ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Οι Σπαρτιάτες εξεμάνησαν τόσο πολύ για την ιταμότητα των «βαρβάρων», που παρεβίασαν και τον καθιερωμένο σεβασμό στο ιερό πρόσωπο των κηρύκων. Τους πέταξαν σʼ ένα πηγάδι για να πάρουν από εκεί «γην και ύδωρ».
Μετά τους μεγάλους και νικηφόρους περσικούς πολέμους, με αφορμή ένα μίασμα, οι Σπαρτιάτες έστειλαν θεοπρόπους στο μαντείο των Δελφών για να ζητήσουν χρησμό από την Πυθία και συμβουλή από τον θεό.
Το μαντείο τους απάντησε ότι το μίασμα συνδέεται με την ιεροσυλία που διέπραξαν εις βάρος των κηρύκων του Ξέρξη. Οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν τότε σε ανταγωνισμό με τους Αθηναίους για την ηγεμονία. Αυτήν που τους οδήγησε τελικά στον φοβερό αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό πόλεμο. Απεφάσισαν, λοιπόν, να επανορθώσουν και να αποκαταστήσουν τις διπλωματικές σχέσεις με τον Μεγάλο Βασιλέα. Έκαναν έκκληση γιʼ αυτό να παρουσιασθούν εθελοντικά δύο νέοι Σπαρτιάτες, οι οποίοι να μεταβούν στα Σούσα, να παρουσιασθούν στον Μεγάλο Βασιλέα και να προσφερθούν για θανάτωση από τους Πέρσες ως αντάλλαγμα για τον θάνατο των δύο περσών κηρύκων.
Οι δύο νέοι ήταν ο Βούλις και ο Σπέρχις, που έκαναν την ανάβασή τους στα Σούσα ελεύθεροι, χωρίς κανενός είδους δεσμά ή φύλακες. Παρουσιάσθηκαν στο παλάτι και εξήγησαν τον λόγο για τον οποίο είχαν έρθει. Όταν το πληροφορήθηκε ο Μεγάλος Βασιλέας έμεινε κατάπληκτος. Ζήτησε να τους παρουσιάσουν ενώπιόν του. Οι «Αθάνατοι» σωματοφύλακές του προσπάθησαν με απειλές να τους λυγίσουν για να «προσκυνήσουν» τον Μεγάλο Βασιλέα. Αυτοί όμως αρνήθηκαν λέγοντας ότι προσκυνούν μόνο θεούς και όχι ανθρώπους και ότι δεν χρειάζεται να τους απειλούν με θάνατο, γιατί ακριβώς γιʼ αυτό είχαν έρθει. Ο βασιλεύς των Περσών εκτίμησε την ανδρεία και τη φιλοπατρία τους. Δεν δέχθηκε να φανεί ο ίδιος λιγότερο μεγαλόψυχος. Έλαβε επίσης υπʼ όψιν τις προτροπές των συμβούλων του για τη σκοπιμότητα μιας διπλωματικής χειρονομίας προς τη Σπάρτη. Έστειλε, λοιπόν, πίσω ελεύθερους τους δύο σπαρτιάτες νέους.

Δεν αγωνίζεται κανείς
και δεν θυσιάζεται για κάτι που δεν αγαπά και δεν θεωρεί ως υπέρτατη αξία
Το παράδειγμα των δύο νέων Σπαρτιατών είναι ένα από τα άπειρα παραδείγματα φιλοπατρίας που λαμπρύνουν την αρχαία αλλά και τη νέα ελληνική Ιστορία. Τι είναι όμως αυτό που κινεί σε μια τέτοια ηρωική στάση, θυσία και αυταπάρνηση; Προφανώς, αυτό που τόσο έξοχα περιέγραψε με λίγα λόγια ο Περικλής στον «Επιτάφιο», αναφερόμενος σε πεσόντες Αθηναίους: «Το εύδαιμον, το ελεύθερον και το ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες». Είναι δηλαδή ο αγώνας για την ελευθερία της πατρίδος, που είναι αδιαχώριστη από την ευδαιμονία και την ευψυχία, σύμφωνα με τις αξίες του ελεύθερου ανθρώπου και άξιου πολίτη.
Αυτή η αγάπη της πατρίδος και της ελευθερίας δεν ήταν η ακατανίκητη κινητήρια δύναμη που ανέστησε την Ελλάδα, έπειτα από αιώνες σκλαβιάς, και την κατέστησε ανεξάρτητο εθνικό κράτος; Δεν είναι η ίδια που ενέπνευσε και χαλύβδωσε τους Έλληνες σε τόσους άλλους άνισους αγώνες για την υπεράσπιση της πατρίδος, όπως η τελευταία εποποιία της Πίνδου; Θα έλεγε κανείς, μα γιατί συζητάμε τώρα για τα αυτονόητα. Μα ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα: η επιτήδεια αμφισβήτηση και υπόσκαψη σήμερα του αυτονόητου. Αυτού που επί αιώνες και χιλιετηρίδες συγκροτεί, χαρακτηρίζει και συνέχει έναν λαό και μια εθνική ταυτότητα, με βαθιές και οικουμενικές πολιτιστικές ρίζες και αξίες.
Το πιο ανησυχητικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι η αμφισβήτηση και η υπόσκαψη αυτή έχουν εξωτερικές, διεθνείς αναφορές και προεκτάσεις και συμπίπτουν με βαθύτατη οικονομική κρίση στο εσωτερικό και με απροκάλυπτους εξωτερικούς κινδύνους, που συνιστούν απειλή εθνικής συρρικνώσεως.

