό,τι αφορά κρίσιμα εθνικά ζητήματα ή διαφορές.
Κούνια που μας κούναγε! Όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά εάν μεταφρασθούν σωστά οι τοποθετήσεις όσων εκφράζουν τις τουρκικές θέσεις, θα γινόταν αντιληπτό το γεγονός της παραπέρα σκληρύνσεως των τουρκικών στρατηγικών βλέψεων. Γιατί απλούστατα:
=Η Άγκυρα μεταφράζει ως δείκτες αδυναμίας τις ελληνικές θωπείες και ως διαθέσεις μειζόνων αναδιπλώσεων την απουσία στηρίξεως ακόμη και των πλέον αυτονοήτων. Είτε δικαιωμάτων. Είτε και θεσμικών κανόνων, που αφορούν ενταξιακά προαπαιτούμενα και διαδικασίες.
Υπό το φως αυτών των απλουστευτικών διαλεκτικών, αλλά και των προδήλως αυταποδείκτων, όσα λέγονται και κυρίως όσα προάγονται με στόχο «ένα νέο Ελσίνκι» αποτελούν τουλάχιστον αφελή στρατηγικά θεωρήματα. Καθώς η Τουρκία «είναι έτοιμη και για λύση και για κρίση», όπως διακήρυξε μόλις προ μερικών ημερών ο αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις κ. Μπαγίς. Και ήταν αρκούντως (εν τη αλαζονεία του) σαφής. Τόσο που να μην αφήνει ούτε αμφιβολίες ότι εννοεί όσα λέγει, ούτε και περιθώρια κατ’ ελάχιστον ελαστικοποιήσεως των τουρκικών πολιτικών.
Είναι πολύ απλό: Η Άγκυρα έχει επίγνωση και των ευρωπαϊκών αδυναμιών, όπως αυτές εκδηλώνονται ως κρίση του ευρώ (και των μηχανισμών που το διαχειρίζονται για να το στηρίζουν), και των αδυσώπητων ελληνικών προβλημάτων. Που καθηλώνουν δυνατότητες. Και αποδομούν αντιστάσεις. Οπότε και αναμένει στη γωνία, για να εισπράξει τα επιπλέον. Όχι για να δώσει τα οφειλόμενα.
Κι αυτό εάν δεν συνειδητοποιηθεί (προκειμένου να οδηγήσει σε παραγωγικότερες εθνικές στρατηγικές) θα αποβεί δυναμική ακόμη πιο επικίνδυνων ενδεχομένων. Που αυτήν τη στιγμή -λόγω και των ήδη γεωπολιτικών τετελεσμένων τα οποία προάγονται- μπορεί να αποβούν έως και μοιραία. Κάτι που κάμνει βαρύτερες τις ευθύνες αυτών που ποδηγετούν τα δύο κρατικά κέντρα του Ελληνισμού στην Αθήνα και τη Λευκωσία.


Σχολιάστε εδώ