Τριπλή εθνική κρίση
Οι τρεις συνδυασμένες προκλήσεις, με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα, είναι οι τρεις όψεις μιας μεγάλης εθνικής κρίσεως, που μέσα στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης μπορεί να αποβεί μοιραία για την ίδια την εθνική υπόσταση και επιβίωση της χώρας, εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, αποφασιστικά και αποτελεσματικά.
Πώς θα γίνει όμως αυτό όταν το πολιτικό σύστημα είναι μέρος και κύριος υπεύθυνος του προβλήματος; Όταν, πολύ περισσότερο:
α. Οι ακολουθούμενες πολιτικές για την έξοδο από την οικονομική κρίση δεν φαίνονται πειστικές και θέτουν πολλά ερωτήματα για την αναπτυξιακή στρατηγική, ακόμη και για την ίδια την εθνική κυριαρχία.
β. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συνεχίζει την ίδια παράδοξη και ενδοτική στάση και δεν αντιμετωπίζει τους έκδηλους κινδύνους από την Κύπρο ως τη Θράκη και από το Αιγαίο ως τα Σκόπια.
γ. Η εθνική αποδόμηση της χώρας συνεχίζεται με τη μαζική, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, που έχει κυριολεκτικά πάρει χαρακτήρα ασύμμετρου εποικισμού, όπως επίσης με την απροκάλυπτη, υποστηριζόμενη από το ίδιο το κράτος, προπαγάνδα και πολιτική για την υποκατάσταση της ελληνικής και ελληνοκεντρικής παιδείας με τη λεγόμενη «πολυπολιτισμική» παιδεία και την αντίστοιχη μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας.

Ποια είναι η αναπτυξιακή φιλοσοφία και στρατηγική
της οικονομικής πολιτικής;
Ας δούμε όμως ειδικότερα τις τρεις όψεις της εθνικής κρίσεως.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση και την οικονομική πολιτική, δεν διαφεύγει κανενός ότι η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα δεκαετιών εφεκτικής πολιτικής, αποτυχίας ουσιαστικού εκσυγχρονισμού και νέου παραγωγικού προσανατολισμού. Είναι επίσης συνυφασμένη με το άγος του πελατειακού πολιτικού συστήματος και της κομματοκρατίας. Αυτή όμως είναι η μία όψη των πραγμάτων. Υπάρχει ταυτόχρονα μια άλλη, που δεν πρέπει να υποτιμάται ή να αποσιωπάται γιατί επηρεάζει εξίσου καταλυτικά τη διαμόρφωση των οικονομικών δεδομένων και προοπτικών. Είναι το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων και η εφαρμογή των άκρως νεοφιλελεύθερων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών μέσα από τη σύγχυση και ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς με την παγκοσμιοποίηση. Η εξέλιξη αυτή αφορά ολόκληρη την Ευρώπη. Πλήττει όμως ιδιαίτερα τους ασθενέστερους κρίκους. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το ακριβό ευρώ επιδεινώνει γιʼ αυτούς τους όρους εξαγωγής παραδοσιακών προϊόντων και ευνοεί την εισαγωγή αντιστοίχων φθηνών προϊόντων από τρίτες χώρες. Αυτά ανταγωνίζονται ευθέως τη βιωσιμότητα της εθνικής παραγωγής στην ίδια την εσωτερική αγορά.
Η αρχή επίσης του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό συνθήκες ανοικτών ευρωπαϊκών συνόρων προς τις τρίτες χώρες, με την παγκοσμιοποίηση, θέτει σε μειονεκτική θέση τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές χώρες και εμποδίζει την άσκηση εθνικών αλλά και κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών.

Ανεστάλησαν οι εθνικές
πολιτικές και στρατηγικές.
Δεν ήρθαν όμως, όπως
αναμενόταν, οι ευρωπαϊκές
Οι ευρωπαϊκές χώρες κατέθεσαν ένα μεγάλο μέρος της κυριαρχίας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη λογική και την προσδοκία ότι μετά την ενιαία αγορά θα έρχονταν και κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές και στρατηγικές για τη στήριξη και προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ως συνόλου στο διεθνές σύστημα οικονομικών ανταλλαγών.
Οι κοινές πολιτικές όμως δεν ήρθαν ως αποτέλεσμα των μεγάλων εσωτερικών διαφωνιών που διαπερνούν την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν επιτρέπουν την εξέλιξή της σε μια πραγματική πολιτική Ένωση. Επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι η λεγόμενη Πολιτική της Λισσαβώνος, που είχε εξαγγελθεί, δέκα χρόνια πριν, ως κοινή πολιτική με στόχο να καταστεί η ΕΕ πρώτη στον κόσμο σε έρευνα, τεχνολογία και καινοτομική ανάπτυξη, εφαρμόσθηκε τελικά περισσότερο από την Κίνα παρά από την ΕΕ.
Η κατάσταση αυτή επηρεάζει δραματικά τον βαθμό οικονομικών πρωτοβουλιών, σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού, στις χώρες που έχουν ανεπαρκή συμμετοχή στη διεθνή οικονομία και χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
Οι χώρες αυτές έχουν ανάγκη από πολιτικό σχεδιασμό και ενεργότερο ρόλο του κράτους. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με την αρχή του ανταγωνισμού, που διέπει την κοινή ευρωπαϊκή αγορά, από την οποία επωφελούνται, λόγω παγκοσμιοποίησης, και οι τρίτες χώρες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, για την Ελλάδα, του τρόπου εφαρμογής της αρχής αυτής και του παραλογισμού στον οποίο πολύ συχνά φθάνει, είναι η συζήτηση, π.χ., στις Βρυξέλλες του θέματος της συγχωνεύσεως της νέας Ολυμπιακής με τις αερογραμμές του Αιγαίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετωπίζει τη συγχώνευση των δύο εταιρειών ως δημιουργία μονοπωλίου. Έχει γιʼ αυτό σοβαρές ενστάσεις. Με τη λογική όμως αυτή, η Ελλάδα κινδυνεύει να μην έχει καμιά αεροπορική εταιρεία. Ποιος εμποδίζει μια άλλη ευρωπαϊκή εταιρεία να έλθει στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς; Γιατί, λοιπόν, τίθεται θέμα ανταγωνισμού;
Κατά τον ίδιο τρόπο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει θέμα για τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» στους ελληνικούς σιδηροδρόμους, στα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ κ.ά. Η πολιτική όμως αυτή, που υπηρετεί μια άκρως νεοφιλελεύθερη λογική, δένει ουσιαστικά τα χέρια του κράτους και ευνοεί την επικράτηση ξένων οικονομικών συμφερόντων, ευρωπαϊκών και μη, στους ζωτικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Καταδικάζει, ταυτοχρόνως, το κράτος σε ρόλο παθητικού παρατηρητή.
Το τελευταίο δεν αφορά, άλλωστε, μόνο την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό του νέου αχαλίνωτου καπιταλισμού, ο οποίος έχει επιβληθεί στον κόσμο με τη λεγόμενη απορρύθμιση και τον συνδυασμό της με την παγκοσμιοποίηση. Η ασυδοσία και το υπέρτερον των αγορών, που οδήγησαν στη μεγάλη κρίση του 2008, με την ασύλληπτη κερδοσκοπία και την εικονική οικονομία, είναι, δυστυχώς, πάντα εδώ. Οι πολιτικές ηγεσίες αποδείχθηκαν αδύναμες ή δεν θέλησαν να επιβάλουν σταθερούς κανόνες και ρυθμίσεις, αποβλέποντας σε δικά τους επιμέρους πλεονεκτήματα, προβλήματα και επιδιώξεις, ιδιαίτερα στον τομέα των νομισματικών ανταγωνισμών. Η Ευρωζώνη, με τον ιδιότυπο τρόπο λειτουργίας της, είναι από την άποψη αυτή ιδιαίτερα εκτεθειμένη.
Οι αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, μπορούν γιʼ αυτό να γίνουν εύκολος στόχος, μέσα στο πλαίσιο του νομισματικού ανταγωνισμού και των συνεπομένων κερδοσκοπικών παιχνιδιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιστροφή στον ορθόδοξο, παραγωγικό καπιταλισμό κατάντησε να θεωρείται μεγάλη επανάσταση.

Έχει ρόλο στην Ελλάδα
ο δημόσιος τομέας και χρειάζεται επειγόντως εθνική
αναπτυξιακή στρατηγική;
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, ποια είναι η στρατηγική που διαμορφώνεται, υπό τις συνθήκες αυτές, για την έξοδο από την κρίση; Είναι κοινός τόπος ότι για την αντιμετώπιση του δυσθεώρητου χρέους και της υφέσεως χρειάζεται ενεργός αναπτυξιακή πολιτική, η οποία δεν είναι ορατή στον ορίζοντα. Πώς θα διαμορφωθεί όμως αυτή χωρίς ουσιαστικό ρόλο του κράτους και ορισμένες εθνικές στρατηγικές; Το δυστύχημα για την Ελλάδα είναι ότι, πέραν όλων των άλλων, έχει τόσο δυσφημισθεί ο δημόσιος τομέας από το καθεστώς της κομματοκρατίας, ώστε δικαιολογημένα προκαλεί τις μεγαλύτερες δυνατές επιφυλάξεις για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει. Η αλήθεια όμως είναι ότι άλλο είναι ο ρόλος του δημόσιου τομέα, που λειτουργεί με αξιοκρατία και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αγοράς, και άλλο είναι ο δημόσιος τομέας της πελατειακής διαφθοράς, των συντεχνιών και της κομματικής καταχρήσεως. Εξέχον παράδειγμα είναι η Κίνα, το πιο επιτυχημένο παράδειγμα ταχύρρυθμης αναπτύξεως στον κόσμο, που βασίζεται σʼ έναν ιδιότυπο και ευφυή συνδυασμό κρατικού καπιταλισμού, σε στρατηγικό επίπεδο, και μεικτής οικονομίας.
Δεν προτείνεται, βεβαίως, η ανέφικτη ούτως ή άλλως αντιγραφή του κινεζικού μοντέλου από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Ελλάδα όμως έχει ανάγκη από εθνικό σχεδιασμό αναπτύξεως, στον οποίο είναι απαραίτητος ένας πολύ σημαντικός ρόλος του δημόσιου τομέα, απαλλαγμένου αποφασιστικά από τις γνωστές παθογένειες και πρακτικές. Γιατί, π.χ., η ΔΕΗ να μη γίνει φορέας αναπτύξεως στον τομέα της ενέργειας πολλών δισ. ευρώ, κατά την προσεχή δεκαετία ή δεκαπενταετία, με εγγύηση του κράτους, εφόσον τέτοιου είδους μεγάλες επενδύσεις είναι ασφαλείς και βιώσιμες;
Πορευόμαστε όμως προς αυτήν την κατεύθυνση ή, με αφορμή την κρίση, προς την αντίθετη κατεύθυνση, της πλήρους δηλαδή διεθνοποιήσεως και παγκοσμιοποιήσεως, που εμφανίζονται ως δήθεν πανάκεια και αναγκαστική επιλογή;

Η Δανειακή Σύμβαση του Μνημονίου και η παραίτηση
της Ελλάδος από τις ασυλίες προστασίας της εθνικής κυριαρχίας
Από την άποψη αυτή, είναι πολύ ενδεικτική όσο και ανησυχητική η Δανειακή Σύμβαση, που υπεγράφη, μαζί με το Μνημόνιο, από την ελληνική κυβέρνηση για την εξασφάλιση του δανείου των 110 δισ. από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Οι όροι της Δανειακής Συμβάσεως, κατά τη γνώμη εξεχόντων ειδικών, όπως ο γνωστός συνταγματολόγος καθηγητής Γιώργος Κασιμάτης, είναι πρωτοφανείς. Παραβιάζουν το ελληνικό Σύνταγμα αλλά και το Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 14(5) της Συμβάσεως, παρατηρεί ο Γιώργος Κασιμάτης, το ελληνικό κράτος παραιτείται, «αμετάκλητα και άνευ όρων», από κάθε ασυλία που απολαύουν το ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία.
Εφιστά επίσης την προσοχή στο άρθρο 2(3), το οποίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της Συμβάσεως επιτρέπει τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων των δανειστών, από τον καθένα ξεχωριστά ή από όλους συλλογικά, σε τρίτο. «Με αυτόν τον τρόπο παρέχεται στους δανειστές το δικαίωμα να δημιουργήσουν, με βάση τη Σύμβαση Δανεισμού, πολιτικό και οικονομικό μπλοκ σχέσεων με τους δανειστές και με τρίτες χώρες δεσμευτικό για την Ελλάδα, χωρίς τη βούλησή της».
Οι όροι αυτοί είναι πέρα από κάθε λογικό όριο διασφαλίσεως δανείου και παραβιάζουν ευθέως την εθνική κυριαρχία της χώρας.

Συνεχίζεται χωρίς καμία αλλαγή η πολιτική εθνικής αποδομήσεως της χώρας με άλλοθι τον διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης και την «πολυπολιτισμική» κοινωνία
Στο ίδιο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης, συνεχίζεται χωρίς καμιά αλλαγή, η πολιτική της εθνικής αποδομήσεως της χώρας, με άλλοθι τον «πολυπολιτισμό» το ανθρωπιστικό δίκαιο και τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δύο κύριοι άξονές της είναι αφενός η μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση και η περίεργη ανοχή απέναντί της και αφετέρου η προσπάθεια εύσχημης καταλύσεως της ελληνοκεντρικής παιδείας, που επιτάσσει το Σύνταγμα, και υποκαταστάσεώς της από τη λεγόμενη «πολυπολιτισμική» παιδεία.
Τα γεγονότα είναι τόσο εξόφθαλμα, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι η πολιτική αυτή είναι σκόπιμη και συνειδητή. Σε ό,τι αφορά, π.χ., το πρώτο, δεν είναι δυνατόν το κράτος να μετατρέπεται εκ των πραγμάτων σε ανταποκριτή των δουλεμπόρων, με πρόσχημα το ευρωπαϊκό ανθρωπιστικό δίκαιο, πολύ περισσότερο όταν ο αριθμός των λαθρομεταναστών έχει διαστάσεις πραγματικού εποικισμού, σε μια χώρα που αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και ταυτόχρονα εθνικά προβλήματα και γεωπολιτικούς σχεδιασμούς σε βάρος της.

Η αναγωγή του ενδοτισμού σε επίσημη πολιτική δημιουργεί
κινδύνους συρρικνώσεως του ελληνικού εθνικού χώρου
Στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής, συνεχίζεται επίσης η ίδια προσέγγιση και συγκαλύπτεται ευσχήμως το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα από την αμερικανική πολιτική, σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Ο δογματικός αντιαμερικανισμός βλάπτει την Ελλάδα. Η πραγματιστική κριτική όμως της αμερικανικής πολιτικής είναι υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων και δικαίων. Δεν ωφελεί σε τίποτε η εύσχημη παρουσίαση μιας εικόνας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συνεχίζεται, πρώτα απʼ όλα, η εμμονή στην υποστήριξη της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, παρά το πρόδηλο γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση προς όφελος της Ελλάδος. Στο Κυπριακό παραμένει απαρασάλευτη η προσέγγιση τύπου Σχεδίου Ανάν, τη στιγμή που επιχειρείται μια νέα διπλωματική επέλαση με τους ίδιους στόχους. Στο Αιγαίο γίνεται ανεκτή, χωρίς ουσιαστική αντίδραση, οδηγία του ΝΑΤΟ που ουσιαστικά ξεχωρίζει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου από τον εθνικό κορμό και προεικονίζει ανακατατάξεις, με πρόσχημα τον επιχειρησιακό έλεγχο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η οδηγία αυτή του 2006 ήρθε ως επιτομή και συνέχεια παλαιότερων βημάτων και ελληνικών υποχωρήσεων. Ασκούνται επίσης στο παρασκήνιο πιέσεις για συμφωνία «συνεκμεταλλεύσεως» των ενεργειακών πόρων του Αιγαίου. Η ίδια πολιτική ακολουθείται και στη Θράκη, όπου εντείνονται οι τουρκικές υπονομευτικές δραστηριότητες, και έναντι των Σκοπίων, που εμμένουν στις γνωστές τους διεκδικήσεις. Ποια είναι, σε ό,τι αφορά τα τελευταία, η αξιοπιστία του αμερικανού διαμεσολαβητή; Δεν είναι μυστικό ότι ο ίδιος αντιπροσωπεύει την αμερικανική πολιτική, η οποία όμως πήρε επισήμως θέση με την αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονίας».
Οι διαπιστώσεις, οι επισημάνσεις και οι σκέψεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ανάσχεση των κινδύνων, η έξοδος από την κρίση και η ανόρθωση της χώρας, όπως επίσης η διαφύλαξη του εθνικού της μέλλοντος, απαιτούν εγρήγορση, κινητοποίηση και πρωτοβουλία των πολιτών της. Επειγόντως, γιατί οι καιροί, δυστυχώς, «ου μενετοί».


Σχολιάστε εδώ